Η λέξη “σαγήνη” σύμφωνα με το λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας ορίζεται ως δίχτυ αλιευτικό, μεταφορικά ως ψυχική αιχμαλωσία μέσα σε μια κατάσταση αβοήθητου και σε μια αίσθηση ανεπάρκειας με ερωτική απόχρωση.
Οσο και αν η σαγήνη σαν αίσθηση που βιώνεται σε μια σχέση έχει κάτι το μαγικό, συγχρόνως κάνει το υποκείμενο που την υφίσταται παθητικά, να υποφέρει από τον κατακλυσμό των αισθήσεων και των ερεθισμάτων που δέχεται και αδυνατεί να επεξεργαστεί.
Η “σαγήνη” που πολλές φορές περιγράφεται με ρομαντισμό και φλογερό πάθος από την πλευρά του σαγηνεμένου, είναι συγχρόνως μια κατάσταση που δημιουργεί πόνο γιατί υπερβαίνει τα όρια της συναισθηματικής ανταλλαγής και της αμοιβαίας έκφρασης του ερωτισμού, εφόσον ο “σαγηνευτής” αποτελεί το μόνο πρωταγωνιστή της ερωτικής σκηνής.
Συχνά η “σαγήνη” περιγράφεται σαν ένα μυστήριο, ένα πάθος ακατανόητο, μια έλξη ζωική που μαγνητίζει και ακινητοποιεί το θύμα της.
Η συναισθηματική μέθη και η ένταση της δύναμής της αποτελούν τα κορυφαία σημεία της που όποιος τα γευτεί, μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη του.
Βέβαια, όλα αυτά παραπέμπουν στον έρωτα και σίγουρα ο έρωτας αντλεί τη δύναμή του από την ίδια δύναμη της σαγήνης, που βιώνεται μέσα στην ενήλικη γενετήσια σεξουαλικότητα. Oμως ο ερωτευμένος γνωρίζει ήδη αυτή τη σαγήνη και η μνήμη του απλά αναδύεται και ζωντανεύει μεσα από το “νέο” αντικείμενο του πόθου του.
Ενα άτομο, το νεογέννητο του οποίου οι σωματικές και ψυχικές λειτουργίες τοποθετούνται κυρίως στο επίπεδο της ανάγκης, βρίσκεται αντιμέτωπο με διάφορα “μηνύματα” (λεκτικά σημαίνοντα, αλλά προπάντων μη λεκτικά: χειρονομίες, εκφράσεις, συμπεριφορές…) τα οποία προέρχονται από τον κόσμο των ενηλίκων. Αυτά τα μηνύματα είναι αινιγματικά και τραυματικά την ίδια στιγμή.
Αυτό δεν οφείλεται απλά και μόνο στο γεγονός ότι το παιδί δεν κατέχει τον κώδικα και ότι πρέπει να τον κατακτήσει, αλλά οφείλεται στο ότι ο κόσμος των ενηλίκων είναι κατανεμημένος από ασυνείδητα σημαίνοντα των οποίων το ίδιο δεν κατέχει τον κώδικα. Καταρχήν η “συνάντηση” του ενήλικα και του νεογέννητου είναι αινιγματική και μυστηριώδης.
Αν κατά τη συνάντηση αυτή έχουμε να κάνουμε περισσότερο με σαγήνη παρά με συναλλαγή, αυτό σημαίνει ότι το παιδί, εξαιτίας της πρωιμότητάς του, βλέπει τις ικανότητες της αντίληψης και διεργασίας από αυτό που “ενσταλάζεται” μέσα του. Eτσι το παιδί βρίσκεται μέσα σε μια δίνη ερεθισμάτων πέρα από εκείνο που η προσωπική του διεργασία είναι σε θέση να κατευνάσει. Μένει παθητικό στη ώριμη, ενήλικη και δομημένη παρέμβαση, που “παραβιάζει” το αδόμητο και ανοργάνωτο ψυχικό του κόσμο. Το σαγηνευμένο παιδί είναι ένα “παιδί – κοιλότητα”, ένα “παιδί – στόμιο”, που “αποστομώνεται” από τη σαγήνη του ενήλικα και λόγω της θέσης του αδυνατεί να αντι-δράσει.
Η πρώιμη θέση του νεογέννητου που δημιουργεί αυτό το δέος, επαναφέρει το ζήτημα της σαγήνης από την οπτική μιας “παλινδρόμησης” που ναρκώνει και αιχμαλωτίζει.
Η αναζήτηση του απόλυτου όπου χάνονται τα όρια και φτάνει ο κόσμος να ενώνεται στον Ενα. Αρχικό στάδιο αδιαφοροποίητου και αίσθηση παντοδυναμίας.
Η Ψυχανάλυση σ’ αυτόν τον αρχικό χαρακτήρα της “σαγήνης” δίνει το δικό της βάρος. Ο αναλυόμενος αναζητά λύση, την απάντηση αλλά η Ψυχανάλυση τον θέτει ενώπιον του προσωπικού του ερωτήματος. Για το νευρωτικοποιημένο άτομο το ερώτημα: «Τι θέλει από εμένα ο Αλλος;», αποτελεί την έναρξη του προσωπικού ταξιδιού όπου σαν άλλος Θησέας ξετυλίγει το νήμα της Ανάλυσής του για να βρει την έξοδο στο λαβύρινθο της νεύρωσής του.
Στο ταξίδι αυτό, όπου η φαντασίωση περιπλέκεται με την πραγματικότητα και χάνει τα όριά της, η σαγήνη σαν άλλη σειρήνα παραμονεύει και κάνει αισθητή την παρουσία της. Αυτή τη φορά όμως, ο Οδυσσέας της Ανάλυσης δε δένει τα χέρια και τα πόδια ούτε σφραγίζει τα αυτιά του αλλά “βλέπει” και “ακούει” βαθιά μέσα του.
Ακούει όλο το φόβο και το δέος του μικρού σαγηνευμένου παιδιού, που έχει μέσα του αλλά απ’ τη θέση του ενηλίκου πια επαναπροσεγγίζει και διεργάζεται τα βιώματά του.
*ψυχόλογος ψυχαναλυτικής κατευθύνσης