Πήρα μια σακούλα από το super market προς 0,4 λεπτά.
Λέω θα κάνω εισπνοές – εκπνοές να ηρεμήσω. Πάει καλά!
Μπαίνω σε έναν κινηματογράφο με πιάνει το στρες το καψερό, δώστου να εισπνέω να εκπνέω μέσα στη σακούλα. Πλάνταξα. Παρολίγο να με πιάσει ο ύπνος όταν ζητούσε την πρωταγωνίστρια σε γάμο, ένας γιάπις.
Φεύγω πάω σπίτι βάζω τη σακούλα δίπλα μου, ανάβουν τα αίματα, σηκώνομαι τη διπλώνω, την κοζάρω, τη βάζω στο συρτάρι για τις δύσκολες μέρες. 0,4×150 πόσο κάνει; Ποιος λογαριάζει τώρα…
Πάλι με έπιασε άγχος. Βάζω προβατάκια στο tablet, ραντίζω το κακό άγαλμα με τα μάτια κλειστά, τρώω ξερό απήγανο. Πήγα να γκρουφτώ. “Φτου μου, να μην αβασκαθώ”.
Βάζω θάλασσες με κυματάκια παφλαστικά, σηκώνομαι ανοίγω το συρτάρι και καμαρώνω τη διπλωμένη σακούλα.
Αχ και βαχ… πώς περνάνε οι καλόγεροι στο Θιβέτ;