Ήταν δεκαοχτώ Μαρτιού η μέρα κείνη κι όλο το Γένος μ’ ιερό παλμό θα τη θυμάται πάντα…
Στο μεσόστρατο του Μάρτη, από τις 15 έως τις 18, στο αγνάντεμα του λιμανιού της Σούδας η σκέψη αλαργεύει στα 1453 και ξεπεζεύει στην αναχώρηση των πέντε κρητικών καραβιών που κίνησαν αρματωμένα με 1500 Κρήτες εθελοντές για την υπεράσπιση της Βασιλεύουσας, στο άκουσμα της επικείμενης πολιορκίας της από τους Τούρκους. Οι Κρήτες αυτοί , ως γνωστό, έμελλε να είναι είναι οι τελευταίοι σθεναροί υπερασπιστές της Πόλης κατά την Άλωση αυτής, στις 29 Μαΐου 1453.
Εδώ, λοιπόν στο λιμάνι της Σούδας που ορίστηκε ως σημείο αναχώρησης για την Πόλη εκείνο το τριήμερο, χτύπησε δυνατά η καρδιά της Κρήτης καθιστώντας το για μια ακόμη φορά σημείο αναφοράς στην ζωή της Κρητικών.
ΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΟΥΣΜΑ ΤΟΥ ΘΛΙΒΕΡΟΥ ΜΑΝΤΑΤΟΥ
Εικόνες από τούτο τον ξεχωριστό απόπλου που περιγράφουν το κλίμα των ημερών εκείνων, αποτυπώνονται με μοναδική ζωντάνια και παραστατικότητα από τον Ιωάννη Κόντο στο βιβλίο του «ΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΣΤΑ 1453-ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΗΡΩΕΣ»
Αφορμή και έμπνευση για τον Ιωάννη Κόντο να γράψει αυτό το πολύστιχο “ επικόν ιστορικό ποίημα”, όπως ο ίδιος το αποκαλεί, στάθηκε ένα χειρόγραφο του 1460 που ανακάλυψε τυχαία την ύπαρξη του στη μονή Βατοπεδίου στο Άγιο όρος.
Τούτο το πολύτιμο πόνημα, από το οποίο άντλησε το πρωτογενές υλικό του, γράφτηκε δια χειρός του μοναχού Καλλινίκου από την Ανώπολη Σφακίων, σύμφωνα με τις διηγήσεις και τις υποδείξεις του Πέτρου Κάρχα ή του Γραμματικού που βαριά λαβωμένος και ανήμπορος πια, του ανέθεσε την ευθύνη της γραφής της βιωματικής του εμπειρίας, ως ένας από τους επιζώντες κρητικούς πολεμιστές που έλαβαν μέρος στην υπεράσπιση της πόλης.
Το θλιβερό μαντάτο για την επικείμενη Άλωση της πόλης το έστειλε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 11ος , Δραγάσης Παλαιολόγος , στο Λουτρό των Σφακίων στις 15 Μαρτίου 1453 με μαντατοφόρο το Βενετσιάνο πλοίαρχο Αρμάντο, συγγενή του άρχοντα της Βενετίας, ζητώντας το γρηγορότερο απελπισμένος τη βοήθεια των Κρητικών. Παραλήπτης του χρυσόβουλου ήταν ο παλιός Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης, Αρχηγός των Σφακίων και Άρχοντας του Σελίνου.
Ο ογδοντάχρονος τότε Μανούσος με το “γιγάντιο το κορμί και την Ολύμπια όψη” αμέσως συγκέντρωσε τους Κρητικούς πολεμιστές και με λόγια φλογερά τους μίλησε για το χρέος προς την πατρίδα που τους καλεί.
Και λέει στους άντρες, που εγνοιαστοί στα μάτια τον θωρούνε:
-«Λοιπόν τροχίστε τα σπαθιά! Ακονίστε τα μαχαίρια!
Φορέστε τις αρματωσιές!Πάρτε ψωμί στις βούργες
και κατεβείτε στο γιαλό και λύστε τα καράβια!
Και ούθε περάστε από χωριά και πολιτείες, πέστε
πως για την πόλη το ταχύ πρέπει να ετοιμαστούνε
καθώς προστάζει ο βασιλιάς ο ίδιος στη γραφή του!
Και πως στη Σούδα ο κάθε εις θα πάει να περιμένη
γιατί της Κρήτης τα παιδιά από κει θα ξεκινήσουν…».
ΤΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ
Και εκείνοι παρευθύς ανταποκρίθηκαν με προθυμία και ζέση ψυχής σε τούτο το κάλεσμα και μονομιάς επάνδρωσαν, ένας προς ένα, διαλεχτοί τα τρία ιδιόκτητα καράβια του.
Από την πλευρά του Κάστρου τους άντρες τους ξεδιάλεξαν με την άδεια του Δούκα της βενετοκρατούμενης τότε Κρήτης, αφήνοντας πολλούς παραπονούμενους, ο καπετάν Καματερός και ο σεβαστός αρχοντορωμαίος Θεόδωρος Χορτάτσης. Ήταν οι άνδρες τόσοι, όσοι χωρούσαν στα δυο καράβια που ναυλώθηκαν για τον ιερό σκοπό.
Κίνησαν αμέσως και τούτοι για το λιμάνι της Σούδας όπου επρόκειτο να συναντήσουν και τους υπόλοιπους, παίρνοντας μαζί τους φυλακτό τις εγκάρδιες ευχές ολόκληρου του Κάστρου που βρέθηκε εκεί για να τους ξεπροβοδίσει.
Τούτα τα δυο καράβια που έφτασαν πιο γρήγορα από τους γοργόφτερους γλάρους στο λιμάνι της Σούδας υποδέχτηκαν με περίσσια συγκίνηση και άκρατο ενθουσιασμό τα σφακιανά καράβια, που ήταν ήδη εκεί, σε ένα σμίξιμο καρδιάς.
Ένα σμίξιμο των Κρητικών γεμάτο προσδοκίες, δάκρυα, φωνές ενθουσιασμού και αυτοπεποίθηση που προβάλλει την αξία της ομοψυχίας και του συγκρητισμού, καθώς καλά γνωρίζουν οι συμμετέχοντες σε αυτό ότι οι Κρητικοί ενωμένοι μεγαλουργούν.
Πιστοί στο χρέος προς την πατρίδα οι Κρήτες συγκινούνται με τη σκέψη ότι θα υπερασπισθούν τη Βασιλεύουσα και μεθούν από ενθουσιασμό και ξέχειλη υπερηφάνεια για τον ιερό σκοπό.
Αυτό το κλίμα, λοιπόν, αποτυπώνει με περίσσια γλαφυρότητα ο Ιωάννης Κόντος με την ποιητική του γραφίδα.
Σας αφήνω να απολαύσετε τη δροσιά αυτής της έμμετρης αφήγησης του δημιουργού την ώρα που τα λάβαρα σηκώνονται στα κατάρτια των πλοίων και οι καρδιές σκιρτούν από συγκίνηση… με τη σκέψη ότι αξίζει τον κόπο!
Δρόμωνες τρεις των Σφακιανών, ώρες δυο πριν φτασμένοι, /
με χίλιους άντρες, πούναι ο ανθός, σε αντρειά και κάλλος,
της Κρήτης μας της δυτικής και της Ελλάδας όλης,
ποδέχονται τους Καστρινούς και τους καλωσορίζουν,
λάβαρα, τα Βυζαντινά, σηκώνοντας στην πλώρη…
Στον όμορφο χαιρετισμό τα καστρινά καράβια
δίνουν απάντηση για μιας υψώνοντας και τούτα
τα φλάμμουλά τους, τα χρυσά, που χρόνια οι Χορτατσαίοι
τα κρύβουν μέσ στ’ αρχοντικό, σαν λείψανα αγιασμένα.
……………………………………………………………………………
Την ώρα κείνη μια φωνή απ’ τα καράβια βγαίνει,
τα σφακιανά, που σαν βροντή τη Σούδα όλη τραντάζει,
λέγοντας:- « Γεια σας, Καστρινοί! Γεια σας παιδιά του Κάστρου!»
Κι αυτή η φωνή είναι των Σφακιών, Κισσάμου και Σελίνου,
Αποκορώνου κι Αμαριού, Ρεθύμνου, Κυδωνίας,
που τσ’ άλλους Κρήτες χαιρετά και τους καλωσορίζει …
Και τα παιδιά της Μεσαράς, του Χάντακα, της Ίδας,
Μαλεβυζιού, Μονοφατσιού, Τεμένους και της Δίχτης.
στην βροντερή τούτη λαλιά μ’ όμοια λαλιά απαντούνε,/
που σείνεται άλλη μια φορά της Σούδας το λιμάνι.
Κι ό,τι καθένας τους κρατά -πανί- το σει μαντήλι
και συναλλήλους τους θερμής αγάπης λόγια λένε…
Είναι στενός ο αδελφωμός , που στα παιδιά της Κρήτης
το σμίξιμο των καραβιών γεννά την ώρα τούτη…
Είναι μάλιστα τόση η επιθυμία τους να αγκαλιαστούν που δεν θα δίσταζαν να πέσουν στο νερό και να έλθουν γρηγορότερα ο ένας κοντά στον άλλο…ωστόσο πιστοί στο ησυχαστήριο σάλπισμα του αρχηγού παραμένουν στα πλοία τους.
Άντρες πολλοί κι από τη μια κι από την άλλη μπάντα
θέλουν να πέσουν στο νερό, κολυμπητοί να σμίξουν
και μέσα εκεί να γνωριστούν κι αδελφωχτοί να γίνουν…
Κι αυτό θα τόκαναν κι ομπρός στον φόβο να βραχούνε
και στη μεγάλη παγωνιά που η θάλασσα έχει ακόμα,
αν ο Μανούσος ο Αρχηγός από τη στρατηγίδα
ησυχαστήριο αυστηρό δεν διέταζε αμέσως…
Η ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ…
Στο μεταξύ, ενώ περιμένουν να κοπάσει ο βοριάς που φυσούσε εκείνη την ώρα για να ξεκινήσουν, από τη στρατηγίδα του αρχηγού Μανούσου Καλλικράτη οι καπετάνιοι οργανώνουν το σχέδιο του απόπλου και στη συνέχεια μεταφέρουν οδηγίες και πύρινα λόγια ενθάρρυνσης στα πληρώματα των πλοίων. Εκτελούν και τις τελευταίες εργασίες και όλα είναι έτοιμα για την αναχώρηση. Η Βασιλεύουσα τους περιμένει!
Όλα είναι έτοιμα και μοναχά το σήμαντρο απομένει
το σήμαντρο που θε να πη:« Σαλπάρετε! Ήρθε η ώρα!»
Πηγή:
ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΚΟΝΤΟΣ, ΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΣΤΑ 1453- “ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΗΡΩΕΣ”, ΕΠΙΚΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΟΙΗΜΑ, ΤΟΜΟΣ Α, ΑΘΗΝΑΙ 1960
*Η Μαρία Μαράκη είναι φιλόλογος, ΜΔΕ στην Εκπαίδευση Ενηλίκων