Βγήκα από την πόλη, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού, για μια μοναχική συνάντηση με το πλοίο που περίμενα, δίχως να ξέρω πότε θα ‘ρθει.
Έφτασα ως την παλιά αποβάθρα, μια κατασκευή ανεξήγητη, μιας και η πόλη με το λιμάνι της βρίσκονταν πάντα στην ίδια θέση, ένα τέταρτο της λεύγας πιο πάνω στο ποτάμι.
Ανάμεσα στους ξύλινους πασσάλους της, λωρίδες ποταμίσιου νερού στροβιλίζονταν ορμητικά.
Το 1956, ο τριαντατετράχρονος τότε Αντόνιο Ντι Μπενεντέττο θα ζητήσει και θα λάβει άδεια από την εφημερίδα στην οποία δούλευε, θα απομονωθεί σε ένα άδειο σπίτι και μέσα σε δεκαοκτώ μέρες θα γράψει το Σάμα.
Το βιβλίο αφιερώνεται από τον συγγραφέα στα θύματα της προσμονής. Θύμα της προσμονής είναι άλλωστε και ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο δον Ντιέγο ντε Σάμα, αξιωματούχος του ισπανικού στέμματος, ο οποίος έχει μετατεθεί εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του, υποβαθμιζόμενος από διοικητής περιφέρειας σε νομικό σύμβουλο, σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται αλλά μοιάζει να είναι η Ασουνσιόν της Παραγουάης. Εκεί, μακριά από ό,τι γνωστό για τον ίδιο έως τότε, μακριά από την οικογένειά του, δεν του απομένει άλλο παρά να προσμένει. Την πολυπόθητη μετάθεση, ένα γράμμα από τη γυναίκα του, Μάρτα, τον μισθό του, που όλο καθυστερεί, μία ερωτική περιπέτεια. Δρα ελάχιστα αφήνοντας τις ελπίδες του για ένα καλύτερο αύριο στην τύχη ή στη μεγαλοθυμία κάποιου διοικητικά ανωτέρου. Ο Σάμα ζει διαρκώς στο μέλλον.
Ο Μπενεντέτο, αν και φλερτάρει έντονα με το ιστορικό μυθιστόρημα, δεν γράφει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με τα τυπικά χαρακτηριστικά του είδους. Το Σάμα εκτυλίσσεται στα τέλη του 18ου αιώνα, σε μία περίοδο καθοριστική για την πολιτική και κοινωνική διαμόρφωση των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Καχύποπτος απέναντι σε ένα περιβάλλον εχθρικό, ο Σάμα αφήνεται να παρασυρθεί από την εκεί καθημερινότητα, η οποία αργά και σταθερά τον απομακρύνει από τις άλλοτε σταθερές της ζωής του και τον απομονώνει σε μία αχανή αίθουσα αναμονής. Η ανάμνηση της προσμονής ολοένα και ξεθωριάζει.
Ο αναγνώστης αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον θυμό και τον οίκτο, καθώς η εικόνα τού παραιτημένου από τη δράση Σάμα αναδίδει κάτι γνώριμο, κάτι οικείο, κάτι όμως αποκρουστικό για τον παρατηρητή, μια άρνηση -τι σχέση μπορεί να έχω εγώ με μια τέτοια αντίδραση;-, μια αντίδραση δακτυλοδειξίας -μα κάνε επιτέλους κάτι, δράσε!-, μια αντίδραση μοιρολατρική -τι μπορεί να κάνει κάποιος όταν η ζωή τού τα φέρνει έτσι;
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τόσο ταιριαστή, δίνει έναν ρυθμό πυρετικό στο σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα, το οποίο, εξαιτίας της μετάφρασής του στα αγγλικά, έφερε ξανά στην επιφάνεια το έργο του Μπενεντέτο, ενός συγγραφέα που γνώρισε την αποδοχή των ομοτεχνών του, αν και έζησε μακριά από τα λογοτεχνικά κέντρα.