Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Σαν Διήγημα: Λαγούς µε πετραχίλια…

Μιά ντουζίνα ανακάτερα κοπέλια είχανε κανωµένα ο Νούφρης µε την Αντωνιά τόνα πίσω τ’αλλουνού γερά κι αψεγάδιαστα κι απάνω στα καλάντονε ήτονε. Οι άντρες, νιοί και λιγερόκορµοι, εσιούντανε η γης απ’ όπου επαιρνούσανε. Οι κοπελοπούλες επαρακατσεύανε τη περασιάντονε κι εκάνανε πως των απαντήχνανε στην τύχη για να τσι δούνε να τσι καµαρώσουνε κάνοντας και όνειρα…

Οι δε αδερφάδες ντονε, σαν τσι βιόλες ελουλουδίζανε, οντέν’ εµπαινοβγαίνανε κι ενοικοκερεύανε το κάθε πράµα πια καλιά κι απού τη µάναντονε. Σε τούτηνά τη σπιθιά ούλοι, οι υποψήφιοι γαµπροί µε τσι νυφάδες, εθέλανε να τριπώξουνε. ∆εν ήτονε µόνο για τα νιάτα µε τσ’ οµορφιές απούχανε. Οι άντρες ήτονε εργατικοί και νυκοκερεµαίνοι. Εδουλεύανε απού ήλιο σ’ήλιο στη κάθε δουλειά απούχε σειρά. Τα πιθάρια µε τσι µαγατζέδες ήτονε ωσάν το ρόγδι, γεµάτοι απ’ ούλα τα γεννήµατα.
Κουράδια µε πρόβατα και αίγες, αγελάδες, όρθες µε πετεινούς, κουνέλια, µε µελισσόκηπους, ξίδια  και λάδια, κρασιά µε τσικουδιές, στάρια και κηπικά αθιούσανε και δένανε στα µετόχιαντονε τα ελέη του  Θεού.
Μόνο λαγούς µε πετραχίλια δεν είχανε ακόµης αποχτήσει µ’ ετσά λογιός που ελαλούσανε…

Με το γάλα απ’ τα οζά και τσ’ αίγες εγεµίζανε τα κατώγια, τσι σπήλιους και τσι τρύπες, µε τυριά και ζηλοκούµπια, µηζήθρες κι αθοτύρους. Απ’ αλάργο  οι µυρωδιές απ’ τα κατώγιαντονε ελιγοµαριάζανε κι εκουζουλαίνανε όσους είχα περάσουνε, απού την όξω µπάντα που τάχανε στερεµένα.

Ούληντου την ευλογία απούχενε ο Θεός είχεντηνε µπεµπάτη, χωρίς να τη τζιγκουνευτεί, στο σπιτικόντονε. Εκαµαρώνανε κι εκορδίζανε οι γοναίοιντονε για ετούτουσάς τσ’ ανεχτίµητους θησαυρούς απούχανε στ’ ανώγια µε τα κατώγια  του σπιθιούντονε, στσι πεζούλες µε τα µουντάνια. Κι απ’ όπου επερνοδιαβαίνανε σαν τσι ροδαρές ούλαντονε εστολίζανε κι εσκοτεινιάζανε και τον ήλιο απού τα νιάτα και τα κάλλη ντονε. Όµως ούλαντονε θηλυκά µ’ ασερνικά είχανε ξεπουλιάσει µαζωµένα. Ετσά που τα θόριε η µάναντονε µε τον αφέντηντονε πως εγαµπρίζανε κιόλας των εσέρνανε τα χαλινάρια µε ζάκα και των εκόβανε τη φόρα µονοµιάς.

Ετούτονά το σωρό του σπιθιού µου απού µούκαµε ο Θεός δεν θα τον αφήσω ν’ ανεµοφαντηστεί και να ριµαχτεί η σπιθιά µου. Επαραµίλιε κάθα λίγο και λιγάκι η µάναντονε, χωρίς να κουράζεται οπούχα βρεθεί και σταθεί. Έπλεγε και κολύµπα σ’ ωκεανούς, επέτα και σ’ ουρανούς ευτυχισµένη για τα πλούτη  που εστοιβιάζουντανε στσ’ οντάδες µε τα κατώγια  κι επειδή δεν εχορούσανε µπλιό, αρχίξανε να τα φυτεύουνε και στσ’ αυλές µε τσι πεζούλες.

Όµως ετούτανά και πολλά άλλα ο σκληρός και ο ανελέητος χρόνος δεν τα σέβεται  και δεν τα λυπάται σε κανένα πλάσµα στη γη. Τα κοπέλιαντονε τάχανε µαθηµένα µ’ ένα τρόπο ζωής που δεν εµπορέσανε ποτέ να ξεφύγουνε απού τα δεσµά των πρέπει των γονιώντονε. ∆εν εξυπνήσανε ποτές απού το λήθαργο και δεν επαραµερίσανε από τη µια γραµµή της ζωής που βαδίζανε. Που όµως πρέπει να γίνεται αλλαγή πορείας από µια ηλικία και µετά.

Εκαµαρώνανε µε τα µάτια τσι κόπουςντονε, τα πλούτη, µετά µετόχια και τα κουράδια, τσι παράδες, µε τα κονάκια, τσι µαγατσέδες και τσι λίρες.
Σιγά -σιγά-χρόνο µε το χρόνο, ενιώθανε όµως πως η καρδιά µε τη ψυχήντονε άδειαζε απού τα συναισθήµατα χαράς και ικανοποίησης που είχανε.Οι πονηροί που πάντα παραφυλάνε ευκαιρίες αρχίξανε να τους ψυχολογούνε και να τους πλαγιάζουνε διπλωµατικά µε απώτερους σκοπούς, εκµεταλλευόµενοι τσι αδυναµίες που τους προέκυπταν.
Στσι θησαυρούς πούχανε σωριασµένους σε µαγαντσέδες, σε σπήλιους, σε τρύπες και τσι φυτεµένους στο χώµα, δεν εδίνανε µπλιό σηµασία. Άς τσι φάνε καλιά οι ποντικοί µε τ’ άλλα µιαρά παρά να τσι φάνε οι κλερονόµοι, επαραµιλούσανε µε παράπονο και για τα λάθη τσι ζωής ντονε που δεν είχανε διορθωµό.

Στσι ατέλειωτες παγωµένες νύχτες του χειµώνα των εκάνανε συντροφιά  οι φλόγες τσι φωθιάς ετσά λογιός που επαιγνιδίζανε οντέν’ επυρώνουντανε µε τσι χάρτινους παράδες στη καµνάδα…
Χωρίς να υπερβάλλω, άνθρωποι υπεράνω κάθε υποψίας, κατάφεραν απού τη µιά µέρα στην άλλη ν’ αλλάξουν τη µίζερη ζωή τους, πλησιάζοντας τους…Σε στιγµές αδυναµίας που µοιραία έρχονται στη ζωή…

Τα πρέπει… Η δύναµη του σήµερα και του τώρα επλάνεψε αυτούς τους καλούς ανθρώπους να µη…σκεφτούν ποτέ πως έρχεται και το δύσκολο αύριο για όλους… Χωρίς εξαίρεση και γι’ αυτούς ήρθε ξαφνικά, δίχως να το περιµένουν και τους πέταξε σ’ έναν άλλο κόσµο και σ’ έναν άλλο τρόπο ζωής, αγνώριστο και γεµάτο πόνο και άγχος…
Ένας-ένας µε τα χρόνια και µε µεγάλο παράπονο, αποχαιρετούσε την άστοργη µαταιότητα τούτου του κόσµου, έχοντας συνειδητοποιήσει πολύ αργά πως µόνο το χρυσάφι τσι ψυχής µε τσι καρδιάς παίρνει ο άνθρωπος ταξιδεύοντας για το άλλο ηµισφαίριο ζωής…

* Η Μαρία Γρυφάκη είναι Συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα