Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου, 2025

«Σαν ένα τρένο που δεν σταματάει ποτέ»

ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΔΡΙΚΙΔΗ
» Εκδ. Ραδάμανθυς 2021

Αγαπητέ, φίλε πλέον Δημήτρη,

ξεκίνησα αντίστροφα την ανάγνωση και τη γνωριμία με το έργο σου. Όσο προχωρούσαν οι σελίδες στο διήγημα «ΟΜΟΡΦΗ, ΒΕΛΟΥΔΙΝΗ ΑΝΟΙΞΗ», τόσο καταλάβαινα τον λόγο που η όψη σου παραμένει τόσο νεανική: Δεν άφησες να πεθάνει το παιδί μέσα σου… Μια ιστορία δυο ανθρώπων που η ζωή τούς φέρνει κοντά, πάλι, μετά από χρόνια, τσακισμένους από τα ναυάγια του σύγχρονου τρόπου ζωής. Όχι, η λογοτεχνία σου δεν είναι θρησκευτική, ούτε και ελληνοκεντρική, όλα αυτά αποτελούν τον καμβά μιας βαθειά αθώας – παιδικής αθωότητας που αγωνιά και κραυγάζει, που πετροβολά και διαμαρτύρεται ακατάσχετα μπροστά στο υπαρξιακό αδιέξοδο και το μεταφυσικό πτώμα του σημερινού υλισμού.
Αφού κατανόησα την όψη σου, άρχισα στη συνέχεια, διαβάζοντας, να ενορώμαι και τη βιβλιοθήκη σου: ο μυστικισμός στον Ντοστογιέφσκι και ο αποτροπιασμός του θανάτου στον Σαρτρ. Η Σόνια κι ο Ρασκόλνικωφ είναι η Χρυσούλα και ο Αντώνης. Δεν μου προκάλεσε έκπληξη η αναφορά σου στο «ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ» στο πιο κομβικό σημείο του διηγήματος.

Πώς γίνεται να πηγάζει τόση αισιοδοξία μέσα από μια τόσο θανατερή ατμόσφαιρα; Ο συγγραφέας μας δίνει ξεκάθαρη απάντηση: «Μέσα από την πίστη στον Θεό, μέσα από την πίστη στον άνθρωπο. Δεν πληρώνουμε για τα λάθη και τις υπερβάσεις μας. Πληρώνουμε για να γίνουμε σοφοί, η σοφία έχει πόνο. Η απελπισία δεν αρμόζει στην ανθρώπινη φύση, γιατί η ανθρώπινη φύση είναι ταπεινή και γι’ αυτό θεϊκή…»

Για τους κακοπροαίρετους, στο διήγημα υπάρχουν λάθη, κοινοτυπίες, περιττολογία. Ένα έχω να πω: Η πλούσια χανιώτικη γραμματεία κέρδισε με το βιβλίο αυτό έναν άξιο, ανόθευτο, καθαρό και ξάστερο δημιουργό, τον Δημήτρη Ανδρικίδη.

Κυρίες και κύριοι. Μακάρι αυτό το βιβλίο να αποτελέσει την απαρχή για μια ακόμη λογοτεχνική σχολή πόλης σαν του Σκαρίμπα στη Χαλκίδα και του Πεντζίκη στη Θεσσαλονίκη. Η χανιώτικη γλώσσα, που βάζει π.χ. γενική στα υποκοριστικά («κοριτσακιού»), στέκεται μακριά, τόσο από μουσειακές αποτυπώσεις της κρητικής διαλέκτου, όσο και από άχρωμες αθηνοκεντρικές προσεγγίσεις… Ο λόγος ως έλλογη πράξη δεν χρήζει ακαδημαϊκού τύπου γλωσσικές εξομαλύνσεις. Συνιστά γραφή «επιφωνηματική», λόγο γωνιώδη, που αν λειανθεί θα χάσει το μήνυμα και την αυθεντικότητά του…

Κι ενώ στην «ΟΜΟΡΦΗ, ΒΕΛΟΥΔΙΝΗ ΑΝΟΙΞΗ» δεν υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί, στις «ΓΥΑΛΙΝΕΣ, ΞΕΝΟΜΠΑΤΙΚΕΣ ΦΩΛΙΕΣ» γίνεται σαφής η διάκριση. Κοινό σημείο των δύο διηγημάτων, η ανθρωπιά. Η ανθρωπιά ως πράξη, ως προσφορά στον χειμαζόμενο συνάνθρωπο. Και τα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας: η οικονομική κρίση, το μεταναστευτικό… Το διήγημα προβάλλει κι άλλες αξίες: Το ζευγάρι είναι αγαπημένο, γι’αυτό και ανθρωπισμός του πηγάζει αδιαμφισβήτητος… Οι ήρωες και οι αντιήρωες των καιρών μας φέρουν πάνω τους τη σφραγίδα μιας αγγελικής εξιδανίκευσης οι πρώτοι, τη σφραγίδα τους τέρατος της αποκάλυψης οι δεύτεροι.

Και στα δύο διηγήματα το φόντο είναι τα Χανιά. Ο συγγραφέας περιγράφει τα τοπόσημα της πόλης εν είδει Ηροδότειων ευχάριστων παρεκβάσεων, όχι όμως μακρηγορώντας όπως ο αρχαίος ιστορικός. Αμφότερα τα διηγήματα εμπεριέχουν ηθική και όχι ηθικολογία. Η ανυστερόβουλη προσφορά από μόνη της αρκεί για να κάνει ευτυχισμένο εκείνον που την κάνει!

Η ενασχόληση του συγγραφέα με το λαβυρινθώδες παρόν ολοκληρώνεται στο διήγημα «Ο ΡΥΤΙΔΙΑΣΜΕΝΟΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ». Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τα τρία αυτά διηγήματα ως την «τριλογία του σήμερα». Μόνο που στο τρίτο κείμενο το σκηνικό μεταφέρεται στην πολύβουη Αθήνα. Ο συγγραφέας βιώνει ο ίδιος τους δυο ηλικιωμένους ήρωές του, χάνεται μέσα στις σκέψεις τους και στις συντριβές τους, θυμίζοντάς μας, άθελά του, την Ευαγγελική Περικοπή του Τελώνου: «Θεέ μου, μόνο Εσύ ξέρεις την αλήθεια…

Ειλικρινά, Μεγαλοδύναμε, δεν ξέρω αν ήταν μια μικρή φωτιά… Άραγε Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΖΕΙ ΑΚΟΜΗ;»… Στη σύγχρονη Αθήνα ο συγγραφέας μου φαίνεται πως επαναφέρει την ασκητική μορφή του γερο-Παπαδιαμάντη˙ σαν εικόνα αυτό μας υποδεικνύει, πως οι μεγάλες απαντήσεις δεν βρίσκονται στην εδώ ζωή!

Η αγωνιώδης αναζήτηση αξιών από τον Δημήτρη, μοιραία τον οδηγεί στο παρελθόν. Το ταραγμένο για τα Χανιά 1897 γίνεται το φόντο για την ιστορική μυθοπλασία του Καγιαλέ «ΤΣΙΚΙ ΝΤΑΝ – ΜΠΟΜΠΑ ΝΤΑΝ». Στο τέταρτο -με τη σειρά που τα διάβασα- διήγημα, παντρεύονται το παρόν με το παρελθόν τα εθνικά ιδεώδη με την έντονη θρησκευτικότητα. Ο Ανδρικίδης, εδώ, ψυχογραφεί την ιστορία και ιστοριογραφεί τη δική του ψυχή…

Πρόκειται για πιο σύνθετο διήγημα, καθώς κινείται σε τρία χρονικά επίπεδα. Πρώτον, τη σύγχρονη κατάσταση του χώρου όπου έλαβαν χώρα πριν από 124 χρόνια τα γεγονότα του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, δεύτερον το υπαρκτό περιστατικό με τον σπασμένο ιστό της Ελληνικής Σημαίας και την ηρωική «πρόσδεση» σε αυτήν του Σπύρου Καγιαλέ και, τρίτον, το μυθιστορηματικό συμβάν από τα παιδικά χρόνια του ήρωα με την εικόνα της Αγίας Φωτεινής. Ο λόγος και σε αυτό το διήγημα ρέει χειμαρρώδης, με έντονη προφορικότητα και διανοητική έξαψη. Ενώ η πολυεπίπεδη αφήγηση κανονικά απαιτεί προσχεδιασμό και εκλογίκευση, για τον συγγραφέα όλα μοιάζουν εύκολα, σαν να υπήρχαν κάπου εντός του έτοιμα, απλά ξεκουμπώνει το πουκάμισό του στο μέρος της καρδιάς και τα αφήνει να κατακλύσουν τα μάτια και τον νου του αναγνώστη.

Ο καημός του Ανδρικίδη φαίνεται να είναι το να μην ξεχάσει η νεολαία μας τα πρότυπα των ηρώων. Θεωρεί ότι τα νέα παιδιά ενδιαφέρονται, αλλά ότι τους λείπει η πνευματική καθοδήγηση, όχι χειραγώγηση, καθοδήγηση…

Αναφέρθηκα σε ιστορικό ψυχογράφημα: Μέσα από την πάλη καλού και κακού, Χριστού και Διαβόλου, πάλη που διαπνέει όλο το βιβλίο, ο συγγραφέας προβληματίζεται με την έννοια του απόλυτου και καταλήγει να υποστηρίζει ότι η απόλυτη ευτυχία υπάρχει και είναι αυτή που ένοιωσε ο Καγιαλές τη στιγμή ακριβώς που γινόταν ένα με τη σημαία, ενώ γύρω οι οβίδες σκορπούσαν τον θάνατο! Αλήθεια, κάτι ανάλογο δεν πιστεύει και ο Θουκυδίδης στον «ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΝ», όταν αναφέρεται στην απόλυτα ένδοξη στιγμή του θανάτου των υπέρ της πατρίδος πεσόντων;

Ο συγγραφέας είναι ιδεαλιστής. Δεν εξιδανικεύει μόνο τον κεντρικό ήρωα, πλάθει και τα περιφερειακά πρόσωπα του σήμερα έτσι όπως θα ήθελε να είναι το σήμερα και, με αυτόν του τον «ιδανισμό» μας γεμίζει ελπίδα και αισιοδοξία πως υπάρχουν ακόμα νέοι που στην καφετέρια συζητάνε και για άλλα θέματα, ιστορικά, πνευματικά, εθνικά, θρησκευτικά… Νέοι οι οποίοι πηγαίνουν στις βιβλιοθήκες, στα αρχεία, στους χώρους έρευνας και πνευματικής ενατένισης. Αλλά σαν νέοι χρειάζονται κάποιον φίλο και κάτι αξιοπερίεργο να τους «τσιγκλίσει», σαν τον τίτλο «ΤΣΙΚΙ ΝΤΑΝ – ΜΠΟΜΠΑ ΝΤΑΝ» που επιλέγει ο Ανδρικίδης για την ιστορία του Καγιαλέ και που τελικά αποδεικνύεται ότι ήταν το παρατσούκλι του ήρωα…

Η εντρύφηση στο βιβλίο του Δημήτρη ολοκληρώνεται με το αφήγημα «Ο ΕΚ ΤΗΣ ΑΝΩΠΟΛΕΩΣ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΣ». Σε αυτό το επίσης εθνεγερτικό κείμενο ανατέμνεται η προσωπικότητα του Δασκαλογιάννη, όπως αυτή συνδιαλέγεται με μέλη της οικογένειάς του, αλλά και σε μια μορφή εσωτερικού διαλόγου, διαλεκτικής με τον εαυτό του. Το περιστατικό συμβαίνει εν πλω, λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1770 και ο ήρωας, με άκρα μυστικότητα, ανακοινώνει στα πέντε μέλη της οικογένειάς του την απόφασή να αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα ρωσικό σχέδιο ρήξης του υπόδουλου ελληνισμού με την Οθωμανική Αυτοκρατορία…

Ένας παντογνώστης αόρατος αφηγητής και σχολιαστής – η ομιλούσα ψυχή του συγγραφέα, καταφέρνει και τρυπώνει στις μύχιες σκέψεις του «εξ Ανωπόλεως Λεοντόκαρδου» εξορύττοντας από νοητικόν και το θυμοειδές του ήρωα όλο το εθνικό και χριστιανικό χρυσάφι, αφήνοντάς το, όμως, ακατέργαστο, ανακατωμένο με το μίσος και την οργή απέναντι στην αδικία και τη σκλαβιά…

Για τον Δασκαλογιάννη δεν υφίσταται το δίλλημα «πατρίδα ή οικογένεια». Η οικογένεια πρέπει να λάβει γνώση για τα σχεδιαζόμενα, έτσι ώστε να είναι προετοιμασμένη για το καλύτερο, αλλά και για το χειρότερο. Στο κείμενο υπάρχουν δυο προφητείες, αυτή του Δασκαλογιάννη που οραματίζεται το αυτεξούσιο ελληνικό έθνος και η προφητεία της γυναίκας του που βλέπει δεινά, καταστροφές θάνατο. Με το ευφυές αυτό λογοτεχνικό εύρημα ο συγγραφέας έρχεται να μας υπενθυμίσει πως και οι δύο προφητείες τελικά εκπληρώθηκαν…

Κυρίαρχο στοιχείο – στοιχειό σε όλο το έργο του Ανδρικίδη είναι η Μοίρα. Έτσι κι εδώ, στον «εκ Σφακίων Λεοντόκαρδο» η Μοίρα παρουσιάζεται απρόβλεπτη και γι’ αυτόν το λόγο τρελή κι αλλοπρόσαλλη. Ο ήρωας το γνωρίζει αυτό καλά, παρ’ όλα αυτά είναι αποφασισμένος να αναμετρηθεί μαζί της για έναν υψηλό σκοπό: την ελευθερία.

Ο Δασκαλογιάννης παρουσιάζεται από τον συγγραφέα ως να ήταν η πατρίδα η ίδια. Τα μέλη της οικογένειάς του είναι ο άμαχος λαός, αυτός που αν το κίνημα αποτύχει, θα υποφέρει τα πάνδεινα και γι’ αυτό φοβάται. Ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τους ενδοιασμούς της γυναίκας του, αλλά και με την κοινωνική και οικονομική του θέση. Αυτός, που τα έχει όλα, πλούτο, κύρος, μόρφωση γιατί να τα ρίξει όλα αυτά στη ρουλέτα μιας αβέβαιης ως προς την έκβασή της σύγκρουσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία; -Γιατί το κάλεσμα της Μοίρας είναι πιο δυνατό από τις επιφυλάξεις του οικογενειακού περίγυρου και την αδιαμφισβήτητη αγάπη προς τη σύζυγο και τα παιδιά του. Θεωρεί τις συνθήκες ευνοϊκές, δίνει πίστη στις υποσχέσεις μιας ξένης Δύναμης, της Ρωσίας, μόνο και μόνο επειδή είναι Χριστιανική Ορθόδοξη χώρα…

Το μήνυμα του Ανδρικίδη και σε αυτό το διήγημα είναι σαφές: Καμιά θυσία που γίνεται για υψηλά ιδανικά δεν πηγαίνει ποτέ χαμένη. Η «ατυχής» επανάσταση του 1770 γέννησε το «ευτυχές» 1821… Ο συγγραφέας, και στα πέντε διηγήματα του βιβλίου του έχει αυτήν την απλόχερη σχέση με τον χρόνο, ακόμα και όταν αυτός ο χρόνος υπερβαίνει τα όρια μιας ανθρώπινης ζωής. Τον ενδιαφέρει η σπίθα της στιγμής που γεννά τη φλόγα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και οι ήρωές του νικιούνται για να νικήσουν.

Τα γραπτά του Ανδρικίδη δείχνουν μια εσωτερική, βαθειά σχέση με την ιστορία, όχι μόνο εξαιτίας των πληροφοριών που σε βάθος και πλάτος κατέχει, αλλά επειδή τα σύμβολα – ήρωές του εκτοξεύονται στο μέλλον σε μια ηλιακών διαστάσεων αξιακή πορεία.

Θα ήθελα, κλείνοντας, να επισημάνω μια ακόμα αξία του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα. Ότι τα 5 διηγήματα που περιλαμβάνει ο τόμος μοιάζουν αλλά δεν είναι ασύνδετα μεταξύ τους. Τα συνδέει εσωτερικά και υποδόρια ο ιδεαλισμός και ο αυθορμητισμός του συγγραφέα καθώς και η βαθειά και ανόθευτη πίστη του στον Άνθρωπο με Α κεφαλαίο…

Εκείνος που ’ναι άνθρωπος
με άλφα κεφαλαίο,
κάτω απ’ τα ρούχα έχει ψυχή
και χαρακτήρα ωραίο!

Υ.Γ. Τα παραπάνω αποτελούν τη συμμετοχή μου στην παρουσίαση του βιβλίου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα