Ο αδελφός μου ο Λευτέρης, το φοβόταν το νερό. Ήταν καλό παιδί ο Λευτέρης, ξύπνιο, φιλότιμο, μα αψύς. Μια κουβέντα του ’λεγες, σου γύριζε δέκα.
Οι γέροι μας πεθάνανε νωρίς, μας άφησαν μόνους να τα βγάλουμε πέρα. Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος. Εγώ του στάθηκα και μάνα και πατέρας, μα απ’ το πρωί ως το βράδυ στη δουλειά, διπλοβάρδιες, ο Λευτέρης έμενε πολλές ώρες μονάχος. Στους δρόμους μεγάλωνε.
Συχνά μου ερχόταν δαρμένος, μελανιασμένος.
«Μαζέψου ρε τσόγλανε! Καμιά μέρα θα σε σακατέψουν για τα καλά τα κωλόπαιδα που πας και μπλέκεις!»
Μα ο Λευτέρης δεν χαμπάριαζε από τέτοια. Ούτε άνθρωπο ούτε μπελάδες φοβήθηκε ποτέ. Μονάχα το νερό φοβόταν, τη θάλασσα.
Όταν απολύθηκε από φαντάρος, άρχισε να δουλεύει από δω κι από κει, πουθενά δεν στέριωνε όμως. Δυο τρία μεροκάματα το πολύ έκανε όπου πήγαινε. Μια τον έριχνε το αφεντικό, μια δεν ήτανε του γούστου του η δουλειά, το ένα του ξίνιζε, το άλλο του βρόμαγε… Το ίδιο και οι γυναίκες, τις κράταγε για λίγο, μετά βαριόταν και τις σκόλαγε.
Είδα κι απόειδα, αποφάσισα να του μιλήσω. «Έλα να σε πάρω μαζί στο μηχανουργείο, ο μαστρο – Βασίλης δίνει καλό μεροκάματο» του είπα, μα εκείνος χασκογέλασε.
«Κι ύστερα θα μου βρεις και καμιά καλή κοπέλα να με παντρέψεις;» είπε, μα το μετάνιωσε σαν με είδε να συννεφιάζω. Με πήρε χειραγκαλιά και μου μίλησε με τρυφεράδα.
«Άκου αδερφέ, δεν θέλω να στεναχωριέσαι. Κοίτα εσύ να φτιάξεις τη ζωή σου κι άσε με εμένα… εγώ, αργά ή γρήγορα, θα τη βρω την άκρη μου. Αλλά να, εγώ δεν είμαι σαν τους περισσότερους, που κοιτάνε να βολευτούνε με μια δουλίτσα, με μια γυναικούλα, με παιδάκια, με τέτοια… Τα σκέφτομαι αυτά και ξέρεις τι μου έρχεται στο μυαλό; Ε; ξέρεις; Ο γύφτος που περνάει με την αρκούδα και της έχει περάσει το χαλκά στη μύτη και τη σέρνει απ’ το χαλκά και τη βάζει να κάνει τούμπες και να παρασταίνει πως χτενίζει τα μαλλιά της η Βουγιουκλάκη. Καμιά φορά, εκτός απ’ την αρκούδα, σέρνει και μια μαϊμού μαζί. Βαράει το ντέφι κι η μαϊμού κουνάει τον κώλο της πέρα δώθε και μετά παίρνει το ντέφι και γυρνάει γύρω-γύρω, μαζεύοντας τα ψιλά που πετάνε όσοι σπάνε κέφι με το θέαμα. Πως τα λυπάμαι αυτά τα ζωντανά αδελφέ! Πως τα λυπάμαι… Μου καίγεται η ψυχή σαν τα βλέπω έτσι, με την αλυσίδα, η αρκούδα με τον χαλκά, η μαϊμού με τη λαιμαριά κι ο γύφτος να βαράει το ντέφι, να σπάνε κέφι οι περαστικοί… Καμιά μέρα, μα την Παναγία ρε Σωτήρη, στο σταυρό που σου κάνω, θα πιάσω κανέναν, θα του περάσω μια αλυσίδα και θα βάλω τη μαϊμού και την αρκούδα να τον τραβολογάνε μέχρι να τον ξεμερδίσουνε! Εγώ δεν θ’ αφήσω κανέναν να μου βάλει χαλκά, Σωτηράκη… Κανένα και καμία να με τραβολογάει σαν μαϊμού, σαν αρκούδα! Εμένα «Λευτέρη» με είπανε και λεύτερος θέλω να ζήσω, όσο γίνεται…
«Και τι έχεις σκοπό να κάνεις; Πως θα πορευτείς; Πως θα ζήσεις;»
«Θα μπαρκάρω!»
Έμεινα σέκος!
«Θα μπαρκάρεις; Εσύ; Πως; Αφού… αφού…»
Γέλασε. Τα δόντια του γυάλισαν στο φως, δυνατά και μεγάλα, φέρνοντάς μου στο μυαλό τα δόντια της αρκούδας. Μόνο στα μάτια είχε μια σκοτεινιά, αυτή που παίρνει το νερό σαν βαθαίνει.
«Αφού φοβάμαι το νερό, αυτό δεν θες να πεις; Άκου, αδερφέ, το σκέφτηκα καλά. Το νερό είναι επικίνδυνο, ναι, αλλά είναι κι ελευθερία. Για σκέψου πόσα πράγματα θα δω, πόσους τόπους θα γνωρίσω, τι μέρη παράξενα, τι συνήθειες διαφορετικές, τι γυναίκες… Ω, ρε μάνα μου, γουστάρω αδερφέ, γουστάρω σου λέω, θ’ αλωνίσω όλο τον κόσμο ρε Σώτο, δε θα μείνω να μουχλιάσω σε μια γωνιά, με μια δουλειά και με μια γυναίκα για μια ζωή! Το αδερφάκι σου μεγάλωσε Σωτήρη. Καιρός να ξεπεράσει τους παιδικούς του φόβους μια και καλή και να πιάσει τη ζωή απ’ τα κέρατα».
Αυτά γίνανε στο τέλος του ΄64. Ο Λευτέρης μπάρκαρε μ΄ ένα φορτηγό για Πάναμα. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Μου έστελνε κάνα γράμμα, καμιά κάρτα, μέχρι και δολάρια κάνα δυο φορές. Έκανα το σταυρό μου. « Ρε, λες; Μακάρι, Χριστέ μου, να συμμορφωθεί, να καταλαγιάσει!»
Μπα, φρούδες ελπίδες. Έμπλεξε σε καυγά πάνω στο πλοίο, μια νύχτα μ’ άσχημο καιρό που το καράβι πήγαινε να ξεφορτώσει πορσελάνη στο Κόμπε. Χαρτοπαίζανε μερικοί του πληρώματος κι ανάμεσά τους ο δικός μου. Κάποια παρεξήγηση έγινε πάνω στο παιχνίδι, πιαστήκαν στα χέρια ο Λευτέρης μ’ έναν άλλο , ήρθε το κύμα απ’ τα πλαϊνά και τους κοπάνησε πάνω στην ώρα, πέφτει χάμω ο άλλος με τον Λευτέρη από πάνω του, γύρω-γύρω να σπάνε γυαλιά, ν’ αναποδογυρίζουνε πράγματα, χαμός… Όταν κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους, ο μόνος που δεν σηκώθηκε ήταν αυτός που μάλωνε με τον Λευτέρη.
Εξακολουθούσε να είναι ξαπλωμένος, λίγο πλαγιαστά, μ’ ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί να εξέχει από τον λαιμό του…
Αυτός έμεινε για πάντα εκεί, στη θάλασσα της Γιαπωνίας κι ο Λευτέρης πίσω απ’ τα κάγκελα για φόνο.
Ποτέ δεν πίστεψα πως τον σκότωσε. Ατύχημα ήτανε, η κακιά στιγμή. Μα πως να το πεις αυτό στους δικαστές… Στη χήρα και στο παιδί που έχασε τον πατέρα του τι να εξηγήσεις…
Και τον αδερφό μου τον Λευτέρη, πως να τον παρηγορήσω…
«Μα την Παναγία, Σωτήρη, δεν το έκανα, στον σταυρό που σου κάνω! Μην τους αφήσεις να μου βάλουν αλυσίδες αδερφέ! Σώσε με, Σωτήρη, σώσε με!
Τον πήραν κάτω στην Κρήτη, στην Αγιά. Εγώ έτρεχα με τους δικηγόρους στα Εφετεία και στα τέτοια, μπας κι αλλάξει κάτι. Στο μεταξύ έχουμε φτάσει στα τέλη του ΄66. Με ειδοποιεί ο δικηγόρος ότι ορίστηκε δικάσιμος για το Εφετείο στις αρχές του Δεκέμβρη. Στις 7 Δεκεμβρίου, την επομένη του Αϊ-Νικόλα, ο Λευτέρης μαζί με άλλους κρατούμενους από τις φυλακές Αγιάς, επιβιβάζονται στο πλοίο « ΗΡΑΚΛΕΙΟ», με προορισμό τον Πειραιά. Μέσα στο πλοίο, οι φύλακες-συνοδοί δένουν τους κρατούμενους για ασφάλεια πάνω στις κουκέτες τους.
Μετά…μετά… τι να σου πω για το μετά χωρίς να σπάσει για μια ακόμα φορά σε χίλια κομμάτια η ψυχή μου… Δεν μπορώ ούτε να τα σκέφτομαι , πόσο μάλλον να τα ξεστομίσω…
Μετά ήρθε το νερό και τους πήρε. Εκείνος το φοβόταν το νερό. Ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα του κι ήταν 8 του Δεκέμβρη , το 1966. Άγριος ο καιρός, όπως τότε, στη θάλασσα της Γιαπωνίας. Το κακό έγινε γύρω στις δύο και κάτι, έξω απ’ τη Φαλκονέρα. Μέσα σε λίγα λεπτά, πάει το πλοίο, πάνε οι άνθρωποι, πάει κι ο Λευτέρης, που δεν έζησε λεύτερος ποτέ και που εγώ ο αδερφός του ο Σωτήρης, δεν κατάφερα να τον σώσω τελικά από την κακή του μοίρα. Και ξέρεις, αυτό που με βασανίζει τελικά περισσότερο απ’ όλα, αυτό που με στοιχειώνει εδώ και πενήντα χρόνια κάθε ξημέρωμα στις 8 του Δεκέμβρη κι έρχομαι στο λιμάνι ν’ αφουγκραστώ τους στεναγμούς που στέλνει πάνω το νερό, είναι πως τελικά ο Λευτέρης είναι ακόμα εκεί, αλυσοδεμένος… σαν μαϊμού, σαν αρκούδα…
………………………
Στην Ε2 έχει πέσει μια απόκοσμη σιωπή. Παγωμένος αέρας φέρνει στα πόδια μας παλιόχαρτα και ξερά φύλλα. Ξημερώνει κι η υγρασία μας περονιάζει ως το κόκκαλο, ωστόσο κανένας δεν κάνει κίνηση να φύγει. Ξαφνικά ο άνθρωπος δίπλα μου τραντάζεται κι αρχίζει να τρέμει, βουβοί λυγμοί τον συνταράζουν και κάτι μεγάλα δάκρυα αρχίζουν να σταλάζουν από τα μάτια στ’ αξύριστα μάγουλά του, κι όπως κυλάνε παγωμένα ως κάτω, στα πόδια του, μοιάζουν με χαλάζι που πέφτει ορμητικά και χτυπάει με θόρυβο στο ντόκο σχηματίζοντας στα πόδια μας μικρούς, παγωμένους σωρούς. Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τόσο χοντρό χαλάζι.
*Διήγημα με αφορμή το ναυάγιο του “Ηράκλειο”
Συγκινητικό, ρεαλιστικό, αληθινό, χωρίς φιοριτούρες και μπιρμπιλώματα σε περονιάζει μέχρι κόκκαλο.