Σάββατο 22 Ιουλίου. Ξεφυλλίζω την εφημερίδα μας -μία είναι η εφημερίδα μας- και το μάτι μου πέφτει στην στήλη «σαν σήμερα». Δυο δημοσιεύσεις μου κινούν το ενδιαφέρον.
Α.
Η αρχική με ξαφνιάζει. Γιατί είναι κάτι καινούργιο, που το μαθαίνω τώρα για πρώτη φορά. Γίνονταν τέτοια πράγματα και δεν τα γνωρίζαμε; αναρωτιέμαι προβληματισμένη.
Κι όμως η εφημερίδα γράφει ξεκάθαρα;
1943: Διακόσιες χιλιάδες λαού στην κατεχόμενη Αθήνα πραγματοποιούν μαχητική διαδήλωση εναντίον της απόφασης των Γερμανών να παραχωρήσουν στη Βουλγαρία ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα ως τον Αξιό.
Και ο μεγάλος παντογνώστης, το διαδίκτυο, το επιβεβαιώνει.
Μας πληροφορεί ότι, μεσούσης της κατοχής στις αρχές Ιουλίου του 1943, οι Γερμανοί εξέδωσαν ανακοινωθέν όπου έγραφαν ότι «για στρατιωτικούς λόγους …… θα ανελάμβανον όλην την περιοχή ανατολικά του Αξιού (Μακεδονία και Θράκη) πλην της Θεσσαλονίκης, τα Βουλγαρικά στρατεύματα».
Οι Έλληνες παγώνουν. Είμαστε καταχτημένοι, μα δεν μπορεί να μην αντίδράσωμε σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Από πόρτα σε πόρτα, από στόμα σε στόμα το νέο διαδίδεται και η δράση ετοιμάζεται. Στις 22 του Ιούλη μια μεγαλειώδης διαδήλωση οργανώνεται. Δείτε πώς την περιγράφει ο Ηλίας Βενέζης στο διήγημά του με τίτλο «22 Ιουλίου 1943».
«Μες στην Αθήνα στους μεγάλους δρόμους της, το πλήθος περπατά σιωπηλό και σκυφτό σα να σεργιανά στον ήλιο και στα αγάλματα. Τίποτα δεν προδίνει πως κάτι ετοιμάζεται, πως κάτι θα γίνει. Ωστόσο, η στυφή σιωπή είναι τόση μες στη χαρά του ήλιου που λάμπει, που το μαντεύεις: κάτι είναι σαν ηφαίστειο που άξαφνα θ’ ανάψει.
Κι η σπίθα ανάβει.
Απ’ το λαό που περπατά σαν αμέριμνος, σ’ ένα δοσμένο σύνθημα ξεχύνεται άξαφνα ένα μεγάλο κύμα και τρέχει προς τον ανοιχτό χώρο που είναι μπρος στο Πανεπιστήμιο. Γεμίζει ο τόπος. Ένα κορίτσι, κρατώντας ένα στεφάνι από δάφνη, σκαλώνει στο άγαλμα του Φεραίου και το στεφανώνει. Ο λαός γονατίζει. Και όλα τα πικραμένα στόματα ψέλνουν τον Ύμνο στην Ελευθερία.
Την ίδια στιγμή ακούγονται απ’ την άκρη του δρόμου οι αλυσίδες του γερμανικού τανκ, που κίτρινο σαν το θάνατο, τρέχει προς το μέρος που άναψε η σπίθα. Πριν προφτάξει να ρίξει τη φωτιά του, η διαδήλωση πυκνή τώρα, ολοένα πιο πυκνή, ξεχύνεται σε άλλο δρόμο, στρίβει, ελίσσεται σαν ζωντανό πλάσμα που αμύνεται και παλεύει με σιγουριά και με πίστη……
Αφρισμένο τώρα κατέβαινε την πλατιά λεωφόρο το κύμα και βογκούσε. Σαν αλαφρός ψίθυρος στην αρχή, από λίγα στόματα πρώτα, ύστερα από όλα τα στόματα, άρχισε πάλι να χύνεται το παθητικό τραγούδι της λευτεριάς, ο Ύμνος των Ελλήνων. Στην κορυφή του κύματος μια ασπρογάλανη σημαία ξεδιπλώθηκε τότε. Κυμάτισε στο λίγο αγέρα, ……. Το γερμανικό άρμα φάνηκε στην άκρη του δρόμου απ’ την αντίθετη μεριά που κατέβαινε η διαδήλωση και χύθηκε πάνου στο πλήθος. Το πολυβόλο άρχισε να κροτά. Αλλά το κύμα που κατέβαινε με ορμή δεν ήταν μπορετό να σταματηθεί. Συνέχισε την πορεία. Το πολυβόλο έριχνε τώρα πάνου στα κορμιά. ………………»
Ναι, η διαδήλωση είχε και θύματα. Γιατί οι καταχτητές βέβαια δεν μπορούσαν να ανεχθούν τους απείθαρχους και ανυπάκουους Έλληνες. Στην αρχή αντεπιτέθηκε το ιταλικό ιππικό και μετά τα γερμανικά τεθωρακισμένα. Πρώτο θύμα ένα 18χρονο κορίτσι η Παναγιώτα Σταθοπούλου που όρμισε με την Ελληνική σημαία σε ένα τανκ κι αυτό την συνέθλιψε.
Αυτόπτες μάρτυρες του συλλαλητηρίου περιγράφουν:
Η Μαρία Καρρά: «Εκείνο που ήταν πολύ χαρακτηριστικό ήταν ότι ήμασταν όλοι άοπλοι. Πηγαίναμε να πολεμήσουμε και να διεκδικήσουμε από έναν κατακτητή σιδερόφραχτο, καλοντυμένο, καλοταϊσμένο και φανατικό. Εμείς πηγαίναμε άοπλοι, κουρελιασμένοι, ξεπαπούτσωτοι πολλές φορές, αλλά…πηγαίναμε!»
Και ο Μίνως Σταυρίδης: «Έξι ώρες οι Γερμανοί ούρλιαζαν από λύσσα, γιατί δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι ήταν δυνατόν να κινηθεί ένας τεράστιος όγκος 400 χιλιάδων ανθρώπων με τέτοιο συντονισμό και ακρίβεια. Έξι ώρες, μάτωναν οι δρόμοι της Αθήνας, από το αίμα των καλύτερων παιδιών της».
Έξι ώρες οι δρόμοι της πρωτεύουσας γίνονται πεδίο σφοδρής μάχης. Οι νεκροί ξεπερνούν τους 30 (άλλοι μιλάνε για 100) οι τραυματίες τους 300 (που περιθάλπονται από Έλληνες γιατρούς και φυγαδεύονται αμέσως), ενώ συλλαμβάνονται περί τους 500.
Στο τέλος όμως, ο αγώνας δικαιώνεται. Τόσο πολύ θορυβήθηκαν οι καταχτητές από την μεγάλη και παλαϊκή αυτή εξέγερση που ανέστειλαν την ιδέα της παραχώρησης της Βορείου Ελλάδας στους Βούλγαρους, επ’ αόριστον,
Πηγή εικόνας: tovima.gr | Ιταλοί καραμπινιέροι, έφιπποι, επιτίθενται στους διαδηλωτές, πλατεία Συντάγματος,
22 Ιουλίου 1943.
Πηγή εικόνας: efsyn.gr | Οι διαδηλωτές συγκρούονται με τους Γερμανούς, στη διαδήλωση της 22ης Ιουλίου 1943.
B.
Η δεύτερη ανακοίνωση που διάβασα στην στήλη «σαν σήμερα» μου υπενθυμίζει κάτι που με πονά.
Γράφει η εφημερίδα; 2018: Τυλίγεται στις φλόγες και καταστρέφεται σχεδόν ολοκληρωτικά το κτήριο των Ιταλικών Στρατώνων στην οδό Τζανακάκη, στο κέντρο των Χανίων.
Αντιγράφω από το κείμενό μου εκείνων των ημερών τις σκέψεις που έκανα τότε:
«Την περασμένη Κυριακή το βράδυ, έβλεπα να φλέγεται ένα ιστορικό κτήριο 150 χρονών στο κέντρο της πόλης μας και σκεφτόμουν θλιμμένη, το πώς και το γιατί έγινε. Άκουγα συγχρόνως τους μεγαλοσχήμονες υπεύθυνους να λένε, να λένε…
Να εκφράζουν την λύπη τους να τα ρίχνουν στους πριν, στις συγκυρίες, σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους. Και το κυριότερο να καταλήγουν με περίσσια σπουδή. «Εμείς, πάντως θα το ξαναφτιάξουμε». Τι μας λέτε. Το είχατε το κτίριο. Έτοιμο, φτιαγμένο, στολίδι της πόλης. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν επίβλεψη. Και δεν τα καταφέρατε σ αυτό το απλό πράγμα. Και τώρα θα το ξαναφτιάξετε! Είναι δηλ. πιο εύκολο να το κατασκευάσεις από την αρχή από το να το επιβλέψεις;
Όσο δε για την κουβέντα «ήταν ευθύνη άλλων» με συγχωρείτε, αλλά την βλέπω κούφια κι ανούσια. Η πόλη είναι μία. Αυτή η συγκεκριμένη. Πανέμορφη με ιστορικά μνημεία και κτίρια. Έχουμε υποχρέωση όλοι, από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο να την σεβόμαστε και να την προσέχουμε. ΟΛΟΙ ΜΑΣ. Και οι αρχές αλλά και μείς οι πολίτες. Αυτή είναι άλλωστε και η κληρονομιά μας. Αυτήν που μας παρέδωσαν οι πρόγονοί μας αλλά και αυτή που θα αφήσωμε-αν έχει μείνει τίποτα από τις οικοπεδοποιήσεις και τις πυρκαγιές- στα παιδιά μας.
Την άλλη μέρα μετά τους θρήνους και τους κοπετούς «για το στολίδι των Χανίων που κάηκε» ακούσαμε εξαγγελίες για χρήματα και αναπλάσεις. Όλα, όπως συνήθως, κατόπιν εορτής.»
Τα λόγια αυτά μοιάζουν τωρινά, επίκαιρα και πολύ φρέσκα. Αλλά ξέρετε τι είναι αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο; Ότι σήμερα, πέντε χρόνια μετά, τίποτα δεν έχει αλλάξει από το τότε. Μόλις οι κάμερες έφυγαν, οι ιθύνοντες ασχολήθηκαν με άλλο πιο πιασάρικο θέμα, οι εξαγγελίες έμειναν λόγια του αγέρα, το μνημείο εξακολουθεί να σημαδεύει με τα καμένα του το κέντρο της πόλης και το χειρότερο: ΕΜΕΙΣ οι κάτοικοι και πολίτες που ζούμε στην σκιά του, που έχομε συμφέρον αλλά και καημό για την αναστήλωσή του, φαίνεται να το έχομε ξεχάσει.
22 Ιουλίου 2018. Οι Ιταλικοί στρατώνες
στο κέντρο των Χανίων καίγονται