Ητανε ξαπλωμένη στα ζεστά κάτω απ’ τα ελαφριά παπλώματα, στη βολική, γνωστή της θέση με τα πόδια καλά χωμένα στις πτυχές των σκεπασμάτων και τα χέρια δεμένα στο στήθος…
Κοιμότανε γαλήνια κι… ονειρευότανε.
Ηταν Δεκαπενταύγουστος κι ήταν λέει, σ’ εκείνο το εξοχικό σπίτι της θείας, που φιλόξενα είχε δεχτεί την οικογένεια όλη, άπειρα καλοκαίρια!
Το κτήριο δεν έμοιαζε απόλυτα, ούτε κι οι άνθρωποι, κι οι φωνές ηχούσαν απόμακρες και ξεθωριασμένες, μα έμοιαζαν πολύ με τις γνώριμές της…
Παρούσα η θεία -η πεθαμένη από χρόνια- κι ο πατέρας που έφυγε λίγο μετά απ’ εκείνη κι ο άνδρας της, κι οι άλλοι θείοι με τους δικούς τους, που ’χαν αφήσει τον κόσμο τούτο την προηγούμενη δεκαετία.
Οι παππούδες που είχαν χαθεί πολύ πιο πριν, παρόντες κι αυτοί!
Παραδίπλα όλο χαμόγελο, νιάτα κι ομορφιά οι πάντα νέοι της οικογένειας, που μίσεψαν πριν την ώρα τους…
Μα την αλήθεια ήταν όλοι εκεί! Κι ήταν όμορφα…
Ακουγόταν αστεία, γινόταν συζητήσεις, άλλοτε έτρωγαν παρέα, κι άλλοτε κάποιος πήγαινε στην κάμαρά του να ξεκουραστεί ή έπινε ήσυχα-ήσυχα το καφεδάκι του στην πεζούλα της εισόδου, απολαμβάνοντας το θαλασσινό αεράκι…
Που και που κάποιος πρόβαλε απ’ την πίσω πόρτα της αυλής, φορώντας το μαγιό του, έτοιμος για μια ακόμα βουτιά. Κάποιος άλλος τραβούσε για το γιαλό, φορτωμένος τα σύνεργα της ψαρικής, αποφασισμένος να σηκώσει άγκυρα και να μην γυρίσει, αν δεν τους φέρει το μεγάλο ψάρι. Ή πολλά, μεγάλα ψάρια που θα κοχλάζουν λίγο μετά στο φαρδύ τσικάλι της θείας, για να γευτούν όλοι μαζί άλλη μια θεσπέσια σούπα της στιγμής…
Να τώρα δα έφθασε απ’ το μποστάνι του παππού κι η μεγάλη η καρπούζα, που θα συνοδεύσει όλη αυτή την πανδαισία…
Κι ένα πανέρι γεμάτο σταφύλια, μυρωδάτα απ’ αμπελάκι της συμπεθέρας, που είναι κι αυτή εδώ, σαν τότε που δεν έχανε κανένα συναπάντημα…
Τι ευτυχία!!
Όλοι οι αγαπημένοι ετούτου εδώ του κόσμου -και του άλλου- να τη συντροφεύουν…
Κι αυτή κοιμόταν…
Ήξερε πια πως ήτανε στη δίνη μιας ονειροφαντασίας, η νύχτα έφευγε γοργά, μα τ’ όνειρο μακρόσυρτο κι επίμονο δεν έλεγε να πάρει τέλος.
Όμως τι όμορφη οικογενειακή σύναξη ήταν αυτή σήμερα!
Και τι χαρά όταν ξέρεις ότι μόνο έτσι θα δεις και θ’ ακούσεις ξανά τους αγαπημένους σου ανθρώπους…
Μα κάποια στιγμή που βρέθηκαν καθισμένοι γύρω – γύρω, της ήλθε λέει, μια μεγάλη στεναχώρια, γιατί έπρεπε να διαβάσει για τις… εξετάσεις της!
Κι όλο το έλεγε, δυσανασχετούσε και σα να την πίεζε ένα φριχτό βάρος -τα χέρια της μάλλον θα ήταν που της πλάκωναν το στήθος- ή κάποια έγνοια τωρινή.
«Έχω διάβασμα! Πολύ διάβασμα…», επαναλάμβανε. «Έχω εξετάσεις να δώσω! Να βγάλω την ύλη… Έχω πολλά! Με περιμένουν οι δουλειές μου… Αν μείνω κι άλλο, θ’ αργήσω! Θα καθυστερήσω… Δεν θα προλάβω. Πρέπει να φύγω!» επέμενε αγχωμένη κι όλο ανασηκωνόταν.
Και τότε γυρίζει η θεία, η πολύπειρη -που όταν ζούσε την είχε μάθει τόσα και τόσα- και λέει με το γνωστό της, τ’ άνετο ύφος: «Γιατί αγχώνεσαι τόσο; Όλα θα ταχτοποιηθούν με τον καιρό. Μάθε να μην βιάζεσαι! Και ζήσε τώρα την όμορφη στιγμή, γιατί ίσως να μη τη ξαναζήσεις!»
Αυτά είπε χαμογελώντας…
Την κοίταξαν με νόημα και με μια κάποια θλίψη οι νέοι, κούνησαν συναινετικά το κεφάλι οι γεροντότεροι που ήξεραν περισσότερα, άνοιξε τα μάτια της εκείνη, είχαν όλοι χαθεί, μαζί κι η μαγεία του ονείρου, κι έμεινε μόνο η ρήση να γυροφέρνει στο μυαλό της: «Ζήσε την όμορφη στιγμή, γιατί μπορεί να μη τη ξαναζήσεις!»
Ανασηκώθηκε, είδε τον ήλιο που’ χε ανέβει ψηλά, σκέφτηκε τα μύρια προβλήματα, τις πολλές και ποικίλες υποχρεώσεις της, την μαύρη απογοήτευση που την έδερνε τον τελευταίο καιρό, και σκούπισε ένα δάκρυ…
«Δύσκολοι οι καιροί…» σκέφτηκε. «Χάσαμε ο κουράγιο μας, χάσαμε τον δρόμο μας, μπλεχτήκαμε για τα καλά όλοι! Κι εγώ μαζί! Κι ήλθαν πίσω οι αγαπημένοι μας του τότε, να με παρηγορήσουν και να με συνετίσουν…»
Απ’ το ανέκδοτο βιβλίο της συγγραφέως
«ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΠΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ».