» Layla Martínez
(µτφρ. Ασπασία Καµπύλη, εκδόσεις Carnívora)
«Η εγγονή µου δεν εννοούσε να το καταλάβει. Νόµιζε ότι θα µπορούσε να φύγει µόλις µεγαλώσει, να πάει να σπουδάσει στη Μαδρίτη και να µην ξαναγυρίσει. Στο τέλος, όµως, έµεινε Πού να πάει; Ποιος θα της πλήρωνε τις σπουδές στην πρωτεύουσα; Αυτό µόνο οι µεγαλοπιασµένοι το κάνουν. Κοίταξε µπας και της δώσουν κάποια βοήθεια, σύντοµα όµως το πήρε απόφαση. Εδώ, για να σε βοηθήσουν, πρέπει κάτι να έχει κι εσύ από πριν. Αν δεν έχεις τίποτα, αυτό και θα πάρεις: τίποτα. Γυναίκες σαν κι εµάς δεν µας θέλουν στην πρωτεύουσα για σπουδές, άντε το πολύ για υπηρέτριες, αλλά κι από δαύτες έχουν πολλές πια».
Η Λάιλα Μαρτίνεθ, γεννηµένη το 1987 στη Μαδρίτη, µε σπουδές στις Πολιτικές Επιστήµες και µεταπτυχιακό στη Σεξολογία, είναι ακόµα µια ισπανόφωνη συγγραφέας που οι εκδόσεις Carnívora, πάντοτε µε οξυδέρκεια, εντοπίζουν και συστήνουν στο ελληνικό κοινό, µέσα από τη νουβέλα της Σαράκι. ∆ιάβαζα πρόσφατα ένα κριτικό κείµενο, γραµµένο από άντρα, στο οποίο υπήρχε ο εξής αφορισµός: η φεµινιστικότητα της γραφής είναι ευθέως ανάλογη της δυσαρέσκειας που προξενεί στον άντρα αναγνώστη. Εκτός από ένα χαρακτηριστικότατο παράδειγµα mansplaining, ένας άντρας που επιχειρεί να εξηγήσει σε µια γυναίκα κάτι, όπως το πότε µια γυναικεία γραφή είναι αρκούντως φεµινιστική, µε τρόπο πατροναριστικό και περιφρονητικό, ταυτόχρονα είναι και η απάντηση στο αν χρειαζόµαστε τη φεµινιστική γραφή ή αν έχουµε ήδη αρκετή, στο αν τα πράγµατα είναι πια µια χαρά και όχι όπως παλαιότερα ίσως. Και η απάντηση είναι ξεκάθαρη: έχουµε τεράστια ανάγκη.
Ταυτόχρονα, υπάρχει ανάγκη για πρόζα µε έντονο το ταξικό πρόσηµο. Οι γυναίκες στη νουβέλα αυτή, η γιαγιά και η εγγονή, εγκλωβισµένες σε ένα σπίτι γεµάτο φωνές και φαντάσµατα του παρελθόντος, εκτός από γυναίκες είναι και φτωχές, γεγονός που οξύνει τις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν στον καθηµερινό τους αγώνα για επιβίωση. Μου έχει µείνει ανεξίτηλα χαραγµένη η συνειδητοποίηση του Εριµπόν (Επιστροφή στη Ρενς, µτφρ. Γιάννης Στεφάνου, εκδόσεις Νήσος) πως, φτάνοντας στο Παρίσι, ο σεξουαλικός του προσανατολισµός δεν ήταν πια πρόβληµα, ήταν ωστόσο πρόβληµα το γεγονός πως ήταν φτωχός, προερχόµενος από µια εργατική οικογένεια και αυτό ήταν κάτι που του προκαλούσε έντονο το συναίσθηµα της ντροπής.
Η Μαρτίνεθ µε µια στακάτη πρόζα, γεµάτη από γνήσιο θυµό, αφηγείται την ιστορία τεσσάρων γυναικών. Τέσσερις διαδοχικές γενεές εγκλωβισµένες στην τάξη και το φύλο τους σ’ ένα χωριό που ολοένα και ρηµάζει. Η γιαγιά και η εγγονή παίρνουν εναλλάξ τον λόγο, την αφήγηση πυροδοτεί η εξαφάνιση του µικρού γιου της πλούσιας οικογένειας στην οποία από πάντοτε δούλευαν ως υπηρέτριες, τη φύλαξή του είχε αναλάβει η εγγονή, αφού συνειδητοποίησε µε τρόπο σκληρό πως ήταν και εκείνη καταδικασµένη να ζήσει σε αυτό το σπίτι και, αναµενόµενα, οι υποψίες της αστυνοµίας στράφηκαν πρώτα σε εκείνη.
Η πρόζα της Μαρτίνεθ έχει ως πρώτη ύλη τα συστατικά από τα οποία είναι φτιαγµένο το µικρό αυτό χαµόσπιτο, ο άγονος αυτός τόπος, η µίζερη καθηµερινότητα, η αγωνία για την κάλυψη των βασικών αναγκών, η συνείδηση της αδικίας και ο θυµός, η απόρριψη του ρόλου του ήσυχου και καλόβουλου φτωχού, του συµβιβασµένου µε τη µοίρα του. Κάποιος δεν έχει γιατί κάποιος άλλος, και µάλιστα σε περίσσευµα, έχει. Στο φόντο της κάθε ιστορίας διαδραµατίζεται η µεγάλη εικόνα, ο εµφύλιος και η έµφυλη βία, η πολιτική αστάθεια, οι ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο, η απογοήτευση, ο µαρασµός της υπαίθρου, χωριά ολόκληρα που σιγά σιγά χάνονται από τον χάρτη. Η ιστορία αυτή δεν διαθέτει τη γλυκύτητα της θυµατοποίησης, άλλωστε από δήθεν ελεηµοσύνη είναι χορτάτες οι γυναίκες αυτές, να δείχνουν πως τις λυπούνται εκείνοι που ευθύνονται για τη δεινή τους θέση, δεν θέλουν άλλο, έγκωσαν, να αλλάξουν ζωή θέλουν, να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο.
Ο θυµός, ως βίωµα και όχι ως θεωρία, σπρώχνει µακριά το όποιο σύννεφο θα µπορούσε να φέρει µια βροχή συναισθηµατικής χειραγώγησης χωρίς να κρύβεται πίσω από αόριστες και λογοτεχνίζουσες φιοριτούρες. ∆εν είναι µια απολογία αυτή η ιστορία, δεν είναι µια απόπειρα για (αυτο)λύπηση, ούτε όµως και µια όλο αυτοπεποίθηση αυτοκολακεία της µορφής: κοίτα µε πώς παρ’ όλ’ αυτά αντέχω. Πυκνή και ολιγοσέλιδη η νουβέλα αυτή σκάει στα χέρια του αναγνώστη, ήδη από τις πρώτες γραµµές, χωρίς να υποτιµά τη λογοτεχνικότητα, χωρίς να θυσιάζει κάτι από το ύφος της για να λειτουργήσει µε τρόπο διδακτικό, άλλωστε, όσοι πρέπει να ξέρουν, ξέρουν και ας κάνουν πως δεν ξέρουν. Το ταξικό πρόσηµο της ιστορίας αυτής έρχεται να αναµετρηθεί µε το καπιταλιστικό κλισέ πως ο καθένας έχει τη δική του ευκαιρία αρκεί να την πιάσει από τα µαλλιά και να µην τσιγκουνευτεί χρόνο και κόπο, να στοχεύσει ψηλά και στο τέλος να τα καταφέρει, γεµάτη από τέτοια παραδείγµατα είναι άλλωστε (και) η λογοτεχνία, µια ακόµα απόδειξη του προνοµιακού τρόπου µε τον οποίο γίνεται η οικοδόµηση και πρόσληψη του κόσµου.
Τις ξέρουµε τις ιστορίες αυτές, τις έχουµε διαβάσει ξανά και ξανά, έχουν κατακλύσει την αγορά, πια η λογοτεχνία έχει γίνει µια βιοµηχανία της µιζέριας, γεµάτη από θυµό και κλάµατα, ωδή στη δήθεν διαφορετικότητα, πιπίλισµα της λέξης προνόµιο. Αν βρίσκετε κάτι δικό σας στα παραπάνω τότε έχετε και την απάντηση γιατί χρειάζεται (και) αυτή η λογοτεχνία, αν πιστεύετε πως ο κόσµος εκεί έξω είναι όµορφος και αρµονικά πλασµένος, τότε (και) σε εσάς απευθύνεται αυτή η λογοτεχνία. Συµπυκνωµένο και άµεσης καύσης, το Σαράκι είναι ένα ακόµα δείγµα καλής φεµινιστικής, αλλά και ταξικής, γραφής, µε δεδοµένες λογοτεχνικές αρετές, που σίγουρα δεν απευθύνεται σε ένα κοινό που στη λογοτεχνία αποζητά να ξεχαστεί από τα βάσανα και τις αδικίες του κόσµου, αλλά γυρεύει λογοτεχνικές αντανακλάσεις του ζοφερού αυτού κόσµου, όπου το να είσαι γυναίκα και φτωχή µόνο σπάνιο και συνθήκη εξαίρεσης δεν αποτελεί.
Ένα ακόµα καλό βιβλίο από τις εκδόσεις Carnívora.