Ενας κυνηγός, κάποιο πρωινό, παίρνει τα δυο κυνηγόσκυλά του, τα βάζει στο τζιπ για να τα πάει βόλτα στην εξοχή του χωριού του. Σε εποχή ανεπίτρεπτη για κυνήγι.
Οταν έφτασε στο τέλος τση διαδρομής που είχε μελετήσει, σταματά στην άκρη του δρόμου το αυτοκίνητό του. Εκεί ήταν θαμνώδης από πολλά χαμόκλαδα. Ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου, κατεβάζει τον ένα σκύλο που από τη χαρά του χοροπηδούσε πέρα -δώθε, ώσπου να κατέβει ο δεύτερος σκύλος.
Και ξαφνικά ο κυνηγός ακούει τον πρώτο να γαβγίζει επίμονα και να κυνηγά ένα λαγό. Ο λαγός από τον φόβο του τα χάνει και πηγαίνει καταπάνω εκεί που ήταν ο δεύτερος σκύλος, χωρίς να τον αντιληφθεί.
Βλέπει την πόρτα ο λαγός του αυτοκινήτου ανοιχτή και πάνω στην τρομάρα του πετιέται μέσα σ’ αυτό. Η πόρτα έκλεισε, ίσως να ήταν αυτόματη κι έτσι ο λαγός γλύτωσε από τους σκύλους.
Ο κυνηγός βλέποντας αυτό το πρωτοφανές και απίστευτο περιστατικό, χάρηκε πολύ γιατί είχε ζωντανό λαγό στο αυτοκίνητό του. Παίρνει λοιπόν τους σκύλους του και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του. Για κακή του τύχη όμως, βλέπει ένα αστυνομικό αυτοκίνητο να του κάνει σήμα να σταματήσει. Οι αστυνομικοί του κάνουν έλεγχο αν έχει άδεια κυκλοφορίας (που είχε) και μετά βλέπουν τον ζωντανό λαγό που είχε μέσα στο αυτοκίνητο και τον καλούν σε απολογία. Τον ρώτησαν λοιπόν, πώς βρέθηκε ο λαγός στο αυτοκίνητο και τους λέει ο κυνηγός την… δήθεν αλήθεια: ότι οι σκύλοι κυνηγούσαν τον λαγό και αυτός από τον φόβο του, είδε την πόρτα του αυτοκινήτου ανοιχτή και μπήκε μέσα. Οι αστυνομικοί τον πίστεψαν και δεν τον τιμώρησαν, πήραν όμως τον λαγό και τον παρέδωσαν στο Δασαρχείο.