Τζιρόλαμο ντα Κάρπι (Girolamo da Carpi) “Σχεδιαστική αναπαράσταση του “Καμίλλου” στο Καπιτώλιο της Ρώμης”, 1549-1553, Rosenbach Album, R37, Φιλαδέλφεια.
α’ μέρος
Η περίπτωση του επωνομαζόμενου “Καμίλλου” (εικ. 2), ενός από τα ελάχιστα σωζόμενα μπρούτζινα έργα Τέχνης της πρώιμης ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου, δύναται με τον καλύτερο τρόπο να αναπτύξει το μέγεθος των προβλημάτων που οι αρχαιοδίφες της Αναγέννησης καλούνταν να αντιμετωπίσουν στην απόπειρά τους αποκρυπτογράφησης των μυστηρίων της αρχαίας εικονογραφίας. Η κοινά αποδεκτή στους κύκλους της μοντέρνας κλασικής αρχαιολογίας και επικουρούμενη από τις περιγραφές αρχαίων συγγραφέων όπως ο Βάρωνας, ο Μαρτιάλης και ο Φαίστος, άποψη ότι το έργο αποδίδει έναν “Καμίλλο”, δε συμβαδίζει επ’ ουδενί με τη συγκεχυμένη εικόνα που επικρατούσε κατά την περίοδο της Αναγέννησης αναφορικά με την αναγνώριση της ταυτότητας της απεικονιζομένης μορφής.
Ως “καμίλλοι” αναφέρονται στις αρχαίες πηγές αμφιθαλείς γόνοι ρωμαϊκών αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίοι είθιστο να διετελούν ως υπηρετικό προσωπικό σε θρησκευτικές τελετές. Σε αυτήν την τελετουργική ιδιότητα της μορφής θα παρέπεμπαν αρχικά συνοδευτικά αντικείμενα προσαρτημένα στα χέρια της, όπως π.χ. μια τελετουργική κανάτα (gutus) στο αριστερό και το κουτί για το θυμίαμα (acerra) ή ένα σκεύος προσφορών (patera) στο δεξί. Η απόλυτη σχεδόν αντιστοιχία σε ό,τι αφορά τη στάση, την ενδυμασία (tunica), αλλά και την κόμμωση (μακριά σγουρά μαλλιά, είτε πιασμένα σε περίτεχνο κόμπο όπως στην περίπτωσή μας, είτε αφημένα λυτά στους ώμους) με πλήθος αντίστοιχων παραδειγμάτων, σωζόμενων κυρίως σε ανάγλυφες παραστάσεις αρχαιορωμαϊκών θριαμβικών αψίδων και σε τοιχογραφίες από την Πομπηία, δεν αφήνει ωστόσο κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η μπρούτζινη μορφή στο μουσείο του Καπιτωλίου αποδίδει έναν “Καμίλλο”.
Η επίσημη αναγνώριση της ταυτότητας του έργου χρονολογείται στα 1704, οπότε και προστέθηκε η συνοδευτική ονοματική επιγραφή. Είναι πολύ πιθανό εντούτοις η αποκωδικοποίηση του απεικονιζομένου θέματος να είχε συντελεστεί τουλάχιστον έναν αιώνα νωρίτερα, με δεδομένο ότι ο πάπας Παύλος Ε’ Μποργκέζε γύρω στα 1610 θα παραγγείλει σε έναν καλλιτέχνη της αυλής του δύο πιστά αντίγραφα με βάση την πρωτότυπη σύνθεση στο Καπιτώλιο. Το γεγονός ότι το πολιτικό όνομα του πάπα (Καμίλλο Μποργκέζε) τυγχάνει να συμπίπτει με την πιθανολογούμενη αποκρυπτογραφημένη ταυτότητα του αρχαίου έργου Τέχνης, δε θα πρέπει να οφείλεται βεβαίως σε σύμπτωση. Επιδίωξη του πάπα ήταν προφανώς να καρπωθεί τα οφέλη της συνωνυμίας αυτής για να αυτοπροβληθεί. Οι εικονολογικές παραπομπές του μπρούτζινου αγάλματος ως θετικά φορτισμένο σύμβολο θρησκευτικής ευσέβειας και ευλάβειας, δύναντο να υπερνικήσουν τις παγανιστικές του καταβολές.