Oι άνθρωποι συχνά βυθίζονται στις σκέψεις τους καθημερινά περί σχέσεων και έρωτα, άλλοι δεν κάνουν το βήμα προς την απελευθέρωση για να ερωτευτούν πραγματικά, φοβούνται να αφεθούν σ΄αυτό το “επικίνδυνο συναίσθημα”, εκφράζουν ατολμία και απλά αποσύρονται. Aλλοι, αποφασίζουν να βολευτούν, ενισχύουν τέτοιου είδους σχέσεις, με αποτέλεσμα ανεξαρτήτου φύλου να καταλήγουν σε σχέσεις συνειδητού συμβιβασμού… Που οδηγεί όμως όλο αυτό; Καταλήγουν να παγιδεύονται σε σχέσεις στείρων συναισθημάτων, που στερούνται ενέργειας και πάθους. Με συντρόφους που εξασφαλίζουν τη σταθερή χωρίς απαιτήσεις παρουσία τους, αλλά στερούν την ίδια τη ζωή. Την ψυχική ολοκλήρωση μέσα από την εμπειρία ενός πραγματικού έρωτα.
Συμβαίνει οι άνθρωποι να αναζητούν την ασφάλεια από τη φύση τους, για να καταπραϋντιού το αρχέγονο αυτό συναίσθημα του φόβου και του άγχους. Ομως το να αποφεύγουν να αποδεχτούν και τελικά να βιώσουν τα συναισθήματά τους είναι ένας χειρισμός αποφυγής και αυτά ενδεχομένως να επιστρέψουν πιο ισχυρά και πιο απαιτητικά. Αλλος παρόμοιος χειρισμός αποφυγής είναι να κρύβουν τα προσωπικά τους ζητήματα κάτω από το χαλί και να εστιάζουν σε άλλους τομείς της ζωής τους αναλώνοντας μόνο εκεί τη σκέψη τους, αποφεύγοντας έτσι να αντιμετωπίσουν κατάματα την πραγματικότητα στη σχέση τους και αναβάλλοντας το μέχρι αορίστου, διατηρώντας μια ασάφεια και μία κατάσταση που δεν τους ικανοποιεί. Τι γίνεται όμως όταν οι σκέψεις αυτές επανέρχονται εμβόλιμα από μόνες τους χωρίς κάποιο ερέθισμα – γεγονός; Εκεί συνήθως πανικοβάλλονται, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως οι συνήθεις χειρισμοί τους δεν είναι αποτελεσματικοί. Αλλάζουν συμπεριφορά, επηρεάζοντας τον περίγυρό τους και τη λειτουργικότητά τους ενδεχομένως στην καθημερινότητά τους, βυθίζονται ξανά στη σκέψη τους, κλείνονται στο καβούκι τους και αδυνατούν να πάρουν αποφάσεις. Ξαναγυρνούν στους λανθασμένους χειρισμούς, διαιωνίζοντας έναν φαύλο κύκλο.
Στο βιβλίο της “Ο παλιάτσος και η Ανιμα”, η Μάρω Βαμβουνάκη περιγράφει υπέροχα αυτού του είδους τους ανθρώπους:
«Υπάρχει μια μερίδα χαρακτήρων που επιλέγουν να δεθούν με ακατάλληλο ταίρι. Συνειδητά και περισσότερο μισο-συνειδητά, ρέπουν να διαλέξουν πρόσωπο ακίνδυνο για την ψυχή τους. Πρόσωπο ασφαλές για την ισορροπία τους και για τις αντοχές τους.
Δεν είναι ανεκτός για όλους τους ψυχισμούς ο αληθινός έρωτας . Προϋποθέτει θυσία, απώλεια κι εκείνο το ιλιγγιώδες άγνωστο που έχεις να διαπεράσεις τη νύχτα διακινδυνεύοντας τα πάντα.
Κι έτσι πολλοί καταφεύγουν στην επίφαση του έρωτα. Φτιάχνουν ερωτική σχέση και γάμο που δεν συνταράσσει. Τον προτιμούν. Μισοερωτεύονται πλάσματα ώστε να μπορούν να χωρίσουν εύκολα, ώστε να μπορούν να φύγουν. Για να μην πονέσουν εάν εγκαταλειφθούν, για να ξεχνούν εύκολα, για να μπορούν να είναι πολυγαμικοί.
Δε φεύγουν όμως πάντα όπως ονειρεύονται. Τις πιο πολλές φορές δένονται για τα καλά σε μέτριες σχέσεις, σε μέτριους γάμους, σε μέτριες συγκινήσεις. Δεν ζουν».
Θυμάμαι που διάβασα παλιότερα σε μια εφημερίδα πως μια νύχτα, η νοσοκόμα του Γιάννη Τσαρούχη τον μάλωνε επειδή εκείνος ετοιμαζόταν να βγει και να πάει σε μια γιορτή. Ηταν ήδη πολύ άρρωστος, έξω είχε παλιόκαιρο και η νοσοκόμα έβαλε τις φωνές: «Κύριε Τσαρούχη που πάτε; Θα πεθάνετε!»
«Για να μην πεθάνω, να μη ζήσω;». Απάντησε εκείνος.
Κ όμως, εν κατακλείδι οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να περνάνε τη ζωή τους κατά αυτόν τον τρόπο, να μην “ζουν”, αλλά απλώς να παλεύουν να μην “πεθάνουν”.