Έτσι ακριβώς!
Μιλάμε βέβαια, για εκείνο το κουτί έξω απ’ τις κλειστές τράπεζες -που γενναιόδωρα μας παρείχε εδώ και μέρες το καθημερινό μας για τ’ απολύτως απαραίτητα- το οποίο ομολογουμένως λατρέψαμε, αλλά και μισήσαμε ταυτόχρονα…
Και για το αληθές του λόγου -μια που το ζήσαμε πρόσφατα κι αυτό κι αξίζει να καταγραφεί προς γνώση και συμμόρφωση των νεότερων γενεών κυρίως- ας φανταστούμε τον εαυτό μας να βρίσκεται για λίγο μπρος στο μηχάνημα σαν απλός… θεατής!
Όχι σαν ένα ακόμα άμοιρο άτομο στην ουρά, μπρος στον “θεό” που δίνει σταγόνα-σταγόνα το πολύτιμο χρήμα, αλλά σαν σοβαρός, ουδέτερος και ψύχραιμος αναλυτής της κατάστασης!
Σταθείτε λοιπόν, και παρατηρήστε τους κακόμοιρους της ουράς, σαν να ήταν η δική σας τσέπη γεμάτη και καμιά ανάγκη να μην είχατε το μηχάνημα.
Και ξεκινάμε…
Στέκουν -τάχα μου αδιάφοροι- ο ένας πίσω απ’ τον άλλο παραδόξως σε μια πειθαρχημένη, μακριά κι ευέλικτη ουρά, που καμιά σχέση δεν έχει μ’ εκείνους τους γνώριμούς μας συνωστισμούς, τα σκουντήματα, τα πατήματα και τους παροξυσμούς των γάμων και των μνημόσυνων που τόσο μας αρέσουν! Κρατώντας ταυτόχρονα και μια λογική απόσταση απ’ τον προηγούμενο, και ιδίως όταν φτάνουν κοντά στη μηχανή ανάληψης, οπότε αρχίζουν να κοιτούν γύρω-γύρω ερευνητικά για τυχόν άσχετους που θα… διεκδικήσουν το χρήμα τους, αλλά και για την ψυχική γαλήνη αυτού που χειρίζεται το έξυπνο μηχάνημα, πατώντας κρυφά-κρυφά το λεγόμενο “πίν” του…
Γι’ αυτό το “πίν” -το μυστικό αριθμό μας, το κλειδί που ανοίγει τις πόρτες του παραδείσου- μπορεί κανείς να πει πολλά!
Ειδικά αν κοιτάξει καταπρόσωπο τον πιο κοντινό μεσήλικα που κρατά δυο κάρτες, έχει πάρει ύφος σκεπτικό και μάλλον επαναλαμβάνει μέσα του ξανά και ξανά τους κρυπτογραφημένους αριθμούς τους, μην τυχόν και μόλις προσεγγίσει το κουτί μπερδευτεί, τους ξεχάσει και φύγει άπρακτος, άφραγκος και γελοιοποιημένος.
Γιατί βεβαίως αυτή η δουλειά σε θέλει έναν “καλό μαθητή” που αεράτος βγαίνεις στον μαυροπίνακα, και παρουσία όλων γράφεις την ορθογραφία του χωρίς ούτε ένα λάθος…
Γνώση των σωστών κινήσεων, γρηγοράδα στο πάτημα των κουμπιών χρειάζονται, γιατί η μηχανή αντιλαμβάνεται τις τυχόν παρασπονδίες και ταχύτατα σε αποκλείει!
Σου δίνει βέβαια τη δυνατότητα να επαναλάβεις την διαδικασία, αλλά ένα σκοτισμένο μυαλό σαν τα τωρινά δικά μας, κάλλιστα μπορεί και να τα χάσει μπρος στον δάσκαλο και να τα κάνει μαλλιά-κουβάρια…
Το κακό είναι πως δεν θες να ζητήσεις βοήθεια μην θεωρηθείς οπισθοδρομικός, ανεπίδεκτος μαθήσεως, κι άσχετος με την προοδευμένη εποχή μας…
Παλεύεις λοιπόν με τα κουμπιά, μέχρι που μετά από αρκετές αστοχίες μαθαίνεις καλά το μάθημά σου, παίρνεις το ρευστό στο λεπτό, και δίνεις τη θέση σου στον επόμενο ζητιάνο…
Ας δούμε όμως πώς παραλαμβάνει κανείς το πολύτιμο χρήμα!
Μ’ εκείνη τη κίνηση την πολύ γνωστή μας, του κλέφτη ή του πλιατσικολόγου που γραπώνει τη λεία, τη κοιτά βιαστικά, κι ύστερα μ’ ένα χαμόγελο άφατης ικανοποίησης τη ρίχνει στο σακούλι του και τρέχει να κρυφτεί πριν τον πάρουν είδηση!
Καταντήσαμε λοιπόν να… κλέβουμε τον ίδιο μας τον εαυτό… Ειδικά αν διαθέτουμε δυο-τρεις κάρτες και συστηματικά ληστεύουμε το καλό μηχάνημα!
Αλλά τι να κάνουμε;
Μπρος στον κίνδυνο να τα επικαρπωθούν άλλοι, ας τα φάμε εμείς τα… λεφτουδάκια μας!
Τις οικονομίες χρόνων, που μαζεύαμε “φασούλι το φασούλι” για μια αρρώστια ή μια κατάσταση επείγουσας ανάγκης -σαν κι αυτήν που βιώσαμε πρόσφατα, ας πούμε…