Άνθρωποι που καίγονται και μαύρη γη παντού. Η αιωνιότητα της στιγμής… Ο χρόνος σταματά…
Το πατρικό μου σπίτι έχει καεί. Η αδελφή μου μέσα, μικρό κορίτσι τότε, σώθηκε. Ο πατέρας μου, πυροσβέστης, όταν εκλήθη να τρέξει με τους υπόλοιπους άντρες της υπηρεσίας, δε γνώριζε εξ αρχής σε ποιό σπίτι θα επιχειρούσαν κατάσβεση. Μόνο ότι έπρεπε να κατευθυνθούν προς Καρέα. Στον δρόμο πια τους ενημέρωσαν… Ήταν το δικό μας σπίτι.
Δε θρηνήσαμε θύματα, ξαναφτιάξαμε με τον καιρό τα πάντα, αλλά θυμάμαι έντονα, σαν τώρα, τη μυρωδιά του καμένου και τη μαυρίλα του σπιτιού που ξαφνικά ή από λίγο λίγο, δε μπορώ να προσδιορίσω, χρωμάτισε τότε και τη καρδιά μου.
Έντονη παιδική μνήμη, ο πατέρας μου να γυρνάει στο σπίτι ξαφνικά, μετά από ώρες ή και μέρες, ανάλογα την επιχείρηση του Πυροσβεστικού Σώματος, με κατακόκκινα μάτια και ανάσα βαριά, κάποιες φορές καμμένος, κάνοντας μας πάντα μια μεγάλη αγκαλιά και χαρίζοντάς μας ένα πλατύ χαμόγελο. Ανακούφιση. Τις αγωνίες που έχει βιώσει η μάνα μου στο πετσί της όσο τον περιμέναμε δε μας τις πέρασε ποτέ, κρητικιά γαρ, άλλωστε, αν και μικρές και εμείς οι δύο, καταλαβαίναμε καλά τι σημαίνει πάλη με τη φωτιά.
Ως Καρεώτισσα, έχω μάθει τα καλοκαίρια να ζω με τον φόβο των εμπρησμών. Αυτό γιατί κάθε δύο χρόνια τουλάχιστον, λαμπαδιάζουν το δάσος και κατ’ επέκταση τα σπίτια, όλη την εκεί γειτονιά μου. Σε αυτό το βουνό, έχουμε χάσει ανθρώπους που έτρεξαν να σβήσουν τη πυρκαγιά ή άλλους που δεν καταφεραν να ξεφύγουν από αυτή.
Έχω νιώσει από παιδί πολλές φορές τη φωτιά τόσο δίπλα μας… Από τα μπαλκόνια μας, στη μεγάλη, τελευταία πυρκαγιά του Καρέα ειδικότερα, φάνηκαν οι φλόγες να πλησιάζουν απειλητικά. Τώρα, εκεί, διακρίνονται καμμένα δέντρα, σε εναν τόπο που μέχρι τότε, από όλη την Αθήνα ερχόταν κόσμος για τη κυριακάτικη βόλτα τους στο βουνό. Πολύς κόσμος. Τώρα, καμμένη γη όπου υπήρχε δάσος. Αν και έχει περάσει καιρός από τότε και η φύση προσπαθεί να επανέλθει, άλλωστε αυτή είναι η “φύση” της φύσης, κλαίει η ψυχή μου ακόμα κάθε φορά που πηγαίνω στον τόπο εκείνο. Όταν ξέσπασε η πυρκαγιά, όλοι τρέξανε να βοηθήσουν. Αντίξοες συνθήκες, ανθρώπινες αλυσίδες, εθελοντές παντού. Πόσο συγκινητικό αυτό το “μαζί”.
Είμαστε οι μνήμες που κουβαλάμε και επειδή η τέχνη μπορεί να θεραπεύσει, τις δικές μου πληγές, με το έργο αυτό, για πρώτη φορά τις έδειξα σε όλους. Λυτρωτικό.
Στη λεπτομέρεια αυτή του τρίπτυχου πίνακά μου “Forma locutionis – Ιστορίες ανθρώπων και μνήμες παράλληλες της λήθης”, του 2017, ζωγράφισα ένα μικρό κομμάτι της δικής μου ιστορίας.
Στο έργο αυτό, διακρίνεται στα δεξιά η καρδιά μετά τη καταστροφή, η οποία αν και σίγουρα τραυματισμένη, μένει παραδόξως αλώβητη. Μας τη προσφέρουν τα ίδια τα συντρίμμια, ή όσοι υπέφεραν μέσα σε αυτά, σύμβολο ότι η ζωή θα συνεχιστεί, ως οφείλει, και ας έχουν αλλάξει τα πάντα. Ο άνθρωπος, ως παρατηρητής πια, κοιτάζει τα όσα έχουν συμβεί και συνεχίζει. Αυτό θα κάνουμε όλοι όσοι από εμάς τυχαία δε βρεθήκαμε εκεί, αλλά και όσοι βρέθηκαν εκεί και επιβίωσαν από τύχη.
Στη πραγματική ζωή δεν υπάρχει κάθαρση όπως συμβαίνει στην τέχνη, ούτε επομένη μέρα, τόσο για το Μάτι, όσο και για τον κάθε τόπο καταστροφής, αλλά το πέρασμα σε μια νέα πραγματικότητα.
Η συλλογική μνήμη μας κρατάει εδώ, μαζί, να προχωρήσουμε ενωμένοι και σφιχταγκαλιασμένοι, πράγμα το οποίο έχει νόημα όσο είμαστε ακόμα ζωντανοί, για να αισθανόμαστε ο ένας τη θερμότητα του κορμιού του άλλου και όχι αυτή του θανάτου.