Πολλά λέγονται αυτό τον καιρό για την ανάγκη της λειτουργίας των προτύπων – πειραματικών σχολείων για τα χαρισματικά παιδιά. Ως προικισμένα ή ταλαντούχα ή χαρισματικά παιδιά εννοούνται τα παιδιά εκείνα που έχουν δυνατότητες και έχουν επιδείξει εξαιρετικά επιτεύγματα.
Σύμφωνα με την κανονική κατανομή της νοημοσύνης στον πληθυσμό υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό παιδιών 2,5% του πληθυσμού, βρίσκεται στον χώρο των περιορισμένων δυνατοτήτων, όπως και ένα ποσοστό 2,5% βρίσκεται στον χώρο των αυξημένων νοητικών κ.λπ. δυνατοτήτων.
Μέχρι τώρα η Πολιτεία λαμβάνει και πολύ δικαίως, μέτρα για την ίδρυση σχολείων για τα παιδιά περιορισμένων δυνατοτήτων και αφήνει τα προικισμένα παιδιά να εργάζονται στο πλαίσιο της συνηθισμένης τάξης, χωρίς να έχουν τις δυνατότητες να αξιοποιήσουν τις ικανότητές τους.
Τα παιδιά αυτά είναι δυνατό να έχουν αυξημένες νοητικές ικανότητες και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να υπερτερούν σε βαθμό νοημοσύνης ακόμη και του δασκάλου τους. Οπως είναι φυσικό οι χαρισματικοί αυτοί μαθητές δεν αισθάνονται άνετα στο κλίμα της τάξης τους, με άμεση συνέπεια να αντιδρούν ποικιλοτρόπως, ακόμα και με αταξίες και να θεωρούνται ως προβληματικοί.
Η αδικία που γίνεται στα παιδιά αυτά, που είναι δυνατό να βρίσκονται σε μεγάλο ποσοστό του σχολικού πληθυσμού, περιορίζεται με την ίδρυση των ειδικών γι’ αυτά σχολείων, τα οποία θα λειτουργούν με ειδικά προγράμματα και με ειδικούς δασκάλους, όπως ακριβώς συμβαίνει για την αντίθετη πλευρά των καθυστερημένων παιδιών.
Σε μερικές χώρες το πρόβλημα της αντιμετώπισης μαθητών με περιορισμένες ή αυξημένες νοητικές και λοιπές δυνατότητες, αντιμετωπίζεται με κατάταξη των μαθητών σε ομάδες ικανότητος στα κύρια κυρίως μαθήματα μαθηματικά – γλωσσικά, ενώ για τα υπόλοιπα μαθήματα τόσο οι χαρισματικοί όσο και οι καθυστερημένοι μαθητές, ακολουθούν την εργασία της τάξης τους.
Με την κατάταξη αυτή τα παιδιά των αυξημένων ικανοτήτων, όπως και των περιορισμένων επιδόσεων, βρίσκονται σε ένα περιβάλλον ανάλογο με τις ικανότητές τους στα κύρια μαθήματα, ενώ εργάζονται στο περιβάλλον της τάξης τους στα υπόλοιπα μαθήματα. Ετσι εξασφαλίζεται τόσο η αντιμετώπιση, κατά κάποιο τρόπο, των επί μέρους δεξιοτήτων των χαρισματικών ή καθυστερημένων μαθητών όσο και η δημοκρατική ζωή της τάξης, που είναι αντιγραφή της κοινωνικής ζωής, όπου ζουν και συνεργάζονται άνθρωποι όλων των ικανοτήτων και όλων των τάξεων.
Η εργασία όμως κατά ομάδα ικανότητος των μαθητών στα κύρια μαθήματα είναι μια περιορισμένη αντιμετώπιση των μαθητών με ειδικές ανάγκες.
Ετσι παράλληλα με τα ειδικά σχολεία για μαθητές περιορισμένων δυνατοτήτων πρέπει να λειτουργούν και σχολεία για τα ταλαντούχα παιδιά από το Νηπιαγωγείο μέχρι και το Λύκειο.
Κατά συνέπεια θεωρούμε αναγκαία τη λειτουργία των προτύπων – πειραματικών σχολείων που είναι προσαρτημένα στα Διδασκαλεία και βρίσκονται υπό την άμεση επίβλεψη και καθοδήγηση των καθηγητών των παιδαγωγικών και ψυχολογικών μαθημάτων και τούτο για να παρέχεται η δυνατότητα για τα προικισμένα παιδιά να αξιοποιήσουν τις αυξημένες δυνατότητές τους.
Η επιλογή των παιδιών για τα σχολεία θα γίνεται κατά έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να αξιολογούνται όλες οι ικανότητές τους με βάση ορισμένα κριτήρια, όπως ομαδικά και ατομικά τεστ νοημοσύνης, ενδείξεις σχολικών επιδόσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται τα καθιερωμένα τεστ επιδόσεων και ενδείξεις από μετρήσεις δημιουργικότητας στις οποίες περιλαμβάνονται και τεστ δημιουργικότητας ευρείας και παραγωγικής σκέψης, βαθμολογία του δασκάλου, γονέων και συνομηλίκων και ερωτηματολόγια, βαθμολογία με βάση κλίμακες, ερωτηματολόγια και κοινωνιομετρικά όργανα και ερωτηματολόγια, ενδείξεις παραγωγικότητας και ανακάλυψης γνώσεων μέσα από γραπτά, εκθέσεις, χειροτεχνικές εργασίες, ενδείξεις από την καθημερινότητα του μαθητή, αφοσίωση στην εργασία, αυτοβιογραφίες και αυτοβαθμολόγηση, κρίσεις ειδικών για τα διάφορα είδη ταλέντων κ.λπ.
Τα Πανεπιστήμια πρέπει να ερευνήσουν το όλο θέμα της λειτουργίας των ειδικών σχολείων για προικισμένα παιδιά και να καταρτίσουν τα σχετικά κριτήρια επιλογής, αλλά και τα αναλυτικά προγράμματα για τα σχολεία αυτά. Τα ειδικά αυτά προγράμματα αναφέρονται κατά πρώτον στη διδακτέα ύλη, που πρέπει να είναι υψηλών απαιτήσεων ώστε να προωθεί σε υψηλές γνωστικές διεργασίες.
Οσον αφορά τη διαδικασία της διδασκαλίας πρέπει να ανταποκρίνεται στους τρόπους μάθησης των προικισμένων παιδιών, να δίνει δηλ. ευκαιρίες για αξιοποίηση όλων των νοητικών τους δυνάμεων.
Τα προγράμματα εργασίας για προικισμένα παιδιά ταξινομούνται συχνά σε 3 κατηγορίες. – επιτάχυνσης, εμπλουτισμού και ομαδοποίηησης.
Η επιτάχυνση αναφέρεται στη βοήθεια του μαθητή να προχωρήσει γρηγορότερα και να ολοκληρώσει την εργασία σε λιγότερο χρόνο ή σε μικρότερη ηλικία.
Τα προικισμένα παιδιά μαθαίνουν γρηγορότερα, έτσι δεν είναι υποχρεωμένα να ξοδεύουν χρόνο για την παραδοσιακή μάθηση στον παραδοσιακό χρόνο, αλλά να προχωρήσουν γρήγορα και να ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση όσο το δυνατό νωρίτερα. Υπάρχουν αρκετές αντιρρήσεις για την τάση αυτή της «επιτάχυνσης», η σπουδαιότερη από τις οποίες είναι ότι το παιδί παραβιάζει τη φύση του – δεν παίζει, δε χαίρεται την παιδική ζωή, δεν παίρνει τις εμπειρίες από τη ζωή, που του είναι απαραίτητες, δημιουργούνται κενά στην ανάπτυξή του, τα οποία είναι δυνατό να επηρεάσουν την παρά πέρα σταδιοδρομία του κ.λπ.
Ο εμπλουτισμός αναφέρεται στο βάθος της σπουδής των επί μέρους θεμάτων, που είναι πέρα από το συνηθισμένο πρόγραμμα, στην περιοχή βεβαίως των μαθησιακών εμπειριών του ταλαντούχου μαθητή.
Μαζί δε με τον εμπλουτισμό πρέπει να εξασφαλίζεται και ένα ποσοστό επιτάχυνσης, ώστε να κερδίζεται χρόνος.
Επειδή όλα τα προικισμένα παιδιά δεν είναι της ίδιας ικανότητας, ίσως να χρειασθεί να γίνει κατάταξή τους σε ομάδες ανάλογα με τις ικανότητές τους στα διάφορα μαθήματα. Με την ομαδοποίηση εξασφαλίζεται τόσο η επιτάχυνση όσο και ο εμπλουτισμός.
Η ίδρυση και λειτουργία των ειδικών σχολείων για προικισμένα παιδιά δικαιολογείται όπως και η ίδρυση και λειτουργία των ειδικών σχολείων για καθυστερημένους μαθητές.
Είναι σχολεία «κατ’ οικονομίαν».
Στο πνεύμα αυτό αντιμετωπίζονται όλες οι δικαιολογημένες αντιρρήσεις, η σπουδαιότερη από τις οποίες είναι ότι το παιδί βρίσκεται σε σχολική τάξη ομοιομορφίας, ενώ η δημοκρατική κοινωνία είναι μια διαφοροποιημένη κοινωνία.
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.