Στο καφέ “ΕΝΘΥΜΙΟ” η παρέα της γειτονιάς σχολίαζε την κακοκαιρία τα κρύα των ημερών. Έχοντας μοιράσει ακριβοδίκαια τις συναντήσεις τους στα καφενεία της περιοχής (“ΦΑΜΠΡΙΚΑ”, “ΕΛΙΑ” και “ΕΝΘΥΜΙΟ”) τα μέλη της αντάλασσαν απόψε τα νέα για τον βαρύ χειμώνα που ενέσκηψε στα μέσα του Φλεβάρη, ενώ ακόμα οι πίτες του Άη Βασίλη είχαν την τιμητική τους και η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου δεχόταν την απειλητική πίεση του χιονιά.
-Άντε, οι ερωτευμένοι να περιμένετε του χρόνου πάλι! είπε πειρακτικά ο Μενέλαος.
-Σιγά, μην περιμένουν οι ερωτευμένοι να γιορτάζουνε μια μέρα το χρόνο! Απάντησε η Βαλάντω.
-Τι είσαι εσύ, δικηγόρος των ερωτευμένων; Πετάχτηκε ο Λαέρτης.
-Ας είναι, εσένα τι σε πειράζει; Παρενέβη η Ελίνα.
-Αχ, βρε σεις, σαν παιδάκια του νηπιαγωγείου κάνετε, σας αρέσουν οι ζαβολιές και τα πειράγματα! Είπε χαμογελαστά η Μαρία.
-Ε, άμα δεν πούμε και κανένα πείραγμα αθώο, πώς θα γίνει, μέσα στην κατήφεια θα συνδιαλεγόμαστε; Παρενέβη ο Κώστας.
-Να κι ένας άνθρωπος που με υπερασπίζεται, είπε ο Λαέρτης. Ο Κώστας είναι εκπαιδευτικός και γνωρίζει πόση σημασία έχει το αστείο και το χαμόγελο για την υγεία μας. Και, τέλος πάντων, δεν είπα κάτι κακό. Μακάρι όλοι να είμαστε ερωτευμένοι με την αλήθεια και με τις αξίες της ζωής.
-Εδώ συμφωνώ και επαυξάνω, επισήμανε η Βαλάντω.
-Έχω να σας πω κάτι πολύ ευχάριστο, είπε ο Μενέλαος. Νωρίς το πρωί πέρασε από δω ο Αναξίμανδρος για να πάρει έναν καφέ. Μου είπε ότι βρήκε δουλειά σε κάποια εταιρεία.
-Αλήθεια; Αυτό κι αν είναι μεγάλη είδηση, βρε παιδιά! Αναφώνησε η Ελίνα.
-Ναι, μου το είπε κι εμένα, επιβεβαίωσε η Βαλάντω. Δεν φαντάζεστε πόσο χάρηκα. Επιτέλους, θα δει πάλι μιαν άσπρη μέρα αυτή η οικογένεια!
-Βέβαια, η ανεργία τους είχε τσακίσει. Έξι παιδιά είναι αυτά. Μεγάλη ευλογία, αλλά και μεγάλη ευθύνη. Είπε σκεπτικός ο Νικόλας.
-Είναι τόσο περήφανοι και αξιοπρεπείς άνθρωποι. Να σκεφθείτε ότι ο Αναξίμανδρος μου είχε ζητήσει, για τη συμβολική προσφορά μας προς την οικογένεια – τότε που το είχαμε αποφασίσει με αφορμή τα γενέθλιά μου, αν θυμάστε – να βάψει την πρόσοψη του σπιτιού μου, απλά και μόνο για να ανταποδώσει, με το δικό του τρόπο. Είπε πάλι η Βαλάντω.
-Σωστός, είπε ο Κώστας. Είναι πολύ προτιμότερο η όποια βοήθεια να μετατρέπεται σε ισότιμη συναλλαγή. Άλλωστε,αυτό δεν είναι το ζητούμενο στις ανθρώπινες σχέσεις;
Όλοι επικύρωσαν την άποψη αυτή. Ύστερα το λόγο έλαβε η Μαρία:
-Παιδιά, έχω κι εγώ κάποιο νέο να σας πω. Μόνο που αυτό δεν είναι ευχάριστο. “Εφυγε” ο πατέρας του Νικόδημου, ο κυρ-Πέτρος.
Το στιγμιαίο μούδιασμα από τη δυσάρεστη είδηση διέκοψε πρώτος ο Νικόλας:
-Κρίμα τον άνθρωπο. Βέβαια, ήταν άρρωστος από καιρό, όσο γνωρίζω. Τα παιδιά του τον φρόντισαν πολύ. Έχασαν κι αυτά τη μάνα, τώρα χάνουν και τον πατέρα. Ο Τάσος μου έλεγε ότι το χαμόγελο του πατέρα του τον έκανε να ξεχνά την κούραση και τα βάσανα της δουλειάς.
-Άγιος άνθρωπος, συμφώνησε η Ελίνα. Θυμάμαι που, όταν είμασταν μικρά παιδιά, έφτιαχνε σβουράκια από ξύλο και χαρτί -όχι μόνο για τα παιδιά του, αλλά και για όλα τα γειτονόπουλα. Τι χαρά κάναμε όταν μας τα μοίραζε, δε λέγεται!
-Αυτά είναι που μένουν, είπε ο Λαέρτης. Όλα τα άλλα, τιμές και μεγαλεία, είναι ψιλά γράμματα…
-Δεν ξέρω αν τα καταφέρουμε να βρεθούμε όλοι σήμερα εκεί, σίγουρα όμως θα τα πούμε με τον Τάσο και το Νικόδημο. Δεν θα τους αφήσουμε μόνους. Είπε ο Μενέλαος.
Και πάλι η παρέα συμφώνησε. Ο Νικόλας σηκώθηκε λέγοντας:
-Ώρα να πηγαίνω κι εγώ στο γραφείο μου, Και εις αύριον, με υγεία.
-Μισό λεπτό, μην ξεχάσω να σας δώσω κάποια βιβλία που έχω φέρει! Είπε η Ελίνα.
-Βιβλία; Τι βιβλία; Εκτός από φάρμακα, πουλάς και βιβλία; Ρώτησε ο Λαέρτης.
-Είναι βιβλία που μου έφερε ο γιατρός ο Λεωνίδας. Ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα για μικρούς και μεγάλους. Ορίστε, ρίξε μια ματιά! Απάντησε η Ελίνα, καθώς έβγαζε τα βιβλία από μια χάρτινη τσάντα και τα ακουμπούσε σε ένα τραπέζι.
-Δηλαδή, μας τα κάνεις δώρο; Ρώτησε η Μαρία.
-Όχι εγώ. Να είναι καλά ο γιατρός! Διευκρίνισε η Ελίνα.
-Να είναι καλά ο άνθρωπος, συμφώνησε ο Μενέλαος.
-Άντε, και καλές αναγνώσεις! Είπε ο Λαέρτης, παίρνοντας ένα από τα βιβλία καθώς έφευγε.
Η κακοκαιρία σιγά-σιγά έδινε θέση σε μια γλυκύτερη χειμωνιάτικη μέρα.