Το 1934 εγώ πήγαινα στη δευτέρα τάξη. Δάσκαλο είχαμε τον αείμνηστο Γ. Μανταδάκη και στο τέλος της σχολικής χρονιάς κάναμε σχολική γιορτή που θυμούμαι να την περιγράφω σαν να ήταν πρόσφατο γεγονός.
Οταν μας ρωτούσε ο δάσκαλος τι δουλειά θα ήθελε να κάνει καθένας μας άμα μεγαλώσει, εγώ είπα ότι δε μου αρέσει να ζευγαρίζω και δε μου αρέσει να βόσκω και τη μια φορά του είπα πως θέλω να γίνω παπάς και την άλλη φορά του είπα ότι θέλω να γίνω… ειρηνοδίκης. Δεν ήξερα τι θα πει ειρηνοδίκης, μα άκουσα έναν θείο μου να επαινά έναν ειρηνοδίκη και προκάλεσε την παιδική προτίμησή μου. Μου έβαλε λοιπόν το παρακάτω ποιηματάκι, σχετικό με τις προτιμήσεις μου:
Σαν μεγαλώσω και σπουδάσω σκέφτομαι ποια δουλειά να πιάσω
Γιατρός να γίνω; Τι μου λέτε; Ψηλό καπέλο να φορώ;
Να γίνω δικηγόρος; Τι μου λέτε; Τι ψεύτης, άδικος, κακός!
Μηχανικός να γίνω; Τι μου λέτε; Είναι επάγγελμα κι αυτό;
Αφήστε πια τις φλυαρίες σαν μεγαλώσω θα σκεφτώ.
Σχεδόν όλα τα παιδιά που θα αναφέρω είναι τώρα μακαρίτες.
Ο Γεώργιος Μαρινάκης, γιος του παπα – Σπύρο, είπε το παρακάτω σατιρικό ποιηματάκι που το προσάρμοσε ο δάσκαλος σε τοπωνύμιο του τόπου μας:
Τρεις σπανοί από την Πόλη, πέντε τρίχες είχαν όλοι.
Κι ένας άλλος Τηνιακός, πέντε τρίχες μοναχός.
«Ο καλώς τον πολυγένη κι από πούθε κατεβαίνεις;».
«Απ’ τη Σέλη κατεβαίνω και εις του Χατζή πηγαίνω.
Πάω να αγοράσω χτένια. Τι με φάγανε τα γένια».
Το τραγουδάκι λέει: «… Απ’ την Πόλη κατεβαίνω και στη Βενετιά πηγαίνω…», ενώ Σέλη είναι τοπωνύμιο του Ασφένδου και Χατζής ήτανε ο τότε καφετζής του χωριού μας. Εξυνε δήθεν τα μάγουλα, όταν έλεγε ότι τον φάγανε τα γένια.
Η Ασπασία Ευστρατίου Χιωτάκη ήτανε σε μικρή τάξη, της φτιάξανε μια πάνινη κούκλα και την κρατούσε αγκαλιά και είπε το χαϊδευτικό τραγουδάκι:
Υπνε που παίρνεις τα μωρά, έλα πάρε και τούτο
Μικρό – μικρό σου το ’δωσα μεγάλο φέρε μου το
Μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ψηλό σαν κυπαρίσσι
Κ’ οι κλώνοι του ν’ απλώσουνε σ’ ανατολή και δύση.
Επαίξανε όμως τα παιδιά των μεγάλων τάξεων και σκετσάκια. Ο Μανούσος Μαρινάκης, γιος του παπα – Σπύρο και η Ευαγγελία Κοκόλη – Χιωτάκη έπαιζαν τον ρόλο προσποιούμενων δασκάλων. Ηταν δήθεν μεταμφιεσμένοι και ο Μανούσος φορούσε μάσκα από προβιά λαγού. Ως μαθητές στο σκετσάκι παίζανε αυτό τον ρόλο ο Σπύρος Χομπιτάκης και η Μαρία Βυλατζάκη (αυτή ήτανε από το Μουρί Σφακίων, μα αφού πέθανε η μητέρα της και ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, αυτή την είχε μαζί της η γιαγιά της η γρα Χιωτοστρατήνα στα Νομικιανά). Οι μεταμφιεσμένοι δάσκαλοι λοιπόν συνέλαβαν τους αμεταφίεστους συμμαθητές τους σε παράπτωμα και τους επέβαλαν αυστηρή ποινή: «Επί τρεις μήνες να τρέφονται με πίτουρο μονάχα». Την ώρα που η Μαρία εξεφώνιζε δήθεν τρομαγμένη από τη βαριά ποινή: «Ωχ Παναγιά μου πίτουρο μονάχα;!!!» ο Σπύρος αναγνώρισε τους μεταμφιεσμένους συμμαθητές του και ξεφωνίσανε από χαρά αυτή τη φορά: «Ααα ο Τοτός με τη Ρηνούλα!!».
Επαίξανε και την “Κοκκινοσκουφίτσα”. Τον ρόλο της Κοκκινοσκουφίτσας έπαιξε η Αντιγόνη Μπολιώτη, τον ρόλο του λύκου έπαιξε ένα ελαττωματικό παιδί (1), τον ρόλο αυτού που έσκισε την κοιλιά του λύκου έπαιξε ο Σήφης Ι. Περάκης. Η Αντιγόνη όταν δήθεν βγήκε από την κοιλιά του λύκου είπε: «Πω – πω σκοτεινά στου λύκου την κοιλιά!!!».
Ακόμα δύο κοριτσάκια παίξανε το παρακάτω σκετσάκι: Η Αγγελιώ Εμμ. Χιωτάκη με την Ελένη Ι. Περράκη. Η Ελένη δήθεν πέρασε να πάρει τη συμμαθήτριά της για να πάνε στο σχολείο, ενώ αυτή δήθεν εκοιμάτο.
– Ε, κουμπάρα Αγγελικώ, ξύπνα πάμε στο σκολειό.
– Άφησέ με βρε Ελένη. Μ’ έπιασε ανατριχίλα (και έκανε πως τιναζότανε).
– Εγώ έμαθα διαβάζω, γράφω, λογαριάζω. Εμαθα γραμματική και την αριθμητική. Εσύ έμαθες οκνά και θα ζήσεις οκνηρά κι ούτε γράμματα θα μάθεις και πολλά κακά θα πάθεις, είπε η Ελένη.
Και όλα τα παιδιά, είπε καθένα το ποιηματάκι του, δεν έμειναν όμως στη μνήμη μου. Θυμάμαι όμως μερικά από το ποίημα της Ζαμπίας Καγιαδάκη που κρατούσε μια κούκλα και έλεγε:
Κούκλα μου αγαπημένη, λέγε μου να σε χαρώ
πώς τα πέρασες καημένη μοναχή τόσον καιρό;….
(1) Το παιδί αυτό είχε πρόβλημα, όμως, για να μην αισθάνεται κατωτερότητα του έδωσε ο δάσκαλος μικρό ρόλο στο σκετσάκι και για τον ίδιο λόγο του έδινε ενδεικτικό στο τέλος κάθε σχολικού έτους, μα βέβαια ανυπόγραφο και ασφράγιστο. Αν και είχε πρόβλημα, δε δημιουργούσε προβλήματα και ερχότανε στο σχολείο.