■ Που, πώς και με ποιες τιμές γίνονται και με ποιο ρυθμό εξελίσσονται
■ Η Ιταλία κύριος εισαγωγέας του χύμα, η Γερμανία του τυποποιημένου
■ Σοβαρές οι απώλειες από τη διάθεση χύμα. Βασικά συμπεράσματα
Oι εξαγωγές ελαιολάδου απο την Ελλάδα και την Κρήτη, παρά τις κατά καιρούς θριαμβολογίες διαφόρων παραγόντων και πολιτικών, τα τελευταία χρονια, δυστυχώς, εξακολουθούν να κινούνται με τους ίδιους περίπου χαμηλούς ρυθμούς, που προσεγγίζουν τα όρια της στασιμότητας (Σχ.1). Αυτό προκύπτει απο την επεξεργασία των στοιχείων που μας παραχώρησε η ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία, παρά τις ελλείψεις ή και ασάφειες που κατά περιπτώσεις παρουσιάζουν, μας παρέχουν μια εικόνα αρκετά χρήσιμη για την εξαγωγή βασικών συμπερασμάτων.
Βέβαια, ως εξαγωγές ελαιολάδου από την Κρήτη, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, νοούνται οι εξαγωγές που γίνονται κατευθείαν από το νησί σε χώρες εκτός Ελλάδας, ενώ οι ποσότητες που διακινούνται σε άλλες περιοχές εντός της χώρας (π.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκη κ.α.) και μετά εξάγονται, δεν καταγράφονται στις εξαγωγές της Κρήτης.
Εξαγωγές και Παραγωγή Κρήτης
Η πρώτη διαπίστωση που προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της τελευταίας 9/ετιας ( 2009-2017) είναι ότι, οι κατευθείαν εξαγωγές τους νησιού σε ξένες χώρες, συνολικά (χύμα + τυποποιημένο), αυξάνονται μεν αλλά με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό πολύ χαμηλό, της τάξεως του 1.200 τόνων ανά έτος.
Συνολικά, απο πλευράς όγκου, εξαγωγές απο την Κρήτη την τελευταία 9/ετία, κυμάνθηκαν κατά μ.ο. σε 37. χ.τ./έτος και από πλευράς αξίας κατά μ.ο. στα 122,1 εκ.€ ανά έτος. Άρα η μέση τιμή ανά κιλο ήταν 3,3 €
Η παραγωγή του νησιού, την τελευταία 9/ετία σύμφωνα με τα στοιχεία τοπικών υπηρεσιών και άλλες πληροφορίες, παρουσίασε τεράστιες διακυμάνσεις, εξαιτίας καιρικών καταστροφών. Χαρακτηριστική είναι η πτώση της παραγωγής στο ιστορικό χαμηλό των 25 χ.τ. το 2013/14 εξαιτίας των ζημιών απο τους καύσωνες της άνοιξης, πράγμα που συνετέλεσε να πέσουν και οι εξαγωγές στο ιστορικό χαμηλό των 18 χ.τ./έτος!
Συνολικά οι εξαγωγές ελαιολαδου της Κρητης (37 χ.τ.) απορρόφησαν κατά μ.ο. περιπου το 40% της παραγωγής η οποια την ίδια περίοδο κυμάνθηκε στους 87 χ.τ. /έτος
Επομένως, το υπόλοιπο 60% της παραγωγής του νησιού, κατευθύνθηκε στην εσωτερική αγορά με διαφόρους τρόπους για τους οποίους, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία και σύμφωνα με δικές μας εκτιμήσεις είναι περίπου οι εξής:
-Η αυτοκατανάλωση των κατοίκων της Κρήτης και των οικείων τους εκτός Κρήτης που μάλλον είναι σταθερή κάθε χρόνο και πρέπει να κυμαίνεται στους 15χ.τ./έτος (20% της παραγωγής),
– Η άμεση πώληση από παραγωγούς σε καταναλωτές ως χύμα που εξαρτάται απο την παραγωγή και πρέπει να κυμαίνεται στο 15% της παραγωγής.
-Η πώληση σε Επιχειρησεις Τυποποίησης του εσωτερικού που και αυτή εξαρτάται απο την παραγωγή και πρεπει να κυμαίνεται, στο 25% .
Εξαγωγές χύμα και τυποποιημένου
Οι εξαγωγές χύμα, καίτοι τα στατιστικά δεν διαχωρίζουν χύμα και τυποποιημένο, συμπερασματικά, με βάση τις γενικές πληροφορίες που υπάρχουν, εξακολουθούν να υπερτερούν των εξαγωγών τυποποιημένου και παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις εξαρτώμενες στενά απο την παραγωγή (Πιν.2).
Αντίθετα οι εξαγωγές τυποποιημένου ακολουθούν μια ομαλότερη πορεία με μέσο ρυθμό αύξησης +1000 τον/έτος ο όποιος βεβαία κρίνεται πολύ χαμηλός.
Κι αυτό γιατί, για να φτάσουμε ένα λογικό στόχο εξαγωγών τυποποιημένου που θα ηταν περίπου 70% της παραγωγής ( περίπου 70 χ.τον/έτος) με ένα τέτοιο ρυθμό αύξησης θα απαιτούνταν 60 χρονια από σήμερα!
Τα αίτια δυστυχώς είναι πολλά. Κυριότερο όμως είναι η μικρή εξαγωγική δυναμική των πολυάριθμων, αλλά μικρών μονάδων τυποποίησης της Κρητης, οι οποιες, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥπΑΑΤ το 2017 έφτασαν αισίως τις 126 (Χανιά 29 + Ρέθυμνο 14 + Ηράκλειο 61+ Λασίθι 22).
Επομένως η μέση εξαγωγική δυναμική τους, με βάση τα σημερινά δεδομένα, ανέρχεται σε μόλις 300 τόνους ανά έτος.
Χώρες εξαγωγών Κρήτης
Κύρια χώρα εισαγωγών από την Κρήτη, ήταν η Ιταλία η οποία στο διάστημα της τελευταίας 9/ετιας εισήγαγε κατά μ.ο. 28 χ.τ. ετησίως και απορρόφησε μερίδιο 72% των εξαγωγών του νησιού, όλο σε μορφή χύμα (Σχ.3)
Δεύτερη εισαγωγός Κρητικού ελαιολάδου ηταν η Γερμανία με μερίδιο 16%, σχεδόν όλο τυποποιημένο και τρίτη οι ΗΠΑ με μερίδιο 3,5%, τυποποιημένο κατά 70%.
Ακολουθεί η Γαλλία με 1,5% και έπονται Αγγλία, Κίνα Ρωσία με μερίδιο 1% κάθε μια, σχεδόν όλο τυποποιημένο.
Ωστόσο υπάρχουν και περίπου 50 άλλες χώρες που εισαγάγουν μικρό-ποσότητες, άγνωστο σε ποια μορφή. που όμως καταλαμβάνουν ένα αξιόλογο μερίδιο περίπου 3% των εξαγωγών της Κρήτης.
Οι 50 χώρες που εισάγουν μικροποσότητες από την Κρήτη:
Βέλγιο, Καναδάς, Κροατία, Αυστραλία, Αυστρία, Ουκρανία, Ισπανία, Βουλγαρία, Ρουμάνια, Ισραήλ, Βραζιλία, Φινλανδία, Μάλτα, Δανία, Ελβετία, Τσεχία, Πολώνια, Σουηδία, Ιαπωνία, Αραβικά Εμιράτα, Νότια Κορέα, Δημ. Νοτ. Αφρικής, Χονγκ-Κονγκ, Βιετνάμ, Μεξικό, Σερβία, Αλβανία, Σαουδική Αραβία, Νέα Ζηλανδία, Φιλιππίνες, Λουξεμβούργο, Σλοβακία, Λιθουανία, Μαγιό, Κονγκό, Τουρκιά, Ιράν, Σλοβενία, Νιγηρία, Ουγγαρία, Νορβηγία, Ινδία, Εσθονία, Λετονία, Ταιβάν, Αίγυπτος, Μαλαισία, Παραγουάη, Κουβέιτ, Μαυρίκιος).
Εκτιμάται ότι ένα σημαντικό μέρος των εξαγωγών αυτών πρέπει να γίνεται απο Κρήτες η και Έλληνες κατοίκους των χωρών αυτών για δική τους χρήση η και για εμπορία,
Τιμές κατά χώρα εξαγωγών
Οι χώρες με τις υψηλότερες τιμές (ΠΙν.1) στο διάστημα των 4 τελευταίων ετων, ηταν η Κίνα, η Ρωσία και η Γαλλία, όπου κυμάνθηκαν απο 4,90 έως 5 €/κ. Ακολούθησαν η Γερμανία με 4,66€/κ, η Αγγλία με 4,22 €/κ και οι ΗΠΑ 4,1€/κ οι οποιες βέβαια, τα τελευταία χρονια, εκτός απο τυποποιημένο άρχισαν να εισάγουν και χύμα, πράγμα που δικαιολογεί τις χαμηλότερες τιμές.
Οι χώρες με τις χαμηλότερες τιμές ηταν η Κύπρος με 3,84€/κ και Ιταλία με 3,49€/κ εξαιτίας του ότι οι εισαγωγές στην μεν Κύπρο ήταν κατά 70% χύμα ενώ στην Ιταλία εξολοκλήρου χύμα!
Επομένως η διάφορά τιμών μεταξύ εξαγόμενου χύμα και τυποποιημένου κυμάνθηκε απο 1εως 1,5 € ανά κιλο περίπου, πράγμα που σημαίνει ότι οι απώλειες εισοδήματος με τις εξαγωγές χύμα είναι τεράστιες και φθάνουν μέχρι και 30-40% ( 35-40 εκ. €/έτος)
Αυτό όμως σημαίνει ότι με μ.ο. συνολικών εξαγωγών 37 χ.τ./έτος οι οποιες κατά μ.ο. είναι κατά 80% χύμα (72% Ιταλία + 8% τουλάχιστο απο λοιπές χωρες) έχουμε ποσότητα 30 χ.τ. και πλέον εξαγωγών σε χύμα κατά μ.ο. τα τελευταία χρόνια του όποιου η άξια (με βάση την μέση τιμή της Ιταλίας 3,5€/κιλο) είναι περίπου 105 εκατ. €.
Όμως, αν ηταν τυποποιημένο η αξία του, όπως συνάγεται απο τα προηγούμενα, θα ηταν κατά 30-40% μεγαλύτερη, δηλαδη περίπου 140 εκ. €,
Επομένως οι απώλειες απο τις εξαγωγές χύμα είναι περίπου 40 εκ. € /έτος, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο αφού κατά μέγα μέρος αφορά αμοιβές απασχόλησης.
Πορεία Εξαγωγών κατά Νομό της Κρήτης
Εξετάζοντας την πορεία των εξαγωγών κατά Νομό της Κρήτης, διαπιστώνουμε ότι σε όλους του Νομούς κατά την περίοδο 2009/17, υπήρξαν διακυμάνσεις με εντονότερη την κατακόρυφη πτώση που σημειώθηκε το 2013/14, λογω της αντίστοιχης μείωσης της παραγωγής απ τις ζημιές απο καύσωνες της Άνοιξης και την απότομη άνοδο της επόμενης χρονιάς 2014/15. (Σχ.4).
Μια άλλη αξιοσημείωτη διαπίστωση είναι η «περίεργη υπεροχή» των εξαγωγών του Νομού Λασιθίου σε σχέση με εκείνες του Νομού Χανίων (Σχ.4) , ενώ είναι γνωστό ότι η παραγωγή των Χανίων είναι σχεδόν διπλάσια της παραγωγής του Λασιθίου και επι πλέον υποδομές εξαγωγών (λιμάνια κλπ) υπάρχουν στα Χανιά περισσότερα απο ότι στο Λασίθι.
Το φαινόμενο δεν εξηγείται εύκολα με την αιτιολογία ότι εμπορικές συναλλαγές, συνέβαιναν και συμβαίνουν μεταξύ των Νομών της Κρήτης γιατί δεν υπάρχουν εμφανείς λόγοι διακίνησης ελαιολάδου απο Χανιά προς άλλες περιοχές του νησιού.
Γιαυτό και ζητήσαμε διευκρινήσεις απο την ΕΛΣΤΑΤ οι οποιες όμως δεν ηταν διαφωτιστικές.
Ωστόσο, το φαινόμενο, απο τότε που το αναφέραμε πριν δυο χρονια (ΕΛΑΙΟΝΕΑ 20.4.2016) αναστράφηκε και οι εξαγωγές απο Χανιά υπερβαίνουν εκείνες απο το Λασίθι.
ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ενθουσιώδεις δηλώσεις χωρίς αντίκρισμα
Βασικό συμπέρασμα είναι ότι η απλή αύξηση των συνολικών εξαγωγών ελαιολαδου απο την Κρήτη, δεν αποτελεί στοιχείο που να σημαίνει κάποια σημαντική οικονομική επιτυχία του νησιού. Όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία, το ελαιόλαδο που παράγεται κάθε χρόνο στην Κρήτη, τελικά, λογω της ποιότητας του δεν μένει αδιάθετο! Σημασία, επομένως, έχει ποιες είναι τιμές στις οποίες διατίθεται και ποιο είναι το εισόδημα που τελικά αποφέρει!
Επομένως οι ενθουσιώδεις δηλώσεις πολιτικών και άλλων παραγόντων για αύξηση των εξαγωγών σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά κλπ, τελικά, δεν έχουν αντίκρισμα.
Από το χύμα στο τυποποιημένο
Δεύτερο σοβαρό συμπέρασμα είναι ότι, η διάθεση τυποποιημένου, αναμφισβήτητα εξασφαλίζει καλύτερες τιμές και υψηλότερο εισόδημα, το οποιο όμως επωφελούνται κατά βάση οι εξαγωγείς και όχι οι παραγωγοί. Επομένως για να έχουν κάποια συμμετοχή και οι παραγωγοί είναι φανερό ότι πρέπει να μετάσχουν οικονομικά στην διαδικασία της τυποποίησης και εξαγωγής. Και αυτό είναι εύκολο να γίνει εάν συμμετάσχουν στην διαδικασία της τυποποίησης προσφέροντας το προϊόν τους στην διαδικασία , χωρίς άμεση εξόφληση. Ούτος η άλλως πολλοί απο αυτούς, το κρατούν αποθηκευμένο στις αποθήκες των ελαιοτριβείων χωρίς καμία αμοιβή και μάλιστα με ενδεχομένους κινδύνους ασφάλειας και πτώσης τιμών.
Βέβαια μια τέτοια ενέργεια πρέπει να αρχίσει πρώτα από Συν/κες οργανώσεις οι οποίες έχουν ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη των παραγωγών και πωλούν με διαγωνισμούς και τελική εκκαθάριση ακόμη και το χύμα!
Οι Συν/σμοι της Ζάκρου και Κριτσας στο Λασίθι και Εμπάρου στο Ηράκλειο κ.α., όπως πληροφορούμαστε προσχωρούν ήδη προς την κατεύθυνση αυτή.
Το μέγεθος των επιχειρήσεων τυποποίησης
Οι πολυάριθμες αλλά μικρές επιχειρησεις τυποποίησης της Κρητης, που αριθμούν σήμερα 126, είναι φανερό ότι δεν είναι εύκολο να εξελιχθούν και να εισδύσουν δυναμικά στην αγορά. Το ανά μονάδα κόστος επενδύσεων, τυποποίησης και διαχείρισης για ποσότητες της τάξεως των 300 τόνων που τους αναλογούν, ασφαλώς δεν επιτρέπει ευοίωνες προοπτικές.
Απαιτούνται μέτρα για μεγέθυνση των επιχειρήσεων τυποποίησης, πράγμα που στην περίπτωση των Συν/κων οργανώσεων μπορεί εύκολα να γίνει αν υπάρξουν σχέδια ορθολογικής και κυρίως ελεγχόμενης και διαφανούς συγκρότησης και λειτουργίας τους.
Τα στατιστικά του χύμα και του τυποποιημένου
Η ΕΛΣΤΑΤ, παρέχει στους ενδιαφερομένους τα στατιστικά στοιχεία που ζητούν. Ωστόσο, όσο αφορά το ελαιόλαδο, τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν κάποιες μικρές αλλά ουσιώδεις ελλείψεις.
Ο διαχωρισμός των εξαγόμενων ποσοτήτων μόνο κατά ποιοτικές κατηγορίες όπως επιβάλλουν οι κοινοτικοί κανονισμοί, ασφαλώς δεν είναι αρκετός. Η χωριστή καταγραφή χύμα και τυποποιημένου είναι απολύτως αναγκαία, τόσο για την χάραξη εθνικής πολιτικής, όσο και για τους σχεδιασμούς των επιχειρήσεων εμπορίας. Γιαυτο, ανεξάρτητα απο τους Κανονισμούς πρεπει να βρεθεί τρόπος να καταγράφονται.
Η αυτοκατανάλωση και οι οικογενειακές συσκευασίες.
Η κατανάλωση προϊόντος τόσο από τους ίδιους τους παραγωγούς (αυτοκατανάλωση) , όσο και από τρίτους με άμεσες αγορές σε οικογενειακές συσκευασίες (δοχεία 17 λίτρων) που αποτελεί συνήθεια διαδεδομένη απο ετων στην χώρα μας, δεν πρέπει να εξορκίζεται. Είναι αυτή που κρατεί την Ελλάδα στην κορυφή της παγκοσμίας κατά άτομο κατανάλωσης. Απαραίτητο συνεπώς να καταγραφεί, να διασφαλιστεί ποιοτικά και τεθεί υπο ειδικό φορολογικό καθεστώς. Η κατανάλωση 20 κιλών/άτομο, δηλαδη 80 κιλών κατά οικογένεια ετησίως, ασφαλώς δεν μπορεί στηριχθεί με τις συσκευασίες και τις τιμές απο της λιανικής.
Απαιτείται δημόσια συζήτηση, προτάσεις και μέτρα
Το γεγονός ότι η παραγωγή της Κρήτης, αλλά και άλλων περιοχών της χώρας, ενώ έχει, ακόμη, αδιαμφισβήτητα ποιοτικά προσόντα, δεν καταφέρνει να εξαχθεί τυποποιημένη και μάλιστα με συμμετοχή των παραγωγών, αποτελει ένα σοβαρότατο πρόβλημα που πρεπει να απασχολήσει ευρύτατα όλους τους ενδιαφερομένους.
Υποχρέωση έχουν, ιδιαίτερα οι πολιτικοί και οι ειδήμονες να εκφράσουν δημόσια τις απόψεις τους μέσα απο μια ευρεία δημόσια συζήτηση, που πρεπει να καταλήξει σε βάθος και ρεαλιστικές προτάσεις.
Οι γενικόλογες διαπιστώσεις και τα ευχολόγια δεν αρκούν!
Ίδωμεν!