Πέμπτη, 9 Ιανουαρίου, 2025

Σε γνωρίζω από την όψη

Έλα, δε θα μιλήσουμε για τη διάσπαση του ατόμου ούτε για το πως ανακάλυψε ο Τόμσον το ηλεκτρόνιο.
Σήμερα Θα μιλήσουμε για αίμα.
Για θάλασσα.
Για χώμα.
Σύμβολα.
Για χρώμα.
Μπλέ.
Για χρόνους.
Σύμβολα…
Σε περιμένω.
Θα’ρθεις- δε θα’ ρθεις…
Σου φαίνομαι αλλιώτικη;
Προκλητικό ναυάγιο αλλοτινών χρόνων;
Αναχρονιστικά επικίνδυνο σάπιο μπλέ κατάρτι;
Φοβάσαι πως δεν θα βρεις ποτέ λιμάνι εσύ όπως κι εγώ;
Κυοφορώ αγάπη απο λευκή άμμο-δεν είμαι μόνη.
Σε τρομάζει η ηρεμία μου;
Με τρομάζει η αδιαφορία σου;
Φοβάσαι το αλμυρό φιλί που κούρσεψε τα δάκρυα σου;
Φοβάσαι να βάζεις το αφτί σου μέσα σε κούφια κοχύλια;
Φοβάσαι μην ακούσεις το τραγούδι που πλέκουν οι ρίζες μας κάτω απ’το χώμα;
Φοβάσαι τι υπάρχει μέσα μου;
Ότι δεν φαίνεται ξεκάθαρα το φοβάσαι;
Φοβάσαι τα χρώματα;
Δε φοβάσαι μην ανακατευτούν;
Αδιαφορείς για τα σύμβολα;
Προσπάθησες(τα γιατί) και απογοητεύτηκες; …
Που αισθάνεσαι ασφαλής τελικά;
Στα ρηχά; Έχει κύμα.
Μεσοπέλαγα; Λευκά περιστέρια τα`ι`σμένα πράσινους φάρους τα φτερά τους δωρίζουν.
Συμφωνούμε ότι υπάρχει μπαρούτι.
Που κοιτάς να κοιτάξω;
Που πατάς να πατήσω;
Τι φιλώ θα φιλήσεις;…
Κι εκεί που δεν έχω σφυγμό.
Που νερό έχω γεμίσει.
Που απ’το λίγο σου ζούσα.
Που κι ο ήλιος μου φταίει.
Που σε χτένιζε χρόνια.
Στο ξερό πάνω χώμα που σε είχα γεννήσει.
Που απ’ το χώμα μου πήρες την ταυτότητά σου.
Σε γνωρίζω από την όψη.
Σε γνωρίζω από το χρώμα.
Το σκοτάδι έχει χρώμα…
Κι εκεί που φριχτά μου είχες λείψει.
Που δεν έχω χορτάρι να του πω πως θα βρέξει.
Εκει που τ’ αγκίστρι γυρίζει πλαστικό στο τηγάνι.
Δεν υπάρχει λαγός να μπορεί να χορέψει.
Εκει που τα παιδιά δε φοράνε το παλιό μου φουστάνι.
Τους τα έδωσα όλα μα ποτέ δεν τους κάνουν…
Δεν υπάρχει αλήθεια.
Δεν υπάρχει πια χώρος.
Δεν υπάρχει πια χρόνος.
Υπάρχει μια ελπίδα.
Μια πίστη.
Μια λέξη.
Ελλάδα.
Μια δασεία.
Μια τελεία.
Μια ζαριά η αγάπη;
Σε γνωρίζω από την όψη.
Την ψυχή.
Και την πλάτη που κουβέντιαζα μόνη να γυρίσει απ’ την άλλη.
Σου είπα Μη με λησμόνει απ’ τη γης από κάτω.
Αυτή η πόα η μπλέ που ανθίζει με δικά σου πινέλα.
Κι αυτοί γελούσαν.
Γιατί σε είχαν μετρούσαν.
Μα τα χέρια δεν φτάναν και γυρίζανε πίσω…
Κι όπως τα αστέρια λάμπουν ενώ έχουν ήδη πεθάνει.
Σε γνωρίζω από την όψη.
Για στερνή φορά της ψυχής σου τα δόντια.
Νωδός ο εχθρός.
Το ανάστημα υψώνεις και το μπόι σου δείχνεις.
Τόσο πολύ μου είχες λείψει που κι η αλήθεια ορρωδεί.
Σ’αγαπώ και υπάρχω γιατί ανασαίνεις ακόμη…
Κι εκεί που ζω μια χωροχρονική παραδοξότητα όταν σε συναντώ.
Φοράς μια μπλέ φλέβα στο βλέμμα σου εσύ όπως κι εγώ.
Κι εκεί όπου τα χέρια τα Ελληνικά μπλέκονται μεταξύ τους ξεκίνησε και ο χώρος και ο χρόνος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα