Δυο μέρες η γυναίκα μου, τ’ αυτιά μου μου ‘χει φάει
και αγκαζέ “στο Χρυσοχό” γυρεύει να με πάει.
– Ίντα θα κάνουμε κι οι δυό “στο Χρυσοχό” Κατίκω;
– Δεν έχεις διόλου αβρότητα∙ Κάθριν με λέν’… αγροίκο…
Ενα ακριβό χρυσαφικό θέλω για τη γιορτή μας,
να σκάσουν οι γειτόνισσες, εχθροί και κολλητοί μας.
– Εκουζουλάθηκες μωρή; Νοέμβριο γιορτάζεις
και τον Ιούνιο εγώ∙ γιάντα μαζί τσι βάζεις;
– Σήμερα, δεκατέσσερεις του μήνα του Φλεβάρη,
του Βαλεντίνου τ’ άγιου γιορτάζουμε τη χάρη.
– Είν’ ο καινούργιος άγιος των ονειροπαρμένων;…
– Βάρβαρε! “Των απανταχού τρελά ερωτευμένων”…
– Ντα έρωτα ’χουμε εμείς… που σου ‘κλεισα το μάτι
και στο λεπτό πλακώσανε σαράντα δυο νομάτοι
στο σπίτι και με πίεσαν, σύζυγο να σε πάρω
γιατί, λέει, σ’ εξέθεσα… και φέραν και κουμπάρο
που ’τανε εκδοροσφαγεύς, νταής και μαγαρίτης
και μου ’λεγε: Γίνε γαμπρός! μη γίνεις μακαρίτης…
– Ναι! μα σαν με παντρεύτηκες, μου ’πες, αγαπημένα
θα ζούμε αν ξεχάσουμε όλα τα περασμένα.
– Κι αφού θωρείς τα ξέχασα γιάντα μου τα θυμίζεις;
– Το έθιμο το απαιτεί άντρα μου! μη μανίζεις.
– Ματάκια μου! το έθιμο σύντομα θα ψοφήσει
για δεν υπάρχουνε λεφτά με τουτηνέ την κρίση.
– Καρδιά μου, σε κατανοώ. Συγγνώμη σου οφείλω∙
κι αν «ένα μόνο, πράσινο, θα μου χαρίσεις φύλλο…»
θα λέω πως πανάκριβο χρυσαφικό μου πήρες
που το πληρώσαμε, χρυσές, πενήντα δύο λίρες!
– Αν είν’ ετσά, γυναίκα μου, γλυκό μου Κατινούλι!
θα σου χαρίσω τώρα δα ολόκληρο μαρούλι
που έχει φύλλα πράσινα τριάκοντα και πέντε
και χάρισέ μου συ φιλιά μονάχα εικοσπέντε.