» Κωνσταντίνος Τζαμιώτης (εκδόσεις Μεταίχμιο)
Το Σε ποιον ανήκει η κόλαση αποτελεί το ένατο πεζογραφικό βήμα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Πρόκειται για μια εκτενή συλλογή σύντομων διηγημάτων, την οποία με δυο λόγια θα χαρακτήριζα ως ευφυέστατα σκεπτική και επίκαιρα διαχρονική. Παρότι είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, μπορεί κανείς να εντοπίσει σε αυτήν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του γεννημένου στη Λάρισα συγγραφέα, ακόμα και το λιγότερο αναμενόμενο σε τόσο μικρή φόρμα, αν και το πλέον αναγνωρίσιμο στο συνολικό του έργο, το πετυχημένο χτίσιμο των χαρακτήρων, χαρακτήρων που καταφέρνουν να μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στη μνήμη του αναγνώστη, όπως συνέβη με τον Αργύρη Τρίκορφο στη δική μου περίπτωση.
Αξίζει να εξετάσουμε τη θέση του Σε ποιον ανήκει η κόλαση στην εργογραφία του Τζαμιώτη. Τα τρία πρώτα έργα με τα οποία μας συστήθηκε, μέσω των εκδόσεων Ίνδικτος -η νουβέλα Συνάντηση και τα μυθιστορήματα Βαθύ πηγάδι και Βαθμός δυσκολίας- ξεχώριζαν για το στυλιζάρισμά τους, επηρεασμένα εμφανώς από την κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία, με έντονη τη φιλοσοφική και την αισθητική αναζήτηση, με έναν λόγο πιο παλιακό, με το βλέμμα σ’ ένα άχρονο παρελθόν, με μια φαινομενική απόσταση από την ελληνική πραγματικότητα. Με την Παραβολή, νουβέλα που κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, έχουμε μια αλλαγή πορείας στο υλικό με το οποίο χτίζει ο Τζαμιώτης την ιστορία του, καθώς εδώ έχουμε μια πρωτότυπη ιδέα για ένα μελλοντικό περιβάλλον όπου κάποιο γραφείο αναλαμβάνει να αντικαταστήσει τον αγαπημένο εκλιπόντα με κάποιον ηθοποιό, μέχρις ότου να σβήσει ο πόνος. Αλλά και ο χρόνος εδώ είναι διαφορετικός, καθώς η πλοκή λαμβάνει χώρα σε ένα απώτερο μέλλον. Η Παραβολή αποτελεί όμως και μια ξεκάθαρη στροφή του συγγραφέα προς ένα πιο ρεαλιστικό σύμπαν, όσο οξύμωρο και αν μοιάζει αυτό αρχικά, ενώ και ο τίτλος από μόνος του φανερώνει πολλά. Στο μυθιστόρημα Η εφεύρεση της σκιάς ο Τζαμιώτης θα περάσει ξεκάθαρα σε ελληνικό έδαφος, μια ιστορία που λαμβάνει χώρα την περίοδο της δικτατορίας, εκεί που ο Ισίδωρος Γεωργίου αναλαμβάνει την παρουσίαση του πρώτου δελτίου ειδήσεων στη νοηματική.
Πέντε χρόνια θα μεσολαβήσουν από το 2008, όταν και κυκλοφόρησε Η εφεύρεση της σκιάς, μέχρι το 2013 και το μυθιστόρημα Η πόλη και η σιωπή. Ο χρόνος είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ, η Αθήνα που μαστίζεται από μια τεράστια οικονομική ύφεση, οι κανόνες της αγοράς που αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ο Αργύρης Τρίκορφος που τα είχε όλα και τα έχασε, ο αγώνας για την επιβίωση, η κατάρρευση της οικογενειακής του ζωής όπως την ήξερε. Ο Τζαμιώτης συνεχίζει αυτό που ξεκίνησε με την Παραβολή, εμπνέεται από αυτό που βλέπει να έρχεται, αυτή η ιδιότυπη προφητεία, που κάποτε ανήκε εξ ολοκλήρου στους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας που αναφέρονταν σε ένα απροσδιόριστο και μακρινό μέλλον, τώρα αποτελεί γνώρισμα της ρεαλιστικής γραφής, το βιβλίο κυκλοφορεί τη στιγμή που αυτό που περιγράφει συμβαίνει, ο συγγραφέας το έβλεπε να έρχεται, όταν ακόμα οι περισσότεροι σφύριζαν αδιάφορα και κήρυτταν πως πρόκειται για παροδικές υπερβολές. Το 2016 θα κυκλοφορήσει Το πέρασμα, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο πια. Στο Πέρασμα, η διορατικότητα του Τζαμιώτη, όχι κάποια μεταφυσική δύναμη αλλά η ικανότητά του να αφουγκράζεται τις συνθήκες που επικρατούν, η οξυδέρκεια στην παρατήρηση και η άρνηση να εθελοτυφλήσει, δικαιώνεται ακόμα πιο εμφατικά. Το πέρασμα είναι η ιστορία ενός μικρού νησιού του Αιγαίου, εκεί όπου ένα βράδυ, παρασυρμένη από τους ανέμους, μια βάρκα με μετανάστες και πρόσφυγες θα βγει σε κάποια απόμακρη ακτή. Λόγω των καιρικών συνθηκών η μετακίνηση των ανθρώπων στο μεγαλύτερο γειτονικό νησί είναι αδύνατη, έτσι λοιπόν ντόπιοι και ξένοι περνούν μαζί κάποιες μέρες. Εδώ ο Τζαμιώτης ισορροπεί περίφημα, χρησιμοποιώντας πλήθος αφηγηματικών φωνών, επιχειρώντας να παρατηρήσει τη συμβίωση από κάθε πιθανή οπτική γωνιά, ένα βιβλίο που θα συνεχίσει να είναι επίκαιρο. Στο προ τριετίας μυθιστόρημά του Ίσως την επόμενη φορά, μια ιδιότυπη ερωτική ιστορία, που ξεκινά με τον ήρωα συγγραφέα να ακολουθεί μια κοπέλα που είδε στο μετρό να διαβάζει το βιβλίο του, καταλήγει σε μια επίκαιρη ιστορία για τη δυσκολία της συντροφικότητας και τη μοναξιά.
Και όλη αυτή η αναδρομή για να φανεί η ιδιαίτερη σημασία του Σε ποιον ανήκει η κόλαση στο συγγραφικό σύμπαν του Τζαμιώτη. Στα κάτι παραπάνω από εκατόν πενήντα (!) διηγήματα της συλλογής συναντά κανείς και τις τρεις περιόδους του corpus του συγγραφέα, γραμμένα με ένα στυλ παλιακό, που θυμίζει κάτι από Μπέρνχαρντ στον Μίμο των φωνών, με μια διάθεση παραβολική, με αναφορές σε διάφορες περιόδους της ελληνικής πραγματικότητας. Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί, ίσως και όχι, και αυτό μικρή σημασία έχει, γιατί έχουν την απαραίτητη δύναμη για να σταθούν, ακόμα και μόνες τους έξω από τη συλλογή. Ο Τζαμιώτης πότε επιλέγει πρώτο και πότε τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο για να διηγηθεί αυτές τις ιστορίες, για να πλησιάσει ή για να πάρει απόσταση από αυτές, για να ενσωματώσει και το εγώ ή για να επινοήσει έναν ακόμα ήρωα. Η ικανότητα του Τζαμιώτη στο χτίσιμο χαρακτήρων είναι απαράμιλλη, κάτι που είναι φανερό και εδώ, καθώς λίγες γραμμές αφήγησης του αρκούν για να μας τους γνωρίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε οι πράξεις τους να είναι ξεκάθαρα δικές τους και όχι συγγραφικές επινοήσεις.
Φαντάζομαι πως κάποιος, διαβάζοντας το κείμενο ως εδώ, θα διατύπωνε το φόβο του για μια πιθανή ύπαρξη διδακτισμού, και δικαιολογημένα, καθώς αυτού του είδους η αφήγηση συχνά διακατέχεται από προθέσεις διδαχής. Εδώ όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τον Τζαμιώτη δεν τον ενδιαφέρει να διδάξει, δεν τον ενδιαφέρει να επισημάνει το σωστό και το λάθος, και σίγουρα δεν τον ενδιαφέρει να ηθικολογήσει. Εκείνο που μοιάζει να τον ενδιαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορεί κανείς να ενσωματώσει την Ιστορία στη λογοτεχνία, ο τρόπος με τον οποίο μπορεί ο λογοτέχνης να μιλήσει για όσα συμβαίνουν χωρίς να επιχειρεί να κάνει τον ιστορικό ή τον δημοσιογράφο, τον τρόπο με τον οποίο αποδεικνύεται η επαναληπτικότητα της ιστορίας, το γεγονός πως η ιστορία ενός μικρού παιδιού στον θεσσαλικό κάμπο περιγράφει με αρκετή σαφήνεια την εποχή και τις συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα εξηγεί και την εξέλιξη των πραγμάτων, που πάντα έχουν τις αιτίες τους. Καμία ιστορία δεν έχει μόνο ένα επίπεδο ανάγνωσης, κάθε μία χρησιμεύει στον συγγραφέα για να αναδείξει κάτι μεγαλύτερο, κάτι πέρα από τα στενά όρια της κάθε ιστορίας. Συχνά επιλέγει το χιούμορ, ένα χιούμορ πικρό, που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο συχνά, όταν δεν μπορεί κανείς να κάνει κάτι άλλο παρά να γελάσει. Καταφεύγει συχνά στην ιστορική αληθοφάνεια, για παράδειγμα στο έργο ενός παραγνωρισμένου ποιητή που καταστράφηκε, σε ένα αμφισβητούμενο από άλλους μελετητές ντοκουμέντο, στη διαμάχη Καβάφη – Καρυωτάκη, στην ανικανότητα του δικτάτορα να σπάσει έστω και ένα αβγό.
Αγαπά ή περιφρονεί ο συγγραφέας τον άνθρωπο; Αυτό μοιάζει να είναι και το ερώτημα που βασανίζει και τον ίδιο τον συγγραφέα, το ερώτημα που κινητοποιεί την ανάγκη του να γράψει και να επικοινωνήσει τις ιστορίες αυτές. Η αγάπη στον άνθρωπο δοκιμάζεται, αναζητά διαρκώς νέες αφορμές, παρότι αποτελεί μια αδιαπραγμάτευτη αξία. Από αυτή την αγάπη πηγάζει και η ανάγκη για κατανόηση, το ενδιαφέρον για τη μελέτη της ιστορίας και η συχνή διαμάχη λογικής και συναισθήματος. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρεται ότι ο Τζαμιώτης θεωρεί την παρούσα έκδοση ως ένα νέο είδος μυθιστορήματος. Η αλήθεια είναι πως αυτό με ιντρίγκαρε αρκετά πριν από την ανάγνωση του βιβλίου. Τώρα, μετά το πέρας της ανάγνωσης, θα συμφωνήσω μαζί του. Αν και κάθε διήγημα διαβάζεται και στέκει περίφημα αυτόνομα, η συνολική ανάγνωση της συλλογής αφήνει τον αναγνώστη με την αίσθηση πως διάβασε ένα μυθιστόρημα, μυθιστόρημα φτιαγμένο από το κύριο υλικό της εποχής μας, την αποσπασματικότητα, τις άπειρες μικρές εικόνες που συνθέτουν το μεγάλο κάδρο, τη διάσπαση της προσοχής, την εναλλαγή των ειδήσεων και των ερεθισμάτων, την ταχύτητα με την οποία περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο, αλλά που αν το εξετάσει κανείς πρόκειται απλώς για διαφορετική εκδοχή του ίδιου θέματος. Σε αυτή την αίσθηση συντελεί και η πυκνότητα που χαρακτηρίζει την κάθε ιστορία.
Εκτενής συλλογή διηγημάτων ή ιδιότυπο μυθιστόρημα, το Σε ποιον ανήκει η κόλαση είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, που πιάνει τον σφυγμό της εποχής και καταφέρνει να συγκεράσει την ταυτόχρονη ανάγκη για πραγματικότητα και μύθο.