Στην παραγραφή όλων ανεξαιρέτως των φορολογικών υποθέσεων που αφορούν τις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς οδηγεί όπως αναμεταδίδει η Ναυτεμπορική, μια νέα απόφαση δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία των κινήσεων των αλλοδαπών τραπεζικών λογαριασμών Ελλήνων φορολογουμένων, ακόμη κι αν δεν αφορούν εισερχόμενα εμβάσματα από ημεδαπούς τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά στοιχεία» που δεν ήταν δυνατό να περιέλθουν εις γνώσιν των ελληνικών φορολογικών αρχών εντός της αρχικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής των υποθέσεων.
Με βάση την απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε πρόσφατα από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, η κοινοποίηση των στοιχείων των κινήσεων των αλλοδαπών τραπεζικών λογαριασμών στις ελληνικές φορολογικές αρχές αυτές μετά την πάροδο της αρχικής πενταετούς περιόδου παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων δεν είναι δυνατό να παρατείνει την προθεσμία παραγραφής για φορολογικό καταλογισμό από πενταετία σε δεκαετία. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, θα μπορούσαν και τα στοιχεία αυτά (όπως και εκείνα που αφορούν τις κινήσεις των ημεδαπών τραπεζικών λογαριασμών) να είχαν τεθεί υπόψη των ελληνικών φορολογικών αρχών και να είχαν αξιοποιηθεί ελεγκτικά εντός της αρχικής πενταετούς περιόδου παραγραφής, αν οι συγκεκριμένες αρχές είχαν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια και είχαν χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που τους παρείχε ο νόμος για να τα λάβουν.
Υπήρχε η δυνατότητα
Ειδικότερα δε όσον αφορά στη «λίστα Λαγκάρντ», το Διοικητικό Εφετείο έκρινε με τη νέα αυτή απόφασή του ότι οι αρμόδιες ελληνικές φορολογικές αρχές είχαν ούτως ή άλλως τη δυνατότητα να λάβουν από την Ελβετία τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των φυσικών προσώπων της λίστας και να τα αξιοποιήσουν στη διενέργεια φορολογικών ελέγχων εντός του αρχικού χρόνου παραγραφής, δηλαδή εντός πενταετίας από τη λήξη των οικονομικών ετών 2006-2008 στα οποία αφορούν οι υποθέσεις της συγκεκριμένης λίστας. Μπορούσαν δηλαδή οι ελληνικές φορολογικές αρχές, σύμφωνα με το δικαστήριο, όχι μόνο να είχαν λάβει αλλά και να είχαν αξιοποιήσει ελεγκτικά και να είχαν ήδη ολοκληρώσει τους φορολογικούς ελέγχους σε όλα τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στη «λίστα Λαγκάρντ» έως και το τέλος του 2013 που έληξε η πενταετής περίοδος παραγραφής όλων των υποθέσεων της λίστας. Και τούτο διότι, σύμφωνα με σκεπτικό του δικαστηρίου, οι ελληνικές φορολογικές αρχές μπορούσαν να είχαν κάνει χρήση νομοθετημένων εργαλείων, όπως η κυρωθείσα στην εσωτερική έννομη τάξη διακρατική «Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας», με την οποία έχει θεσπιστεί καθεστώς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών όλων των κρατών -μελών και της Ελβετίας. Περαιτέρω συνέπεια, σύμφωνα πάντα με την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, είναι να μην μπορούν τα στοιχεία από τις κινήσεις των λογαριασμών του εξωτερικού να χαρακτηριστούν ως «συμπληρωματικά» και να μην είναι δυνατό η περιέλευσή τους στις ελληνικές φορολογικές αρχές μετά την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής, δηλαδή μετά τη λήξη των ετών 2011-2013 να παρατείνει την περίοδο παραγραφής έως τα τέλη των ετών 2016-2018.
Ως εκ τούτου, με βάση τη νέα αυτή δικαστική απόφαση όσοι φορολογικοί έλεγχοι στη «λίστα Λαγκάρντ» διενεργήθηκαν ή και ολοκληρώθηκαν την περίοδο 2014-2018, είναι ουσιαστικά άκυροι, καθώς η προθεσμία παραγραφής των υποθέσεων είχε λήξει ήδη από το 2013!
Γενικευμένη εφαρμογή
Η συγκεκριμένη απόφαση αν υιοθετηθεί κι από το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο κανονικά θα πρέπει να προσφύγει το Ελληνικό Δημόσιο διά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), θα σημάνει γενικευμένη εφαρμογή σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις που περιλαμβάνονται στις λίστες μεγαλοκαταθετών εξωτερικού. Δηλαδή θα ισχύσει και θα προκαλέσει αναδρομική παραγραφή και στις εναπομείνασες μη παραγεγραμμένες υποθέσεις όχι μόνο της «λίστας Λαγκάρντ», αλλά και της «λίστας Μπόργιανς».
Θα παραγραφούν δηλαδή και οι υποθέσεις που είχαν γλιτώσει την εκτεταμένη παραγραφή την οποία είχαν προκαλέσει οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες εκδόθηκαν το 2017 και αφορούσαν τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού της νέας αυτής εξέλιξης με τις ήδη διαμορφωθείσες εξελίξεις τις οποίες προκάλεσαν οι αποφάσεις του ΣτΕ το 2017 για τις κινήσεις των ημεδαπών τραπεζικών λογαριασμών, θα είναι χιλιάδες οικονομικά ισχυροί Έλληνες φορολογούμενοι που φυγάδευσαν τεράστια ποσά σε τράπεζες της Ελβετίας κατά τα έτη 2000-2009, χωρίς να δηλώσουν ούτε ένα ευρώ στην εφορία της χώρας μας, να γλιτώσουν οριστικά και αμετάκλητα από τους ελέγχους και την επιβολή φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων σημαντικού ύψους.
Η εγκύκλιος της ΑΑΔΕ
Η ΑΑΔΕ με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1194/2017 εγκύκλιό της έχει διευκρινίσει ότι δεν θεωρούνται «συμπληρωματικά στοιχεία» και δεν δικαιολογούν την παράταση του χρόνου παραγραφής από πενταετία σε δεκαετία τα στοιχεία που αφορούν την κίνηση τραπεζικών λογαριασμών στην αλλοδαπή και τα οποία δείχνουν είτε ότι οι αλλοδαποί αυτοί λογαριασμοί τροφοδοτήθηκαν με εμβάσματα από λογαριασμούς της ημεδαπής (εξερχόμενα εμβάσματα) είτε ότι οι αλλοδαποί λογαριασμοί τροφοδότησαν με εμβάσματα λογαριασμούς της ημεδαπής (εισερχόμενα εμβάσματα). Κι αυτό διότι και τα στοιχεία αυτά οι ελληνικές φορολογικές αρχές όφειλαν να τα γνωρίζουν και να τα αξιοποιήσουν για ελέγχους πριν παρέλθει η κανονική πενταετής περίοδος παραγραφής.
2.062 πρόσωπα
Η «λίστα Λαγκάρντ» περιλαμβάνει στοιχεία για 2.062 φυσικά και νομικά πρόσωπα με ελληνική υπηκοότητα ή δηλωθείσα διεύθυνση στην Ελλάδα που εμφανίζονται να κατέχουν επενδυτικές μερίδες (τραπεζικούς λογαριασμούς ή/και λοιπά επενδυτικά προϊόντα) στην τράπεζα ΗSBC στη Γενεύη της Ελβετίας, το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2007.
10.588 περιπτώσεις
Η «λίστα Μπόργιανς» περιλαμβάνει στοιχεία για 10.588 περιπτώσεις Ελλήνων με καταθέσεις στην ελβετική τράπεζα UBS. Η λίστα παρελήφθη από τη φορολογική διοίκηση της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας μέσω της Κεντρικής Φορολογικής Αρχής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και παρεδόθη στους οικονομικούς εισαγγελείς το φθινόπωρο του 2015. Περιλαμβάνει στοιχεία για τραπεζικούς λογαριασμούς, το συνολικό υπόλοιπο τον οποίων ανέρχεται σε 3,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2006 και 2,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2008.
Η απόφαση του ΣτΕ
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφαση που έχει εκδώσει ήδη από το 2017 (υπ’ αριθμόν 2934/ 2017) έχει κάνει δεκτό ότι οι κινήσεις των ημεδαπών τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά στοιχεία» τα οποία δεν υπήρχαν στη διάθεση της φορολογικής αρχής πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου παραγραφής του δικαιώματός της για έκδοση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου και ως εκ τούτου η γνωστοποίησή τους μετά την πενταετή αυτή περίοδο δεν μπορεί να παρατείνει την προθεσμία παραγραφής κατά πέντε έτη.