«Τέρμα οι κάλπικες απάτες, τώρα οργανώνουμε την εργατική αντίσταση στους δρόμους» δηλώνει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Χανίων σε ανακοίνωσή του σχετικά με το πέρας των εκλογών, σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα αλλά και εξαπολύοντας τα βέλη του προς την κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα. Παράλληλα, γνωστοποιεί πως θα πραγματοποιήσει το τριήμερο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ 2023 στις 7-8-9 Ιούλη.
Συγκεκριμένα, αναφέρει:
«Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβάλει την αντίληψη ότι το εκλογικό αποτέλεσμα πέρασε ένα σφουγγάρι πάνω από τα εγκλήματα της κυβέρνησής της και άναψε το πράσινο φως για γρήγορη προώθηση των «μεταρρυθμίσεων που θα μας πάνε μπροστά» μέσα σε συνθήκες «πολιτικής σταθερότητας επιτέλους».
Πρόκειται για μια άθλια ιδεολογική επίθεση που τρέχει με μεγάλα ψέματα να προλάβει τις εργατικές αντιστάσεις.
Ακόμα και με το καλπονοθευτικό σύστημα που δίνει 50 έδρες μπόνους στο πρώτο κόμμα, η Νέα Δημοκρατία εκλέγει 158 βουλευτές. Διαψεύστηκαν οι θεωρίες για σαρωτικές πλειοψηφίες ικανές ακόμη και για αναθεώρηση του Συντάγματος. Στην πράξη, η Νέα Δημοκρατία πήρε περίπου τριακόσιες χιλιάδες λιγότερες ψήφους σε σύγκριση με τις εκλογές του Μάη. Η αποχή ήταν ο πρωταγωνιστής αυτών των εκλογών καθώς έφτασε κοντά στο 50%. Τόσο κούφια είναι η πολιτική σταθερότητα που ανοίγεται μπροστά μας.
Μια Νέα Δημοκρατία πραγματικά μειοψηφική στο εκλογικό σώμα ελέγχει με πλειοψηφία 8 εδρών τη Βουλή και παριστάνει ότι ο κατακερματισμός της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης αποτελεί στοιχείο πολιτικής σταθερότητας. Τα λένε αυτά οι ίδιοι προπαγανδιστές που για χρόνια έλεγαν ότι ο «δικομματισμός» είναι δύναμη για το πολιτικό σύστημα.
Με τις θριαμβολογίες τους, προσπαθούν να συγκαλύψουν το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία είναι υπεύθυνη για την επιστροφή στη Βουλή των νεοναζί του Κασιδιάρη. Όλα τα μαγειρέματα με τις τροπολογίες στη Βουλή και τις ρυθμίσεις στον Άρειο Πάγο εκεί κατέληξαν. Η πολιτική των κλειστών συνόρων, ο φονικός ρατσισμός σε βάρος των προσφύγων και των μεταναστών, η πολεμοκαπηλεία ενάντια στην «υβριδική απειλή που μεθοδεύει η Τουρκία εργαλειοποιώντας» τους πρόσφυγες, όλα αυτά έδωσαν αέρα στα πανιά της ακροδεξιάς και η Νέα Δημοκρατία φρόντισε να επισφραγίσει την παρουσία της φασιστικής απειλής με τις προεκλογικές μεθοδεύσεις της.
Σε όλη αυτή την εκστρατεία της, η Νέα Δημοκρατία είχε την συστηματική υποστήριξη της άρχουσας τάξης που έτρεξε να βοηθήσει στη συγκάλυψη και των ψεμάτων και των εγκλημάτων του Μητσοτάκη. Οι δολοφόνοι των προσφύγων έτρεξαν να κηρύξουν τριήμερο «εθνικό πένθος» μετά το νέο έγκλημα στην Πύλο, κρύβοντας με υποκριτικά δάκρυα την ενοχή τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν βγήκαν να κουνήσουν το δάχτυλο σε αυτούς που υπόσχονταν παροχές ενώ στην πραγματικότητα έρχεται νέα επίθεση λιτότητας. «Σφίξιμο» το λένε διακριτικά τώρα και άφησαν τον Μητσοτάκη ανενόχλητο, όλοι αυτοί που έκαναν τους εκβιασμούς με τα Μνημόνια και την Τρόικα.
Εκτός από τη στήριξη αυτή, όμως, η Νέα Δημοκρατία αξιοποίησε και τη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ που άφησε το πεδίο ελεύθερο στον Μητσοτάκη. Στις εκλογές του Μάη είχε ήδη φανεί πόσο καταστροφική είναι η δεξιά μετατόπιση της ηγεσίας Τσίπρα που έλεγε ότι κάθε αριστερή φωνή θέλει να ξαναγυρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ στα επίπεδα του 3-5%. Τελικά τη μεγάλη συρρίκνωση την έκανε αυτή η ηγεσία με τη δεξιά πολιτική της και δεν έβαλε μυαλό ούτε στις δεύτερες εκλογές. Καμιά στήριξη στις απεργίες ακόμα και όταν εργάτες σκοτώνονται στο Πέραμα και το ΕΣΥ καταρρέει. Πίστη στον Φράχτη και στην ΕΕ-φρούριο ακόμα και όταν η πολιτική τους φτάνει στο μεγαλύτερο θανατικό στη Μεσόγειο. Η δεύτερη εκλογική καμπάνια θεωρούσε δοσμένη τη νίκη της ΝΔ και περιοριζόταν στη διεκδίκηση να κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ το κεφάλι στην «προοδευτική αντιπολίτευση». Ο Τσίπρας που χάρισε τη νίκη στον Μητσοτάκη τον Μάη, αγωνιζόταν τον Ιούνη για να μην γίνει ο Μητσοτάκης «παντοδύναμος». Πιο αυτογκόλ δεν γίνεται.
Αυτή τη συλλογιστική, όμως, την υιοθέτησαν και τα άλλα κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Οι δεύτερες εκλογές έγιναν ένας ανταγωνισμός για το ποιος θα είναι αντιπολίτευση, θεωρώντας τη νίκη της ΝΔ σαν δοσμένη. Αυτό ήταν αναμενόμενο για το ΠΑΣΟΚ, αλλά ήταν λάθος για την ηγεσία του ΚΚΕ. Ένα κόμμα της Αριστεράς που υπόσχεται 100% λαϊκή αντιπολίτευση δεν έχει κανένα λόγο να στέλνει αυτή την υπόσχεση στο μέλλον. Αντίθετα, θα έπρεπε να είναι στην πρώτη γραμμή για την ήττα της ΝΔ εδώ και τώρα. Οι καλύτερες συνθήκες για δυναμική εργατική αντιπολίτευση θα μπορούσαν να δημιουργηθούν βάζοντας στόχο να ξεσπάσει ανοιχτά η πολιτική κρίση με τον Μητσοτάκη να μένει κάτω από τις 150 έδρες. Αλλά αυτό θεωρήθηκε «μη ρεαλιστικό». Χωρίς τέτοιους στόχους, όμως, μεγάλο μέρος της λαϊκής αγανάκτησης μεταφράστηκε σε αποχή, αφού η νίκη της ΝΔ είναι «δοσμένη».
Αυτά δεν σημαίνουν ότι η αυξημένη αποχή μεταφράζεται σε παθητικοποίηση ή ακόμα χειρότερα σε συντηρητικοποίηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Είδαμε μεγάλες κινητοποιήσεις ακόμα και μέσα σε αυτή την υποτονική δεύτερη προεκλογική περίοδο: Χιλιάδες στο δρόμο μετά το ρατσιστικό έγκλημα στα ανοιχτά της Πύλου, χιλιάδες απεργοί μετά το νέο εργοδοτικό έγκλημα στο Πέραμα. Ο συγκλονιστικός Μάρτης μετά το έγκλημα στα Τέμπη δεν είναι τόσο μακριά, όσο κι αν η προπαγάνδα της ΝΔ θέλει να τα ξεχάσουμε όλα αυτά. Οι δυνατότητες για μαχητική εργατική αντίσταση είναι υπαρκτές και πρέπει να τις οργανώσουμε.
Οι δυνατότητες είναι πρώτα απ’ όλα αντικειμενικές. Η μακρόσυρτη οικονομική κρίση δεν τελειώνει, κάθε άλλο. Η νέα κυβέρνηση της ΝΔ είναι υποχρεωμένη να περάσει απότομα από τα παραμύθια για αυξήσεις στους μισθούς και στις προσλήψεις στην πραγματικότητα των νέων περικοπών και ιδιωτικοποιήσεων. Δεν είναι ώρα για «περισυλλογή και εσωστρέφεια», είναι ώρα για να οργανώνουμε τις μάχες από τα κάτω έστω κι αν οι κοινοβουλευτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες τραβήξουν χειρόφρενο.
Ένα δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την κρίση του πολιτικού συστήματος που και αυτή δεν έχει τελειώσει, όσο κι αν πανηγυρίζει η ΝΔ. Ο «δικομματισμός» ήταν στοιχείο σταθερότητας στο παρελθόν, αλλά ούτε αυτός μπόρεσε να σταματήσει τις εργατικές εκρήξεις, ακόμα και τότε που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ άθροιζαν μαζί το 80% των ψηφοφόρων. Σήμερα, η «μοναξιά» του Μητσοτάκη δεν είναι δύναμη, είναι αδυναμία για το σύστημα. Η αντιπολίτευση στο δρόμο είναι μονόδρομος για την εργατική αγανάκτηση.
Αυτό κάνει ακόμα πιο επείγον να ξαναστήσουμε το αντιφασιστικό κίνημα που έστειλε τη Χρυσή Αυγή στη φυλακή. Δεν πρέπει να αφήσουμε κανένα περιθώριο στους Σπαρτιάτες του Κασιδιάρη να βοηθήσουν στην αποφυλάκιση των νεοναζί καθώς θα πιέζουν για να πέσουν στα μαλακά στη δεύτερη δίκη τους. Ακόμη περισσότερο δεν πρέπει να αφήσουμε να ξαναφανούν στους δρόμους οι φονιάδες του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν φορώντας ξανά τον μανδύα του πολιτικού κόμματος. Ξέρουμε ότι εκεί κρύβεται εγκληματική ναζιστική οργάνωση και καθήκον μας είναι να μην επιτρέψουμε την ανασύνταξή της.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς προσπάθησε να πάει κόντρα στο ρεύμα της ηττοπάθειας που σημάδεψε τις δεύτερες εκλογές, αλλά δεν το κατάφερε. Είχε και αυτή διαρροές προς την αποχή. Προφανώς η ευθύνη για το γενικότερο κλίμα που επικράτησε ανήκει στις ηγεσίες των μεγαλύτερων δυνάμεων της Αριστεράς. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν έχουν ανάγκη την πολιτική συζήτηση που ανοίγει για την εκτίμηση της περιόδου και τις στρατηγικές που χρειάζεται η εργατική αντίσταση για να προχωρήσει.
Αυτή η συζήτηση δεν είναι «εσωτερική υπόθεση». Έχει να κάνει με τις αναζητήσεις χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών της Αριστεράς που εξοργίζονται με τις προκλήσεις της ΝΔ και τις αποτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ. Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κάτι αδιάφορο για τον κόσμο της Αριστεράς, μια κρίση «ενός ακόμη αστικού κόμματος». Είναι μια κρίση που βαραίνει πάνω στον κόσμο που θέλει να παλέψει, όπως φάνηκε και στις κάλπες, και τώρα είναι η ώρα να μιλήσουμε για τον άλλο δρόμο που πρέπει να πάρει η Αριστερά.
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα είναι ενταγμένο στον επαναστατικό δρόμο και αυτή είναι η στρατηγική που θέλει να προωθήσει. Το τριήμερο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ 2023 που οργανώνει το ΣΕΚ στις 7-8-9 Ιούλη είναι η πρώτη ευκαιρία που έχουμε όλοι και όλες να ξεκινήσουμε δυνατά τη διαδικασία ανασύνταξης και αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος μετά τις κάλπες».