Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Σελίδες

Νόμιζες πως θα με ξεγελάσει ο ολετήρας Χρόνος. Αλλά όχι. Οι μνήμες με συντροφεύουν ολοζώντανες. Θυμάμαι τους μακρόσυρτους διαλόγους μας, τις νύχτες που δεν έλεγε να ξημερώσει, τις συζητήσεις για το κάθε τι, τις φωτεινές και πιο δύσκολες στιγμές. Θυμάμαι τις μέρες της έντονης περισυλλογής, την αναδρομή σε όλα τα γεγονότα της ζωής σου και τις εκφρασμένες ρητά σκέψεις και επιθυμίες σου. Θυμάμαι και το πρωινό εκείνο που ήρθε να σε καταβροχθίσει ο δυσειδής γίγαντας, που καταλύει ό,τι έχει ζωή και το πραγματικό όνομά του είναι Κρόνος. Αλλά εσύ ήσουν πανέτοιμη, αποφασισμένη να τον αντιμετωπίσεις ατρόμητα. Κατόρθωσες να πλήξεις ανεπανόρθωτα το κύρος του, λίγο το έχεις αυτό;

Στον παυσίλυπο τόπο κάποια χέρια φροντίζουν ακούραστα το γιασεμί που μεγαλώνει, για να πετάξει βλαστούς και να πλέξει αψίδα πάνω από τα μάρμαρα. Η φωτογραφία σου, πλαισιωμένη από λόγια αγάπης, βρίσκεται εκεί. Αλλά εσύ δεν βρίσκεσαι εκεί.

Σε βλέπω να κρατάς την κουπαστή της σκάλας του σπιτιού μας στο χωριό και να ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια προς τη βεράντα. Πίσω σου, αφοσιωμένη σε κάθε βήμα σου, έρχεται η άλλοτε περιπλανώμενη στους δρόμους Ντέγια, με τη γλυκιά έκφραση και τον απαράμιλλο χαρακτήρα. «Ήρθαμε πάλι στο κελλάκι μας!» σε ακούω να αναγγέλεις χαρούμενη σε συγγενείς και φίλους. Πραγματικά… Μικρός ο χώρος του σπιτιού, αλλά με τόσο καθάριο αέρα, με τόσο δροσερό νερό που χαιρόσουν να λούζεσαι στο ύπαιθρο, με το τραγούδι της ρεματιάς και την απαράμιλλη θέα στην «πράσινη θάλασσα», όπως έλεγες, με τον ουρανό γεμάτο διαγραμμίσεις από τις συνεχείς πτήσεις των περιστεριών που φωλιάζουν στο αποκρημνο πάρκο μας, τι άλλο περισσότερο να θέλαμε?

Σούρουπο Κυριακής. Φθινόπωρο. Ακούγεται το κρώξιμο μιας κουρούνας, ψηλά, πάνω από το αλώνι. Από τα καφενεία στην πλατεία ακούγονται φωνές πατεράδων και παιδιών. Είναι οι λιγοστοί επισκέπτες της Κυριακής.

Ακούω, σε κάποια στιγμή, τη βροντώδη φωνή του Ευθύδημου, που υποδέχεται κάποιους επισκέπτες: «Καλησπέρα, μωρέ κοπέλλια! Ελάστε!». Έξυπνη συγχώνευση δύο λέξεων (Ελάτε + περάστε) σε μία, σκέπτομαι.

Τρίτη μέρα της μοναχικής διαμονής μου στο χωριό και πήρα στα χέρια μου το παλιό ντοσιέ με εξώφυλλο από καφετιά δερματίνη. Οσφραίνομαι το χρόνο στις σελίδες, που απελπίστηκαν να προσμένουν μήπως εμπιστευθεί κάποιος τις σκέψεις του στην πολυκαιρισμένη επιφάνειά τους. Κάθομαι, λοιπόν, στην τσιμεντωμένη αυλή που κατά τόπους σκεπάζεται από βρύα. Κάθομαι πλάι στη λεμονιά, που μετρά εικοσαετία και μόνο φέτος καλύβωσε, δίχως εσύ να προφτάσεις να χαρείς την πράσινη καλύβα. Γράφω.

Σκύλοι γαυγίζουν, αρνιά βελάζουν. Ακούγεται για λίγο ο ήχος από τα χτυπήματα μιας μπάλας στην Παιδική Χαρά. Η ζέστη της μέρας φεύγει. Ακούω το βροντώδη ήχο της πόρτας που κλείνει στο σπίτι της Αρσινόης, καθώς εκείνη ξεκινά να πάει να ποτίσει τα λουλούδια σε όλη την πλατεία.

Πήρα τα πιατάκια της Ντέγιας, που έφυγε πριν από σένα, και έβαλα στο ένα νερό και στο άλλο τόνο από την κονσέρβα. Ακούμπησα τα πιατάκια στον τοίχο της αυλής. Ελπίζω να φανεί ο ασπρόμαυρος γάτος που μένει, ελεύθερος και ανεξάρτητος, στις αγριάδες, στην κορφή του λόφου. Ελπίζω να έρθει και να γνωριστούμε.

Ευωδιάζουν γύρω μου, τώρα που νυχτώνει, λεμονιές και γιασεμιά. Τώρα μόλις άναψαν τα φώτα της ΔΕΗ στην αυλή. Ελπίζω ν’ ακούσω κι απόψε το μικρό βατραχάκι, που φωλιάζει σε κάποια ρωγμή του πετρόχτιστου φράχτη και τραγουδά τα βραδάκια, ιδίως όταν όλα είναι ποτισμένα και υπάρχει δροσιά γύρω.

«Η καλή νοικοκυρά με το κουτάλι κλώθει!» ακούω τον μελωδικό ήχο της φωνής σου. Η εμψυχωτική αυτή φράση ερχόταν συχνά σε επίρρωση της ικανότητάς σου να βρίσκεις λύση και στα πιο δύσκολα, χάρη στον ευρηματικό νου και τη δημιουργική φαντασία που διέθετες.

Ο γάτος ήρθε. Διστακτικά πηγαίνει κατά κει που βρίσκονται τα πιατάκια…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα