Ξεστρατίζουν αυτόν τον καιρό τα μελτέμια κι οι δροσιές από τα βορεινά, κατηφορίζουν νότια κι αγκαλιάζουν την Κρήτη ξυπνώντας τον Σεπτέμβρη. Αρχίζει να φθινοπωριάζει στα βουνά και στα λαγκάδια στις πλαγές, και στις κοιλάδες του Νησιού. Συνάζονται τα πουλιά για το μακρύ ταξίδι του Νότου καθώς τα πρώτα χιονάτα σύννεφα σκιάζουν τον καταγάλανο καθάριο αιθέρα. Ας πάμε νοερά σε χρόνους παλιούς, σχεδόν ξεχασμένους κι ας πούμε πως είμαστε εκεί, κομμάτια μικρότατα μιας άλλης ζωής…
Την πρώτη του μήνα, πρωί – πρωί, πριν ανατείλει ο ήλιος αντηχούν πάλι μιλιές στα χωριουδάκια. Οι φαμελιές σηκώνονται νωρίς, νίβονται και ντύνονται και κάθονται κοντά στο πυρομάχι για να πιούν τον καφέ, τη μαλοτύρα ή το φρέσκο ζεστό γάλα που ετοιμάζουν προκομένα οι νοικοκυρές. Σε λίγο γεμίζουν τα σοκάκια γελαστές καλημέρες και πρωτομηνιάτικες ευχές καθώς άντρες και γυναίκες βγαίνουν απ΄τα σπίτια για τα περιβόλια και τους κήπους. Ο γεωργός κόβει απ’ τη ρογδιά το “ρόγδι το Σετεμπριανό” για να το βάλει στη βούργια της σποράς. Μέσα στο τραχύ ύφασμα σπόρος και ρόγδι θα συντροφέψουνε το ένα το άλλο.
Και σαν αποσπείρει ο σποριάς, στο τελευταίο σπαρμένο αυλάκι, θα σπάσει το ρόγδι και θα ευχηθεί :
-Το ρόγδι το Σετεμπριανό όσους καρπούς σκορπίσει ετόσα μόδια κι ο ζευγάς καρπούς ν’ απαλωνίσει.
Οι καρποί και τα φύλλα απ΄το τσακισμένο ρόγδι θα σκεπαστούν με το χώμα και θα κοιμηθούν με το νιοσπαρμένο σπόρο, καλοτυχίζοντας τον.
Οι καλοκυρές κι οι κοπελούδες στο μεταξύ συνάζουν δάφνες και μυρτιές και ρίγανη στις ακροποταμιές και στα ρυάκια βρέχουν τα πόδια τους και μαζεύουν βότσαλα και χοχλιδάκια του νερού. Σαν αρχίσει και ξεδιπλώνεται στον ουρανό ο ήλιος, κι απλώνεται κι αγκαλιάζει τον κόσμο, ξεκινούν για το σπιτικό τους και οι αγρότες. Στην πόρτα ο κύρης κάνει το σταυρό του, εύχεται και με το δεξί μπαίνει στο σπίτι, κάνοντας το ποδαρικό. Τρία ρόγδια με ολόγλυκες κατακόκκινες, τριζάτες καρδιές κρεμιούνται, δεμένα μαζί στο μεσιανό δοκάρι, του σπιτιού για να φέρουν χαρά και ευτυχία.
Οι νοικοκυρές μπαίνουν στους μαγατζέδες και στις αποθήκες των σπιτιών και βάζουν πάνω στα βαρέλια και στα σακιά με τα γεννήματα τις μυρισμένες δάφνες και τις ευωδιαστές μυρτιές μαζί με τα βότσαλα και τα χοχλιδάκια για να τα προστατέψουν από χάλασμα ή σάπισμα.
Κυλούν οι μέρες του Σεπτέμβρη, δροσάτες και η κάθε μια γεμίζει από δουλειές και έγνοιες.
Φεύγουν οι γεωργοί με τους βοηθούς τους για τα χωράφια οι νοικοκυρές καταστένουν το τσικάλι τους που αρχίζει να τραγουδά στο πυρομάχι.
Οι κοπέλες του σπιτιού βοηθούν τη μάνα τους στις σπιτικές δουλειές, ποτίζουν τα γλαστράκια με τους καντηφέδες και με γελάκια καμπανιστά ανεβαίνουν στα δώματα. Σκουπίζουν τις στέγες απ΄ τις σκόνες και τα ξερόκλαδα, τα απομεινάρια του καλοκαιριού, για νάβρει εύκολα το δρόμο της η βροχή σαν θάρθει. Πέρα μέσα στους κήπους και στα σώχωρα, τα μικρότερα αγόρια και κορίτσια παίζουν με φωνές και γέλια, κόβουν πού και πού κανένα τσαμπί σταφύλι, ένα σύκο, συνορίζονται ποιος θα το φάει κι ακούγεται λαγαρή, κελαρυστή η φωνή τους :
-Αποσυκήσαν κι οι συκές, τρυγήσαν και τ’ αμπέλια.
Ε, δε, το κακό το πάθανε κοπέλες και κοπέλια!
Αυτό το μήνα, σαν μεσημεριάζει, ο ήλιος είναι φωτεινός κι ολόχρυσος μα δεν καίει πια. Ριπιδιάζει η θάλασσα κι αναριγούν τα φύλλα από το φύσημα τ΄αγέρα καθώς μαζεύονται στα σπίτια οι χωρικοί γύρω από το τραπέζι: Σπιτίσιο ζυμωτό ψωμί, μερικές ξυδάτες ελιές, μια γλυκειά σαν μέλι ντομάτα και το φτωχικό μα καλοψημένο, νόστιμο, ζεστό φαί που η μάνα μοιράζει μ΄αγάπη στα πιάτα. Μετά την μικρή ξεκούραση του απομεσήμερου, ο γεωργός φεύγει πάλι για το χωράφι η νοικοκυρά καταγίνεται με τις δουλειές του σπιτιού.
Οι κοπέλες ξετυλίγουν κάτασπρες πετσέτες περνούν τις πλεξούδες τις κλωστές στο λαιμό τους και ξεκινούν το ράψιμο σε αρχινισμένα πιτήδεια κεντήματα, σεντόνια, πετσέτες μαξιλάρια. Καθώς η βελόνα χάνεται και ξαναβγαίνει από τον άσπρο αφρό, σχηματίζοντας σχέδια ονειρεμένα, ψιθυριστά, κουδουνιστά, βγαίνει και το λιανοτράγουδο από τα κοριτσίστικα χείλια.
Μέσα στην κουζίνα η καλοκυρά βρίσκει και βάζει στην άκρη του ντουλαπιού την μικρή πήλινη λεκανίτσα που θα μαζέψει αργότερα τις πρώτες σταγόνες απ΄τα πρωτοβρέξια. Αυτό το ευλογημένο νερό θα ζυμωθεί με προζύμι και θα γίνει γλυκό μαύρο ψωμί.
Σαν παίρνει να σουρουπώνει τα Σεπτεμβριάτικα βράδια κι ακούγεται η καθάρια φωνή της καμπάνας του σπερνού οι κοπελούδες μαζεύουν τα κεντίδια, η μάνα ανάβει το καντηλάκι στα εικονίσματα και κάνουν το σταυρό τους με ευλάβεια. Γυρίζοντας οι αγρότες στα σπίτια τους, νοματίζοντας τα χτήματά τους, κουρασμένοι, πλένουνται και αλλάζουνε τα ρούχα της δουλειάς. Κ ύστερα από το βραδυνό φαί, μαζεύονται στις αυλές και στα λιακωτά, συντροφιές – συντροφιές οι φαμίλιες και οι γείτονες για την αποσπερίδα. Καθισμένοι στα πεζούλια, ήρεμα, σιγανά, ξεκινούν την κουβέντα. Για τις δουλειές, για τα ζώα, για τις γιορτάδες του μήνα αυτού: του Άη – Σώστη, τη Γέννηση της Παναγιάς, του Ιωακείμ και της Άννας, του Άη – Νικήτα και πάνω απ’ όλες τη σκόλη του Τιμίου Σταυρού που ξορκίζει όλα τα στοιχειά και τα δαιμόνια σαν περνά και σκίζει την νύχτα, λάμποντας στον ουρανό. Γαλήνια, αντηχούν ιστορίες αληθινές και παραμύθια. Τυλίγονται οι γυναίκες στους ελαφρούς μποξάδες τους, ριγώντας, για να προφυλαχτούν απ’ το νυχτιάτικο αγιάζι.
Οι μεγαλύτεροι παρατηρούνε τ΄ άστρα, ξεχωρίζουνε τους αστερισμούς και μαντεύουν το καιρό. Μέσα στον σκοτεινογάλαζο ουρανό φαντάζει τόσο κοντινός ο Ιορδάνης ποταμός και λαμπυρίζει η Πούλια.
Σιγά – σιγά, αραιώνουν οι κουβέντες και χάνονται. Κλείνουνε απαλά οι πόρτες και τα παραθύρια μοιάζουνε με σφαλιχτά μάτια ανθρώπου που κοιμάται ύπνο ήρεμο και γαληνεμένο. Στο Σεπτεμβριάτικο αγέρι ανατριχιάζουν τα φύλλα και τα κλαδιά αναδεύονται σαν χέρια. Οι δουλευτάδες κοιμούνται κουρασμένοι από τον μόχθο της μέρας, ονειρεύονται οι κοπέλες και τα παλληκάρια, και οι καλομάνες ανασηκώνονται να σκεπάσουν το μωρό τους.
΄Εξω, αναλυώνει τ΄ασήμι του το φεγγάρι στα καλντερίμια, τρεμουλιάζουν τ΄αστέρια, καντήλια ατίμητα στην εκκλησιά του Πλάστη και αναριγούν δέντρα και θάμνοι στην δροσάτη ανάσα της νύχτας. Στις γλάστρες αχνοκουνιούνται τα λουλουδάκια κι οι πρασινάδες κοιμισμένα, καθώς σαν ευλογία η αστροφεγγιά, αγκαλιάζει τον βασανισμένο κόσμο της Κρήτης.
Ένας Σεπτέμβρης κάποτε στο Νησί μας, η ζωή κάποτε στον τόπο μας, – απλή, φτωχική, γεμάτη κούραση κι αγώνα για την επιβίωση, με αξίες κι αξιοπρέπεια, με διδάγματα για τα παιδιά, αλλά και με ελπίδες. Σήμερα;