• «Χαρά στα μάτια π’αξιωθούν την Κρήτη να τη δούνε»
ΤΟ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ για τις άπειρες, τις ανεξάντλητες ομορφιές του ευλογημένου τούτου τόπου, είναι ένα ελάχιστο “άντίδωρο” για όσα σου προσφέρει. Γιατί η Κρήτη, όντας μοναδική σε “πλούτο”, είναι ένας επίγειος παράδεισος: της δίνεις ένα, σου επιστρέφει δέκα! Αυτάρκης ο κόσμος της, γενναιόψυχοι και γενναιόδωροι οι άνθρωποί της:
“Όλα τα παλληκάρια μου
θα σε καλοδεχτούνε
Κι ό,τι ‘χουν θα το μοιραστούν,
με σένα θα γευτούνε”, λένε.
ΟΤΑΝ, μετά από χρόνια, ανακαλύπτεις την αυθεντική ζωή των Κρητικών και σου επιτρέψουν αυτοί να μπεις στα “σώψυχά” τους, ε, τότε μπορείς να πεις πως άγγιξες την ψυχή και την ομορφιά τους. Δεν είναι μόνο η φυσική γοητεία γύρω που σε αγριεύει ή σε γαληνεύει: η ποικιλομορφία του χώρου (γυμνό και άγριο βουνό, σκουροπράσινος κάμπος και μια θάλασσα πλανεύτρα) δεν σ΄αφήνει να πλήξεις. Το νησί διατηρεί χαρακτηριστικά και του ελλαδικού τοπίου γι αυτό και γέρνει στο να είναι μια μικρή “ήπειρος”. Έτσι, έχει το ιδιαίτερο γνώρισμα ότι ο φυσικός χώρος του δεν είν΄ αποτέλεσμα απλών στοιχείων (μια ελιά, ένα ξωκκλήσι, ένα αμπέλι, μια θάλασσα). Εδώ θα νιώσεις το κατάλευκο γιασεμί να σου σπάει τη μύτη, θα δεις ένα περίκλειστο βυζαντινό ή βενετσιάνικο μοναστήρι να σε καλεί σε περίσκεψη, θα αντικρίσεις ένα φρούριο-βιγλάτορα να δεσπόζει. Θα ακούσεις ένα ριζίτικο σε μια γλεντοπαρέα, θα θαυμάσεις τον απίθανο έναστρο ουρανό και θα εκπλαγείς από μια αρμαθιά δυνατών λέξεων…
ΟΠΟΥ κι αν βρεθείς, τα μάτια σου γεμίζουνε φως: αυτό το εκτυφλωτικό κρητικό φως, το διάχυτο παντού -που δεν αφήνει τίποτε “σκοτεινό”. Ένα φως εκθαμβωτικό που τη μονοτονία του σπάζει μια κόκκινη κεραμωτή, ένας πέτρινος βράχος, ένας φιδίσιος δρόμος, ένα καμπαναριό, κάποιο φαιοπράσινο αλσύλλιο. Εδώ, δεν ζεις μόνο την ηρεμία των αισθήσεων και της ψυχής· δεν συναντάς μόνο τη λιτή, την εξαγνισμένη από τα πάθη και τους αγώνες κρητική ομορφιά που αποτυπώνεται παντού… Όλο το νησί βρίσκεται σε αδιάκοπη μάχη ενάντια στην ασχήμια του σήμερα. Παλεύει ενάντια στην αλλοτρίωση που φέρνει η παγκοσμιοποίηση, για να σώσει την πολύτιμη παράδοσή του. Η κρητική ομορφιά, το φως, επιβιώνει δίνοντας αέναες μάχες εναντίον των σκοτεινών καιρών που διανύουμε.
ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ στην Κρήτη, όταν το καλοπροσέξεις, σου γεννά αυθόρμητα μια φιλοσοφική διάθεση: ποιο το νόημα της ζωής μας; Η θεϊκή εικόνα που αποκαλύπτει ο τόπος σε κάθε γωνιά του, είναι πρόκληση (και πρόσκληση) για απόλαυση του σήμερα (carpe diem). Η ζωή στην Κρήτη έχει τη δική της ιδιόμορφη γεύση (joie de vivre). Το νόημα ζωής που σου προσφέρει το νησί, συμπληρώνεται ιδανικά από τον γερο-κρητικό που θα συναντήσεις στο σεργιάνι σου, με τα στιβάνια, τη βράκα και τη μαντίλα στο κεφάλι. Κι αν του “κουβεδιάσεις”, μόνο σοφές κουβέντες θα ακούσεις να σου λέει:
“Μη χαίρεσαι των αλλονώ/ την πίκρα και τον πόνο,
Γιατ’ ούλα συχναλλάσσουνται/ στο μήνα και στο χρόνο”.
ΕΝΑ όμορφο χαρακτηριστικό των κατοίκων του νησιού είναι η βαθιά πίστη τους στο Θεό της Κρήτης, που ρυθμίζει τη ζωή των πάντων:
“Κι ά κάθομαι κι α πορπατώ/ κι ά στέκω κι ά κοιμούμαι
Σαν το θελήση ο Θεός/ με τσί νεκρούς λογιούμαι”.
ΣΕ ΤΟΥΤΟ τον τόπο και “ζωηρός” να μην είσαι, και γλεντιστής να μη λογίζεσαι, σαν χαλαρώσεις λίγο και αφεθείς στους ρυθμούς του κρητικού “modus vivendi”, χωρίς να το πολυκαταλάβεις αλλάζεις:
“Χόρευε και ξεφάντωνε/ εδά πού ν’ ο καιρός σου,
Πριχού φυσήξη ο βοριάς/ και ρίξη τον αθό σου.”
ΕΝΑΣ “πολικός αστέρας”, ένας οδηγός ζωής είναι η Κρήτη: με την υγιεινή διατροφή της (κρητική διατροφή), τα μουσικοχορευτικά ξεφαντώματά της (κρητικό γλέντι), τα σπάνια βότανά της (θεραπευτική Κρήτη), τη σκληρή δουλειά των ανθρώπων, τον παθιάρικο έρωτά τους (κρητικός έρωτας), την αγάπη για τον συνάνθρωπο, το πάθος για ζωή, τον σαρκασμό του θανάτου, την καλλιτεχνική φλέβα, την ποίηση, το καλό φαγητό, την πίστη στις παραδόσεις, τις μαντινάδες:
• “Γιατ’ είν’ πολλές οι χάρες μου που θάχης να θυμάσαι,
Που σκλάβο τους θα σε κρατούν ώστε να ζής και νάσαι”.
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, όποιος ζήσει “εκ βαθέων” το νησί, αντιλαμβάνεται πως η ψυχή ενός αυθεντικού Κρητικού έχει άλλα “φόντα”: άλλα θεμέλια την ορίζουν. Το είπε ο Ν. Καζαντζάκης, το τόνισε κι ένας ξένος που έζησε ως το μεδούλι την Ελλάδα και την Κρήτη: ο Γάλλος Ζακ Λακαριέρ (Jacques Lacarrière, -2005), ένας “heureux errant” (=ευτυχής περιπλανώμενος) συγγραφέας και στοχαστής. Γράφει, μεταξύ άλλων, στο σπουδαίο βιβλίο του για την Ελλάδα (“Το Ελληνικό Καλοκαίρι”, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, 4η έκδοση, 1980, σελ.99):
“… Γράφοντας αυτές τις γραμμές μού΄ρχεται στο νου αυτός ο όρος, τόσο ωραίος και τόσο εντυπωσιακός στην ελληνική του απόδοση, με τον οποίο οι Κρήτες ονομάτιζαν τη Μεγάλη θεά: Πότνια θηρών, η Αρχόντισσα των αγριμιών. Νιώθει κανείς ότι αυτή η ευτυχία, αυτή η χαρά της ζωής, τόσο έκδηλη στα πρόσωπα των τοιχογραφιών, είναι θεμελιωμένη πάνω στην αξιοσύνη και την ελεγχόμενη συνύπαρξη των κόσμων του ερέβους και του ήλιου. Στην Κρήτη συνοίκησαν τα δυο όντα που ως προς τα σύμβολα και τις λειτουργίες τους υπήρξαν κατ΄εξοχήν ενάντια: ο Μινώταυρος κι ο Ίκαρος, το καταχθόνιο τέρας και ο φτερωτός άνθρωπος, ο εφιάλτης του ανθρώπου-ταύρου και το όνειρο του ανθρώπου-πουλιού…”
ΣΤΗΝ Κρήτη, λοιπόν, ρεμβάζοντας αυγουστιάτικα κάτω από έναν απέραντο ξάστερο ουρανό που αγκαλιάζει τη γη και γίνεται ένα μ΄αυτήν, γιατί να μην έχεις την αίσθηση ότι ζεις μια ζωή λουσμένη συνεχώς από ένα ατέλειωτο όνειρο; (21/8/20)