Εμπούχτισα από τη σιωπή και τη βουβαμάρα απού απολαβάνω τσοι τελευταίους καιρούς, π’ αθρώπους θωρώ μ’ αθρώπους δε γροικώ. Σα τσοι κακιές και μοχθηρές νεράιδες, οι τηλεοράσεις και τ’ άλλα ηλεκτρονικά εφευρήματα τσ’ αθρώπινης διανόησης αφαιρέσανε τη λαλιά ντωνε πρέπει.
Kι ενώ κάνουνε συντροφιές δε συνομιλούνε όμως μεταξύ των, παρά προσηλωμένοι ομπρός στσ’ οθόνες τουτονά των εφευρημάτω, τα πασπατεύουνε. Κι έτσα περνά η γι ώρα ντωνε όπως φαντάζομαι κι απολαβάνουνε την άχαρη ζωή ντωνε. Και δε μας έφτανε τουτηνά η γι αφωνία παρά μας ήρθε κι ο δαιμονισμένος ιός κι μας έφερε τσ’ απαγορέψεις και τσοι περιορισμούς και δε μπορούμε να πορίσομε όξω, να βρούμε αθρώπους απού συνεχίζουνε κι εκείνοι να χρησιμοποιούνε το προφορικό λόγο, συνομιλώντας διά ζώσης, όπως ελέγανε μια φορά και κάνανε οι γι αθρώποι ως εδά.
Γι’ αυτό κι απογοητεμένος από τουτεσάς τσοι συμπεριφορές, επέταξα τη μάσκα κι έσπασα τ’ απαγορευτικό, κι αγκάναρα τη θύμησή μου και με τη συντροφιά των αναμνήσεών μου εξεκινήσαμε για να σεργιανίσομε στσοι παλιούς καιρούς. Ήτανε Νικολοβάρβαρα όπως αναστορούμαι· εποχή απού κι οι τοίχοι παγώνουνε, όπως ελέγανε παλιά, έπαε στα κατωμέρια. Σε πολλά λιόφυτα το μαζωχτό είχε τελειώσει και τα σπαρτά είχανε από καιρό σταματήσει, τα κατακαίρια ήρχουντανε το ‘να πίσω από τ’ άλλο. Για κείνο και τα όρη είχανε ντυθεί τη χειμωνιάτική ντωνε φορεσιά, και τα χιόνια απού ήτανε σωριασμένα απάνω ντωνε επαιχνιδίζανε τσοι λιόλουστες μέρες με τσοι λαμπερές αχτίνες του ήλιου κι αστραφταλίζανε σα πολύχρωμα μικροσκοπικά τζοβαϊρικά, απού κοσμούσανε το παλιό καιρό τσοι γυναικείες φορεσιές.
Η ζωή των αθρώπω εσυνεχίζουντανε όπως πάντα. Τσοι καματερές μέρες στσοι δουλειές τωνε, τσοι σκολάδες τσοι ξαργιούσανε κι αν δεν ήτανε πράμα πανηγυράκι έπαε στο χωριό ένα γύρω. Εκάνανε τη βόλιτά ντωνε όπου ‘χανε σπαρμένα και τα καμαρώνανε απου φυτρώνανε κι εθωρούσανε κιόλας αν είχανε γενεί ζημιές από τη βροχή, γιατί όπως ελέγανε «τ’ αφεντικού τ’ αμάτι κοπρισιάνε στο χωράφι» κι ύστερα εκαταταλήγανε στσοι καφενέδες για να συναναστραφούνε με τσ’ άλλους χωριανούς τωνε για να περάσει η γη ώρα ντωνε. Τσοι μέρες εδά απού επλακώνανε καινούργια κατακαίρια κι οι νεροβοριάδες κι οι μαϊστροτραμουντάνες εκυριαρχούσανε όξω, κι είχανε κανομένα τα γδυμνά κλαδιά τω δεντρώ λύρες και βιολιά και παίζανε με τσοι φυσές τωνε δοξαριές σα χαρισματικός και δεξιοτέχνης οργανοπαίχτης τσοι χειμωνιάτικους σκοπούς τωνε.
Τούτεσας τσοι ζόρικες μέρες αφήνανε κάμποσοι τσοι σκαμπιλαδόρους να καταχτυπούνε τα κότσια ντωνε στο τραπέζι απού εσκαμπιλοπαίζανε στσοι καφενέδες, κι εκείνοι επχιαίνανε «για φίλου σπίτι», για να περάσει η γι ώρα ντωνε όμορφα κι ευχάριστα. Έκεια τσοι καλοδέχουντανε η πάντα πεσίχαρη σπιτονοικοκερά με το καθιερωμένο πιοτό τσ’ υποδοχής, τη τσικουδιά και με τα συνηθισμένα συνοδευτικά σταφίδες, αμύγδαλα, συκοπιταρίδες κι ό,τι άλλο είχε αποθηκέψει με την αξιοσύνη της, η νοικοκερά, στα ντολάπια τση.
Κι απόις η γι ίδια εμπαινόβγαινε για να σερβίρει με το βρισκούμενο, όπως ελέγανε, ελιές από το κουρούπι, τσοι σαρδέλες από το φανάρι απού τσ’ είχανε στερεμένες, κάμποσες αμπουρνελάτες ντομάτες κρεμαστές από τσ’ αρμαθιές απού ήτανε κρεμασμένες στα δοκάρια τση κουζίνας και λίγα κρομμύδια από τσοι πλεξάνες απού εκρέμουντανε στσ’ αποθήκες τωνε, ψωμί, λάδι και παξιμάδα κι απόις έφερνε και τα ποτήρια με το κρασί, τσ’ εκαλοσώριζε καλόκαρδα τη συντροφιά με το δικό τση ποτήρι και τσ’ άφηνε να λένε τα δικά ντωνε κι εκείνη εσυνέχιζε να διασονίζεται με τσ’ υποχρεώσεις τση και τη λάτρα του σπιθιού τση.
Η συντροφιά, από στιγμή σε στιγμή εγίνουντανε και πλια εύθυμη, τσιμπολογώντας και σιγοπίνοντας εροζονάρανε του καλού καιρού, πότε για το ‘να και πότε για τ’ άλλο, και πέρνα η γι ώρα ντωνε ευχάριστα, και εξεχνούσανε κιόλας τα βάσανα και τσοι δυσκολίες από τη καθημερινή ζωή ντωνε. Ήτανε και φορές όμως απου τσοι μέρες τουτεσάς απού ήτανε επαναστατημένα τα στοιχεία τση φύσης, κι εξαργιούσαν κατ’ ανάγκη. Αντί για φίλου σπίτι, εξετρατεύανε για τη ριζοβουνιά, για τσοι σπήλιους και τα κονάκια απού ήτανε χτισμένα στα χειμαδιά κι εδίανε οι βοσκοί απούχανε κατεβασμένα επαέ στα κατωμέρια τα οζά ντωνε από τα όρη για να μη τα πλακώσει το χιόνι εκειά.
Για να μην είναι το λοιπός κι εκείνοι μοναχοί ντωνε τουτεσάς τσοι ζόρικες χειμωνιάτικες μέρες ετοιμάζανε τα σακούλια ντωνε και τα γεμίζανε με λάδι, ψωμί, παξιμάδια κι ότι άλλο θα ήτανε αναγκαίο σε τούτουσας τσοι τόπους, και πέρνανε τσοι φλάσκες με το μαρουβά κρασί κι εξεκινούσανε. Η γι αλήθεια ήτανε πως δε τσ’ αλικοντίζανε τ’ ανεμοτσάπουρα κι οι νεροβοριάδες, γιατί ‘τανε έτσα μαθημένοι. Εκεια τσοι καλοδεχτήκανε οι βοσκοί με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, και δεν αργήσανε κιόλας να κασαπιλέψουνε τη γεροντοπροβατίνα απου ήτανε στείρα κι είχε σειρά. Κι ούλα δείχνανε πως η γι εξέλιξη τούτησα τσι συντροφιάς θα έπαιρνε χαρούμενες διαστάσεις και θα χαροκοπούσανε με τη ψυχή ντωνε.
Εγώ δα των ευκήθηκα καλή συνέχεια κι απόις επήρα τη στράτα τσ’ επιστροφής, έτσα χωρίς μάσκα όπως ήμουνα. Για να προλάβω να δω και τ’ αποτελέσματα από το σκαμπίλι στο καφενέ. Ήτανε σε ένταση όμως γιατί επαίζανε τη καλή όπως ελέγανε απου θα ‘βγαινε ο νικητής του παιχνιδιού γι’ αυτό κι η παρουσία μου τσ’ άφησε αδιάφορους. Εγώ δα πάλι ευχαριστημένος από τουτονά το παράνομο σεργιάνισμα και χορτασμένος από συντροφιές και ροζοναρίσματα τα εξεπέζεψα καταϊδρωμένος από τουτηνά τη καλή και όμορφη ταλαιπωρία ανάκατα στη καθέκλα μου κι απενεργοποίησα τη φαντασία μου και βρέθηκα και πάλι στσοι γνώριμους τόπους των περιορισμώ και των απαγορεύσεων. Γι’ αυτό και σηκώθηκα κι έπλυνα τα χέρια μου καλά καλά με μπόλικο σαπούνι και νερό, έμπεψα το SMS μου κι απόις έβαλα τη μάσκα μου κι επήρα το δρόμο για τα καθημερινά ψούνια για ζωή, ανανεωμένος κι αισιόδοξος για το αύριο.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Καλημέρα στσ’ αναγνώστριες κι αναγνώστες μου και καλή λύτρωση από το τρισκατάρατο ιό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Γροικώ = Ακούω
Ομπρός = Μπροστά
Πορίζω όξω = Βγαίνω έξω
Αγκανάρω = Αναγκάζω
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Έπαε = Εδώ
Κατωμέρια = Πεδινές περιοχές
Μαζωχτό = Μάζεμα ελιών
Σπαρτά = Σπορά των δημητριακών
Καματερή = Εργάσιμη
Σκολάδες = Αργίες και γιορτές
Ξαργιώ = Δε δουλεύω, είμαι αργός
Αμάτι = Μάτι
Σκαμπιλαδόρος = Αυτός που παίζει το σκαμπίλι (παιχνίδι της τράπουλας)
Κότσια = Οι αρθρώσεις των δαχτύλων των χεριών
Πεσίχαρη = Πολύ πρόθυμη και πολύ χαρούμενη
Σιοβαλίζομαι = Καθίζω άνετα
Καθέκλα = Καρέκλα
Ντολάπι = Ντουλάπι
Κι απόις = Κι ύστερα
Κουρούπι = Πήλινο δοχείο (απού επαστώνανε τσ’ ελιές)
Στερεύω = Φυλάσσω
Φανάρι = Ένας χώρος σαν μεγάλο φανάρι, σίτες γυρού γυρού που προφυλάσσανε το φαγητό, από τις μύγες κι άλλα ζωύφια.
Αρμαθιά = Σύνολο ντοματών απου ήτανε δεμένες κοντά η μια στην άλλη και τις κρεμούσανε στα δοκάρια.
Διασονίζομαι = Συνεχώς απασχολούμαι
Κονάκι = Σπίτι
Διάω = Διαμένω
Μαρουβάς = Κρασί πολλών χρόνων εξαιρετικής ποιότητας
Αλικαντίζω = Εμποδίζω
Ανεμοτσάπουρο = Χιονόνερο με κρύο αέρα