Κι έτσα άνοιξε ο δρόμος και μας εκόπιασε ο Δευτερογούλης, γη Aλωνάρης, γη Ιούλης. Μόνο που μας ήλθε φουριόζος ο φετινός, με τσοι καύσωνές του, δασκαλεμένος από τσοι παλιούς Ιούληδες πρέπει, απου οι πρόγονοί μας τσοι θέλανε τουτουσάς τσοι μήνες πολύ ζεστούς, για να φρυγανιάζουνε τα σπαρτά και ν’ αλωνεύονται εύκολα κι οι ράπες των δημητριακών, να γίνονται άχερα με τα περάσματα του βωλόσυρου στσ’ ατέλειωτους κύκλους απου έκανε γύρου γύρου τ’ αλωνιού.
Ετσα τσοι σοδειάζανε τσοι κόπους τωνε οι πρόγονοί μας τοτεσάς. Γι’ αυτό και τουτονά τον αλωνάρη μήνα, το Δευτερογούλη γη Ιούλη, εστρατοπεδεύανε οι γι οικογένειες τω χωριανώ μας στσοι παχιούς σκιανιούς τω δεντρώ, απου συνήθως ήτανε πολύχρονες χαρουπίδες από το μεγάλο κολατσιό κι ύστερα στ’ αλώνια ντωνε, απου εξέφνανε το έχνος απούχε κάθε οικογένεια με το βωλόσυρο. Κι εξεκινούσε τ’ αλώνεμα στο σίσηλο του μεσημεριού κι αρχινούσανε τ’ ατέλειωτα γύρου γύρου τ’ αλωνέματος με το κουμανταδόρο των ηνίων απάνω στο βωλόσυρο να σεργιανίζει στα ατέλειωτα γύρου γύρου, ώστενα απου τέλειωνε η δούλα ντου καθενός κι έπαιρνε στα χέρια ντου τα ηνία όποιος γη όποια είχε σειρά για να συνεχίσει τα γύρου γύρου· πότε τραγουδώντας και πότε καθοδηγώντας το έχνος γή τα έχνη απου σέρνανε το βωλόσυρο με τσ’ αγριοφωνάρες του για να τα φοβερίζει για τσ’ ανυπακοές τωνε και να τα νουθετεί για να πχιαίνουνε πλια γλήγορα. Κι άλλοι πάλι την ίδια ώρα εσυμπαίνανε με τα θρινάκια και ρίχνανε καινούργια αστάχυα στσοι δρόμους απ’ άνοιγε ο βωλόσυρος, για ν’ αλωνευτούνε και κείνα. Και τουτανά εγίνουναντε ώσπου έγερνε ο ήλιος κι έπεφτε η δύναμη τση θερμοκρασίας, γι’ αυτό και ξεζέφνανε και σταματούσανε τ’ αλώνεμα, για να συνεχίσουνε ταχιά με το ίδιο πρόγραμμα κι έτσα εγίνουντανε ώσπου να ετέλειωνε κάθε θεμωνιά κι αρχίνα ύστερα η διαδικασία του λιχνιστού.
Απού ήτανε κι εκείνη μια πολύ κουραστική εργασία. Ιδιαίτερα σαν είχε άπνοια, γη άλλασσε η φορά απου φυσούσε ο αέρας κάθε τόσο. Τουτουσάς τσοι καιρούς με τσοι συχνές αλλαγές τσοι λέγανε στριφαδούρες και πολύ τσοι ταλαιπωρούσανε, γι’ αυτό κι μαντιναδολόγοι κεινησάς τσ’ εποχής είχανε ταιριάξει τη μαντινάδα:
Καιρός σου κάνει και λιχνάς/ κι έχεις χαρά μεγάλη,/ μα θα γυρίσει κι ο καιρός/ και θα τα πούμε πάλι.
Ήτανε η γι αλήθεια του Θεού πως τουτεσάς οι στιγμές ήτανε πολύ βασανιστικές για τσοι λιχνιστάδες, γι’ αυτό κι όποιοι γνοιάζονται για περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για τουτεσάς τσοι ταλαιπωρίες να τσ’ αναζητήξουνε από τσοι σελίδες του βιβλίου μου «Το χωριό μου, Χωραφάκια Ακρωτηρίου Χανίων». Κι ύστερα δα, σαν ετέλειωνε και το λιχνιστό και θώριε τ’ αφεντικό σωριασμένο το καρπό, πεντακάθαρο, στη μέση τ’ αλωνιού, εχαμογέλα ευχαριστημένος, κάτω από τα παραφουσκωμένα από τσοι κουμούρες και τ’ άχερα μουστάκια ντου, κι ετοιμάζουντανε να σακιάσει τον καρπό τση καινούριας σοδειάς. Κι ως ταχιά η πανταχού παρούσα οικοδέσποινα θαν’ εκοσκίνιζε και θαν’ ετοίμαζε το πρώτο μιγόμι καρπό στάρι γη κριθάρι, για το μύλο. Γιατί έτσα τόχανε αντέτι, τρώγοντας από το καινούριο μαξούλι τση κάθε χρονιάς ούλη η γι οικογένεια μαζί, να το γιορτάζουνε και να δοξάζουνε το Θεό απου τσ’ αξίωσε και τουτηνά τη χρονιά για να φάνε από τσοι κόπους τωνε.
Μα όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενα γραφτά μου, οι πρόγονοί μας είχανε και τσ’ αργίες τωνε και βρίσκανε το τρόπο και ξεκουράζουντανε τα κορμιά ντων από τα βάσανα και τσοι κόπους τση καθημερνής ζωής τωνε, μα εδροσερεύανε και τσοι ψυχές τωνε με τσοι Σπερνούς, τσ’ Όρθρους και τσοι λουτρουγιές των Αγίων απου εορτάζανε κάθε μήνα. Κι έτσα επερνούσανε οι γι ημέρες κι οι γι εβδομάδες και από το «Τζίτζικας ελάλησε/ μαύρη ρόγα γυάλισε», εφτάναμε στο «Άι Λια π’ ανεβαίνει το λάδι στην ελιά». Ητανε βέβαια η γι εποχή απου οι γι αθρώποι εκατέχανε να ξεχωρίζουνε τη σκόλη από τη καματερή. Και δεν είχανε μόνο τσέπες και στομάχια, παρά κορμιά απου τα ξεκουράζανε τσοι νύχτες απου κοιμούντανε και τσοι σκόλες απου τσοι ξαργιούσανε, και ψυχές απου τσοι γεμίζανε με τ’ ακούσματα των Θεόπνευστων ύμνων στσοι Σπερνούς, στσ’ Όρθρους και στσοι λουτρουγιές των αγίων, απου εορτάζανε κάθε μήνα και με τσοι κοινωνικές σχέσεις σε τουτανά τα πανηγυράκια. Που με πολύ νοσταλγία τ’ αναστορούμαι στσοι κακοτράχαλες κακοτοπιές τωνε απολούτρουγα να δούνουνε κέφι, η πανηγυριώτικη σαρδέλα με το ποτηράκι το κρασί απου εύχουντανε κι αντεύχουντανε οι πανηγυριώτες αναμεταξύ τωνε, κι ανανεώνανε τσοι γνωριμίες και τσοι φιλίες και καινούριες εγίνουντανε.
Την ίδια ώρα οι κοπελιές και τα κοπέλια κεινουνά του καιρού ανταλλάσσανε τσοι λοξές αμαθιές απου πολλές φορές εξετελεύανε και σ’ έρωτες. Στα μεγάλα δε πανηγύρια τω πολιούχω των Ενοριών απολούτρουγα στσοι καφενέδες με τσοι ζυγιές, τα όργανα εξεσηκώνουντανε η λεβεδιά των αντρών κι η τσαχπινιά τω γυναικών κι εγίνουντανε το θέαμα απου οι γι εικόνες εμένανε ανεξίτηλες για ούλη τη ζωή του καθενιούς. Μα τούτηνα την ίδια εποχή, το κατακαλόκαιρο εκαπνίζανε και τ’ ασβεστοκάμινα απου κάποιες συντροφιές ασβεστόκωλω είχανε ετοιμάσει. Γιατί με αυτά εσυμπληρώνανε τα πενιχρά έσοδά ντωνε. Και μ’ αυτά και τ’ αγροτικά προϊόντα ντωνε εσυντηρούσανε τσοι φτωχές οικογένειές τωνε και ζιούσανε χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.
Αιωνία ντωνε η μνήμη.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Ωρα καλή σας αναγνώστριες κι αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Δούλα= Η χρονική περίοδος εργασίας
Αναστορούνται = Θυμούνται
Δευτερογούλης = Ο δεύτερος Ιούλιος, Ιούλης
Ράπη = Στέλεχος δημητριακών
Σίσηλο = Ο πιο δυνατός καύσωνας
Μεγάλο κολατσιό = Περίπου 10 η ώρα
Βωλόσυρος = Αγροτικό εργαλείο αλωνίσματος
Θρινάκι = Ξύλινο πιρούνι με μεγάλα δόντια για τ’ αλώνισμα
Ταχιά = Αύριο ή στο εγγύς μέλλον
Αστάχυα = Στάχυα, στελέχη δημητριακών
Θεμωνιά = Θημωνιά
Έχνος = Το ζώο (μουλάρι, άλογο)
Μιγόμι = Μισό φορτίο
Αντέτι = Συνήθεια
Μαξούλι = Εισόδημα
Κουμουρη = Σκόνη από το λιχνιστό
Κατέχανε = Ξέρανε
Σκόλη = Γιορτή
Καματερή = Εργάσιμη
Ξαργιό = Είμαι σε αργία
Ζύγια = Τα όργανα (βιολί, λύρα, λαγούτα)
Για σου γεροντακι μου με την ντοπιολαλιά μσς διαβάζεται και ακούγεται απίθανη η αδυναμία μας