«Πλούσια οθωμανίς. Σεριφέ Σεφήκ Βεηζαδέ. Ασπαζόμενη τον χριστιανισμό». Αυτός ήταν ο τίτλος του άρθρου της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» στις 10/2/1907, το οποίο κέντρισε το ενδιαφέρον των αναγνωστών, καθώς αφορούσε ένα ασυνήθιστο γεγονός. Ποια ήταν όμως η Σεριφέ χανούμ;
Ο δημοσιογράφος δίνει πολλές πληροφορίες: «[…]Υψηλή το ανάστημα και αρκετά ευειδής, με παράστασιν λίαν αξιοπρεπή εν τω συνόλω της, μειλίχιος και ευγενής, αλλ’ ολίγον δειλή εις τα εκφράσεις της κατά τας αρχάς της ομιλίας της. Άγει το26ο έτος της ηλικίας της. Ομιλεί την ελληνικήν πάρα πολύ καλά, εντελώς δε απαλλαγμένην τουρκικών ιδιωματισμών.
Δύναται να θεωρηθεί εγγράμματος, αφού έχει τελειώσει το δημοτικόν σχολείον και γράφει τας ιδέας της εις την ελληνικήν γλώσσαν, διότι καίτοι εστέλλετο υπό του πατρός της εις το τουρκικόν σχολείον δεν κατόρθωσεν, ως μας είπαν, ούτε αυτή ούτε η αδελφή της να μάθωσιν το τουρκικόν αλφάβητον. Παίζει πιάνο και αγαπά την μουσικήν. Είναι ερασιτέχνης φωτογράφος από παιδικής ηλικίας διδαχθείσα υπό του πατρός της να χειρίζεται φωτογραφικήν μηχανήν, εκτελεί δε μόνη της την ανάπτυξιν και φιξάρισιν των φωτογραφικών πλακών και εικόνος[…]».
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι το βιογραφικό της Χανιώτισσας μουσουλμάνας Σεριφέ χανούμ ήταν αξιόλογο, καθώς γνώριζε γραφή και ανάγνωση, έπαιζε πιάνο και ήταν φωτογράφος. Η εικοσιεξάχρονη ήταν παντρεμένη με τον ομόθρησκό της πλούσιο λαδέμπορο Αλή Τσαουσάκη όταν ξαφνικά εξαφανίστηκε για να εμφανιστεί λίγες μέρες αργότερα στο σπίτι του οικογενειακού φίλου και γνωστού εμπόρου της πόλης Στέφανου Κνιθάκη. Εκεί έδωσε και τη συνέντευξη στην οποία εξηγούσε ότι τα ακριβά της κοσμήματα (αξίας οκτώ χιλιάδων δραχμών) τα έδωσε στον συμβολαιογράφο Γεώργιο Γαλανάκη, ο οποίος μετέβηκε στην οικία Κνιθάκη στη Νέα Χώρα. Ταυτόχρονα, δήλωσε εγγράφως στον εισαγγελέα ότι δραπέτευσε από τη συζυγική εστία, διότι ήθελε να ασπασθεί τον χριστιανισμό. Ο άνθρωπος που την είχε βοηθήσει ήταν ο φίλος και γείτονας Ιωάννης Σκαμνάκης, τον οποίο όταν ρωτήθηκε από τον εισαγγελέα αν θα τον παντρευόταν μετά που θα γινόταν χριστιανή απάντησε ότι: «[…] αυτό είναι ζήτημα του μέλλοντος. Πρώτον θα γίνω χριστιανή και ύστερον θα σκεφθώ […]».
Όταν έγινε γνωστό το γεγονός στην οθωμανική κοινότητα ο γαμπρός της Αλή Βέης Σουρζαδές, άνδρας της αδελφής της, προσπάθησε μάταια να τη μεταπείσει, χρησιμοποιώντας ως επιχειρήματα την αγάπη της οικογένειάς της και τα παιδιά της, τα οποία εγκατέλειψε. Η Σεριφέ του απάντησε ότι ο πρώην σύζυγός της είχε χρήματα να μεγαλώσει τα παιδιά του, «[…] Αυτή θέλει του λοιπού να ζήση χριστιανή και να αποθάνει ελευθέρα […]». Οι τοπικές αρχές πείστηκαν ότι ήταν ανένδοτη και αποφασισμένη. Έτσι, ειδοποίησαν τον μητροπολίτη, ο οποίος έστειλε τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Νινολάκη να ξεκινήσει την κατήχηση για να βαπτισθεί. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ειδικά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας αρκετοί μουσουλμάνοι Κρήτες μεταστράφηκαν στον χριστιανισμό, σύμφωνα με τον τοπικό Τύπο.