Την ήξερα την Σέριφο από την Μυθολογία µας. Εκεί. λένε οι αρχαίοι µύθοι, ξέβρασαν τα κύµατα την λάρνακα µέσα στην οποία ο βασιλιάς του Άργους Ακρίσιος είχε κλείσει την κόρη του ∆ανάη και τον µικρό εγγονό του τον Περσέα, φοβούµενος µην γίνει πραγµατικότητα ο χρησµός της Πυθίας που προέβλεπε ότι το παιδί αυτό µεγαλώνοντας, θα τον σκοτώσει και θα του πάρει τον θρόνο. Σκεφτόµουν τον µύθο κι έφερνα τον τόπο τούτο στο νου µου, σαν άλλο ένα κλασσικό νησί του αρχιπελάγους µας.
Άλλο ένα στολίδι του, γαλανό και λευκό, φωλιασµένο ανάµεσα στο κύµατα και λουσµένο στο λαµπρό φως του ήλιου.
Ώσπου έπεσε στα χέρια µου ένα βιβλιαράκι-10 σελίδες όλο κι όλο-όπου ένας γεροµεταλλωρύχος περιέγραφε τα βάσανα του στα ορυχεία του νησιού. Ξαφνιάστηκα. Υπήρχαν ορυχεία στην Σέριφο αναρωτήθηκα; Όχι µόνο υπήρχαν, διαβάζω, αλλά είχαν και πολύ σπουδαία ιστορία.
Μεταλλεία σιδήρου και χαλκού που ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι πρώτες µεταλλουργικές τους δραστηριότητες ανάγονται ήδη στην 3 χιλιετία προ Χριστού. Από τον σίδηρό της κατασκευάζονταν εκείνη την παλιά εποχή από πολεµικά πλοία µέχρι οι συνδέσεις των κιόνων µεγάλων ναών σαν τον Παρθενώνα. Και τον µεσαίωνα τα µεταλλεύµατά της έφταναν µέχρι την Κωνσταντινούπολη και την Βόρειο Ιταλία . Το 1394 καταγράφεται η πρώτη απεργία κατά του Ενετού δυνάστη Νικολάου Αδόλδου.
Την δεκαετία του 1860 φτάνει στο νησί ο Γερµανός µεταλλειολόγος Αιµίλιος Γρόµαν. Στην αρχή ως εκπρόσωπος της εταιρείας που εκµεταλλεύεται τα ορυχεία και µετά ως διαχειριστής της.
Η προσφερόµενη σταθερή-υποτίθεται-δουλειά σε µια περιοχή άγονη και φτωχική προσελκύει εργάτες από τα γειτονικά νησιά, από την Πελοπόννησο κι από όλα τα Βαλκάνια. Το σηµερινό νησί των 1258 κατοίκων, το 1916 κατοικείται από 4,000 ανθρώπους.
Οι συνθήκες εργασίες όµως είναι απάνθρωπες και η κατάσταση των εργατών τραγική. ∆ουλεύουν από Ανατολή σε ∆ύση µε ένα πολύ µικρό ενδιάµεσο διάλλειµα. Οι εισηγήσεις για µέτρα ασφαλείας ποτέ δεν γίνονται αποδεκτές. Ούτε καν λαµβάνονται υπ όψιν. Μέσα σε δυο χρόνια καταγράφονται πάνω από 60 θανατηφόρα ατυχήµατα.
Οι στοές εξόρυξης βοούν από τις φωνές καταπλακωµένων ή αποκλεισµένων σε λαγούµια που δεν έχουν να περιµένουν βοήθεια από πουθενά. Συχνά στην πορεία τους οι εργαζόµενοι βρίσκουν µπροστά τους σκελετούς και αποµεινάρια παλιότερων συναδέλφων τους. Όπως περιγράφουν οι ίδιοι µπαίνουν το πρωΐ για δουλειά και δεν ξέρουν αν θα βγουν το βράδυ. Μέχρι και τα υποστυλώµατα των στοών αφαιρούνται για να αυξηθεί το εξαγώµενο µετάλλευµα. Όλο το νησί γεµίζει µε ράγες και βαγονέτα που κουβαλούν το εµπόρευµα ως το λιµάνι.
Το 1904 τον Αιµίλιο διαδέχεται ο γιός του Γεώργιος. Χειρότερος αυτός, χρησιµοποιεί κι άλλες µεθόδους. Εκµεταλλευόµενος την ανέχεια των εργατών και µε πρόσχηµα την πρόσληψη τους, απαιτεί να του παραχωρούν τα δικά τους κοµµάτια γης. Ή να δουλεύουν για λογαριασµό του στα δικά τους κτήµατα. Μέσα σε όλα και οι λάθος µετρήσεις σε βάρος των εργατών που ήταν καθεστώς.
Μονίµως οι άνθρωποί του καταµετρούσαν λιγότερα βαγονέτα µεταλλευµάτων και πάντα οι ζυγαριές του έβγαζαν µικρότερο βάρος.
Οι εργάτες απηυδισµένοι από αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση ζητούν βοήθεια από τον συµπατριώτη τους συνδικαλιστή-από τους ιδρυτές του Εργατικού Κέντρου Αθηνών και της Γ.Σ.Ε.Ε.-Κωνσταντίνο Σπέρα. Αυτός τους πείθει να οργανωθούν και το 1916 ιδρύουν το «Σωµατείο εργατών µεταλλευτών Σερίφου» µε 460 µέλη. Ο Γρόµαν ζητά βοήθεια από την κυβέρνηση και ο δηµόσιος υπάλληλος που στέλνεται διαπιστώνει ότι «όλα είναι καλώς καµωµένα».
Στις 7 Αυγούστου του 1916 οι εργάτες βλέποντας ότι τίποτα δεν αλλάζει, βγαίνουν έξω από τις στοές και αρνούνται να φορτώσουν το πλοίο που περιµένει για να µεταφέρει το µετάλλευµα στο εξωτερικό. Αιτήµατα το οκτάωρο, η αύξηση του ηµεροµισθίου και η βελτίωση των µέτρων ασφαλείας.
Άλλη µια φορά η κυβέρνηση στέλνει τον σκληρό υποµοίραρχο Χρυσάνθου µε απόσπασµα 30 ανδρών να τακτοποιήσει την «υπόθεση». Πηγαίνοντας. προς την µάζωξη των εργατών το όργανον της τάξεως κοµπάζει: «Έχω διαλύσει τρεις απεργίες στη Μάνη πέντε – δέκα ξεβράκωτους Σερφιώτες, δεν θα κάµω καλά;»
Στην σκάλα φόρτωσης συναντώνται αστυνοµικοί και απεργοί. Ο Χρυσάνθου δίνει προθεσµία προκειµένου να ξεκινήσει η φόρτωση του πλοίου. Οι απεργοί κάθονται καταγής, άπρακτοι. Ο υποµοίραρχος βγάζει το πιστόλι του και διατάσσει πυρ. Τέσσερεις εργάτες πέφτουν αµέσως νεκροί και κάποιοι άλλοι τραυµατίζονται. Το συγκεντρωµένο πλήθος, εργαζόµενοι αλλά και οι οικογένειές τους, εξαγριωµένοι ρίχνονται στους αστυνοµικούς µε πέτρες και ξύλα. Ο Χρυσάνθου σκοτώνεται και ο διοικητής Σερίφου πέφτει στην θάλασσα. Η επέµβαση του παπα-Γιάννη Ρώτα λίγο αργότερα, συγκρατεί την κατάσταση και καταφέρνει να αποτρέψει τα χειρότερα. Όµως εννέα άνθρωποι έχουν ήδη σκοτωθεί, πέντε εργάτες και τέσσερεις αστυνοµικοί.
Ακολουθεί ένα διάστηµα αναταραχής όπου οι απογοητευµένοι κάτοικοι της Σερίφου υψώνουν γαλλική σηµαία και καλούν σε βοήθεια την ναυτική πολεµική δύναµη της Γαλλίας, που εδρεύει στη Μήλο (µην ξεχνάτε βρισκόµαστε εν µέσω του α΄ παγκοσµίου πολέµου). Οι Γάλλοι που δεν θέλουν διπλωµατικό επεισόδιο αποφεύγουν να αναµιχθούν και ενηµερώνουν τις Ελληνικές αρχές, που στέλνουν διακόσιους στρατιώτες για να ελέγξουν την κατάσταση.
Η απεργιακή κινητοποίηση έχει τελικά αποτέλεσµα αφού για πρώτη φορά εφαρµόζεται το οκτάωρο στην εργασία-ως νόµος είχε ήδη ψηφιστεί από τον Φεβρουάριο του 1912, αλλά µέχρι τότε ήταν ανενεργός. Στην συνέχεια τον επόµενο χρόνο έγινε και η πρώτη συµφωνία εργοδοσίας εργατών για αυξήσεις, οδοιπορικά καθώς και για βοηθήµατα προς τις οικογένειες των θυµάτων.
Το 1933 ο Γεώργιος Γρόµαν παραδίδει την επιχείρηση της Σερίφου στο γιό του Αιµίλιο που την δουλεύει µέχρι την κατοχή. Τότε κατατάσσεται στα Ες- Ες ως ταγµατάρχης και τοποθετείται στα Χανιά. Επιβλέπει τα µεταλλεία της περιοχής για λογαριασµό των ναζί. Τα παραγόµενα µεταλλεύµατα από αυτά, στηρίζουν την πολεµική τους µηχανή.
Αλλά τα Χανιά µπλέκονται και σε άλλο ένα γεγονός που έχει να κάνει µε την Σέριφο. Ο πρωτεργάτης της απεργίας της ο Κωνσταντίνος Σπέρας υπήρξε φυλακισµένος στο φρούριο Φιρκά το 1917 για κάποιο χρονικό διάστηµα. (Πάντα µου κάνουν εντύπωση αυτές οι µικρές λεπτοµέρειες της ιστορίας, που της προσθέτουν, µου φαίνεται, αρκετό αλατοπίπερο).
Οι απόγονοι του Γρόµαν όταν βρήκαν άλλα πλουσιότερα ορυχεία στην Αφρική εγκατέλειψαν την Σέριφο, αφήνοντας πολλούς εργάτες απλήρωτους. Τις επόµενες δεκαετίες τα µεταλλεία υπολειτουργούν. Το 1963 η τελευταία εταιρεία που έχει αναλάβει την εκµετάλλευσή τους πτωχεύει οριστικά και τα κλείνει. Εκατοντάδες εργαζόµενοι µένουν στον δρόµο και το νησί αφήνεται στην τύχη του κι ερηµώνει.
∆ιαβάζω όµως, πως τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον της εταιρείας ανακινείται και πάλι. Όχι για τα ορυχεία πια, αλλά για τα παραθαλάσσια οικόπεδα-φιλέτα που προσπαθεί να οικειοποιηθεί παρ όλο που ο Νόµος είναι σαφής και ορίζει ότι η ιδιοκτησία της γης ανήκει στο Ελληνικό ∆ηµόσιο και ότι ο εκµισθωτής έχει δικαίωµα µόνο στο παραγόµενο προϊόν. Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα δούµε να αναγείρονται πεντάστερα ξενοδοχεία σ αυτές τις εκτάσεις και ότι θα παραµείνουν στο Ελληνικό ∆ηµόσιο.