Όσοι εμαζωχτήκαμε απ’ τα χωριά στην πόλη
ξεχάσαμε πώς ζούσαμε καθημερνή και σκόλη.
Ανάγκη να γνωρίσουμε προσωπικό να δούμε
είναι να βγούμ’ απ’ τα Χανιά λίγο να πορπατούμε.
Ούλα τα διαλύσαμε, ούλα τα υποτιμούμε
θέλουμε μόνο μια γωνιά, ν’ αράξουμε να μπούμε.
Τα δέντρα κατακόβουμε, χτίζουμε κατοικίες
δημιουργούνται συνεχώς καινούριες συνοικίες.
Καίμε τα δάση, τα βουνά γυμνόνουντ’ από χλόη
καθ’ ένας καν’ ότι μπορεί, καταπατεί και τρώει.
Πετούμε τα σκουπίδια μας, νέα βουνά θα γίνουν
όσοι κι αν τρέξουν ποταμοί αυτά δεν τα ξεπλύνουν.
Τα πάντα σκαρφιζόμαστε κάνουν’ ότι μπορούμε
εμαζωχτήκαμε πολλοί, θα τρώμε ό,τι βρούμε.
Επάψαμε κοπριά τω ζω να χρησιμοποιούμε
να ενισχύουμε τη γης, καλούς καρπούς να τρώμε.
Λιπάσματα μάς έρχουνται απ’ ούλες τσ’ άλλες χώρες
όμως δε μας εσώζουνε απ’ του Θεού τση μπόρες.
Εδά θα καταργήσουμε ότι ήτονε ντόπιο
θα ‘χουμε καθημερινό φαΐ κι ας είναι σκάρτο.
Είχαμε εμείς αυτάρκεια, παραγωγή μεγάλη
που τηνε χαίρουνται εδά και τη γλεντίζουν άλλοι.
Θέλουμε να γυρίσουμε εις τα χωριά μας πάλι
μα δε μπορούν οι πια πολλοί, τα αγοράσαν άλλοι.