Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η σφαγή στο Ελαφονήσι

Το γεγονός της σφαγής λίγων οπλισμένων και πολλών άμαχων Κρητικών στο Ελαφονήσι από τους Τούρκους ιππείς, πριν από 190 χρόνια, αναφέρεται σε όλες τις ιστορίες της Κρήτης. Ας Διαβάσουμε τις λεπτεμέρειες στο παρατιθέμενο απόσπασμα από τὸ βιβλίο του Κυριακού Κριτοβουλίδη «Ἀπομνημονεύματα τοῦ περὶ τῆς αὐτονομίας τῆς Ἑλλάδος πολέμου τῶν Κρητῶν», ἐν Ἀθήναις, 1859, σελ. 295-296». «Ἑξακόσιοι δὲ περίπου ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ εἶχον καταφύγει τότε εἰς νησίδια, τὰ Ἐλαφονήσια καλούμενα, κείμενα ἐπὶ τῆς δυτικῆς ἀκτῆς τῆς Κρήτης κατέναντι τοῦ ἀκρωτηρίου Κριοῦ Μέτωπον ὀνομαζόμενον, κατὰ τῶν ὁποίων ἐφώρμησαν μανιωδῶς οἱ Τοῦρκοι ἱππεῖς. Καὶ κατ’ ἀρχὰς μὲν ἀντέκρουσαν τὴν ὁρμὴν τούτων ἕως 40 εὑρεθέντες μετὰ τῶν λοιπῶν ἔνοπλοι, φονεύσαντες καὶ τινας ἐφορμησάντων, τοὺς ὁποίους καὶ ἐκώλυσαν μέχρι τινὸς ἀπὸ τοῦ νὰ διαβοῦν τὸ μεταξὺ Κρήτης καὶ τῶν ρηθεισῶν νήσων ἀβαθὲς μικρὸν στένωμα, ἀλλ’ ὑπερίσχυσαν ἐπὶ τέλους μετὰ πολλὰς ἐφορμήσεις οἱ ἱππεῖς. Διαβάντες λοιπὸν ἐκεῖθεν πολλοί, ἄλλους μὲν κατέσφαξαν ἀδιακρίτως, τῶν ὁποίων οἱ ὀλοφυρμοὶ καὶ γοεραὶ κραυγαὶ κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἤθελον κατασπαράξει καὶ αὐτῶν τῶν ἀγριωτάτων θηρίων τὰ σπλάχνα, ὡς διεβεβαίωσε ταῦτα πλοιάριόν τι παραπλέον τότε τυχαίως καὶ μὴ δυνηθὲν ἕνεκα τῶν πλησιαζόντων ἐχθρικῶν πλοίων νὰ δώσῃ χεῖρα ἀρωγὸν εἰς τοὺς πάσχοντας, ἄλλοτε ῥιπτόμενοι εἰς τὴν θάλασσαν ἐπ’ ἐλπίδι ὅτι ἠδύναντο νὰ εὕρωσι σωτηρίαν ἀπεπνίγησαν ἐλεεινῶς! Οὕτως ἐτελείωσαν μέχρις ἑνὸς καὶ οἱ εἰς τὰς εἰρημένας νήσους καταφυγόντες». *** Ἡ σφαγή στο Ελαφονήσι ξεσήκωσε θρήνο τότε στα γύρω χωριά που εκφράστηκε με σχετικό δημοτικό τραγούδι, παραλλαγή του οποίου είναι η παρακάτω από την Κίσαμο.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΙΣΑΜΟΥ

Γιάντα ’ναι μαύρα τα βουνά κι οι κάμποι χλομιασμένοι; Γιάντα δεν τραγουδούν πουλιά στα Εννιά Χωριά στα δάση; Είναι που σφάξαν Κρητικούς πάνω στο Λαφονήσι γέρους, γυναίκες και παιδιά. *** Η λόγια ποίηση με την πένα του Γιώργη Μανουσάκη αποτυπώνει το 2007 με διαφορετικό τρόπο το ίδιο γεγονός, ενώ χρησιμοποιεῖ ως μότο τους δυο πρώτους στίχους τού παραπάνω δημοτικού τραγουδιού. Ο ποιητής με ρεαλιστική δραματικότητα αφηγείται τη βάρβαρη σφαγή τῶν Χριστιανών στο Ελαφονήσι από τους «πάνοπλους καβαλαρέους» του Χουσεΐν ανήμερα το Πάσχα, που όταν τέλειωσαν το «έργο τους», ἔσυραν μαζί τους για τα σκλαβοπάζαρα «πάνω ἀπὸ ἑκατὸ γυναῖκες καὶ παιδιά» και «μπήκανε πάλι στ’ ἄβαθο νερὸ / πού ’χε ἀπ’ τὸ αἷμα κοκκινίσει». Ο θρύλος λέει πως τότε από το κρητικό αίμα βάφτηκε κόκκινη η άμμος του Ελαφονησιού.

ΕΛΑΦΟΝΗΣΙ, 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1824

Γιάντα ’ναι μαῦρα τὰ βουνὰ κι οἱ κάμποι χλομιασμένοι; Γιάντα δὲν τραγουδοῦν πουλιὰ στὰ Ἐννιὰ Χωριὰ στὰ δάση; Δημοτικὸ τῆς Κισσάμου Χαμηλὸ ἦταν τὸ νησάκι μὲ χόρτα καὶ θάμνα στὴν ἄμμο του κι ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ στεριὰ μικρή. Ὅμως ἐκεῖ κατάφυγαν οἱ ἑφτακόσιοι ἄμαχοι προσδοκώντας τὸ πέρασμα καραβιοῦ. Μαζί τους καὶ σαράντα ἀρματωμένοι. Σὰν εἴδανε τοὺς καβαλάρηδες τοῦ Χουσεΐνμπεη ἀντίκρυ τους τρομάξανε. Τό ’ξεραν πὼς ἡ θάλασσα ποὺ τοὺς ἐχώριζε ἤτανε ρηχή. Οἱ σαράντα ὁπλοφόροι ἄντεξαν ὅσο μπορέσανε. Κι ὅταν τὸ πρῶτο ἄλογο προχώρησε, εἶδαν πὼς τὸ νερὸ δὲν ἔφτανε μηδ’ ὣς τὶς ρίζες τῶν ποδιῶν του. Κι ἤτανε ν’ ἀπορεῖ κάθε ἄνθρωπος πῶς τὸ μικρὸ Ἐλαφονήσι ποὺ φαίνουνταν νὰ πλέει στὴ θάλασσα σήκωνε τόσους πάνοπλους καβαλαρέους. Τὸ θάνατο τῶν ἄμαχων ἀρχίσανε πρῶτα τ’ ἀλόγατα. Τὰ πέταλά τους θρυμματίζανε τὰ κεφαλάκια τῶν παιδιῶν, τρυποῦσαν τὶς κοιλιὲς τῶν ἔγκυων γυναικῶν, συντρίβανε τὶς ραχοκοκκαλιὲς τῶν γερόντων. Τὰ σπαθιὰ εἴχανε βγεῖ ἀπὸ τὸ θηκάρι τους. Μὲ μιά τους κίνηση κόβαν τὰ χέρια ποὺ ἁπλώνουνταν πρὸς τοὺς σπαχῆδες ἱκετευτικά, ἀνοίγανε στὰ δυὸ τὰ κεφάλια ποὺ κοιτάζανε τρομαγμένα κι ἂν κανένας κατέβαινε στὴ θάλασσα ἕνας στρατιώτης τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ πίσω τὸν ἔφτανε καὶ τὸν ἐμοίραζε στὰ δυὸ καθὼς τὸ κρεμασμένο ἀρνί του ὁ μακελάρης. Πόση ὥρα νὰ κράτησε ἡ σφαγή; Κι ὅταν τὰ ἑξακόσια γυναικόπαιδα κι οἱ γέροντες ἐκείτουνταν ἀσάλευτοι στὴν ἄμμο, οἱ καβαλάρηδες τοῦ Χουσεῒν μπήκανε πάλι στ’ ἄβαθο νερὸ πού ’χε ἀπ’ τὸ αἷμα κοκκινίσει καὶ βγῆκαν στὴ στεριά. Μαζί τους ἔσερναν πάνω ἀπὸ ἑκατὸ γυναῖκες καὶ παιδιὰ ποὺ ἡ σπλαχνοσύνη τους ἔσωσε ἀπὸ τὸ θάνατο σίγουρο λάφυρο γιὰ σκλαβοπάζαρα. Ἕν’ ἀεράκι πῆρε νὰ φυσᾶ κι ἔπαιζε μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιὰ τῶν κορασίδων καὶ μὲ τὰ λευκὰ κρινάκια πού ’χανε γλιτώσει ἀπ’ τῶν ἀλόγων τὸ πάτημα. Ἤτανε μέρα τῆς Λαμπρῆς. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γιώργη Μανουσάκη: Τὰ Ποιήματα 1967-2007, ἐκδόσεις Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2013, τόμος Β΄, σελ. 174-175. Πρώτη δημοσίευση στὴν Ἀνθολογία τοῦ Ἠλία Γκρῆ, Ὅταν τραγούδησε τὸ αἷμα. Τὸ Εἰκοσιένα στὴν ἑλληνικὴ ποίηση, Κέδρος, Ἀθήνα 2011, σελ. 125-126).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα