Ἀπὸ ἄγνωστη πηγὴ τοῦ 1830
Τύχη ἀγαθὴ ἔφερε πρόσφατα στὰ χέρια μου πολύτιμο βιβλίο, 319 σελίδων, προσφορὰ τοῦ καλοῦ φίλου καὶ συναδέλφου Λευτέρη Τσοντάκη – πρὸς τὸν ὁποῖο καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴ θέση ἐκφράζω τὶς εὐχαριστίες μου. Πρόκειται γιὰ μετάφραση ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ ἐκδόσεως ποὺ ἔγινε τὸ 1830 στὴ Νέα Ὑόρκη, ἔχει δὲ τίτλο «Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα του 1821. Η αφήγηση του Πέτρου Μέγγου». Στὴν Ἑλλάδα τὸ ἔκαμε γνωστὸ τὸ 2009 ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος τῶν Ἰωαννίνων “Ισνάφι” (σὲ μετάφραση τοῦ Βαγγέλη Κούταλη). Ἂν δὲν σφάλλω, πρόκειται γιὰ πηγὴ πολὺ λίγο γνωστὴ (ἢ καὶ παντελῶς ἄγνωστη) στὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα.
Γιὰ τὸν Π. Μέγγου, ὁ ὁποῖος στὸν τίτλο τῆς ἀγγλικῆς ἔκδοσης χαρακτηρίζεται “Έλληνας πολεμιστής”, παρατίθεται σύντομο βιογραφικὸ (συντάκτης του ὁ Γιάννης Τσεβάς, ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ “Ἀστὴρ τῆς Ἀνατολῆς”)· ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, διαβάζουμε:
«Ο Πέτρος Μέγγους γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1802. Έλαβε καλή μόρφωση στα σχολεία της περιοχής, όπου έμαθε και ξένες γλώσσες […]. Ιδεαλιστής, αγνός πατριώτης, ανήσυχος στο πνεύμα, ο Μέγγους έγραψε αναμνήσεις οι οποίες είναι πολύτιμες. Ένας λόγος είναι ότι περιγράφουν την κατάσταση που επικρατούσε στη Σμύρνη πριν την Επανάσταση. Σαν τον άλλο Σμυρνιό, τον Αδαμάντιο Κοραή, εκθέτει τη δραματική θέση των Ελλήνων τα χρόνια της σκλαβιάς και σκιαγραφεί τους Τούρκους με τα μελανότερα χρώματα.
Στην περιγραφή των φάσεων της Επανάστασης δίνει μία εικόνα των αγώνων αλλά και των κακουχιών και της φτώχειας που περνούσαν οι Έλληνες προκειμένου να κατορθώσουν το ακατόρθωτο. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα κάνει την περιγραφή του το γεγονός ότι ήταν ένας απλός στρατιώτης κι όχι οπλαρχηγός, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα να παρατηρήσει και να περιγράψει τους διάφορους αρχηγούς υπό τη διοίκηση των οποίων πολέμησε».
Ὁ Π. Μέγγους βρέθηκε δύο φορὲς στὴν Κρήτη (τὴν ὀνομάζει Κάνδια). Οἱ πληροφορίες ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν ἀφήγησή του παρουσιάζουν μεγάλο ἐνδιαφέρον, κάτι ποὺ μὲ κίνησε νὰ παρουσιάσω μέσω τῶν Χ. Ν. ὁρισμένες περικοπές. Ἀκολουθεῖ μέρος τῆς ἀναφορᾶς του στὰ Σφακιὰ καὶ τοὺς κατοίκους των (διατηροῦνται ἡ στίξη καὶ ἡ γλωσσικὴ εἰκόνα τῆς μετάφρασης).
«Το έτος 1823 σάλπαρα από τη Σμύρνη για το λιμάνι των Σφακιών στο νησί της Κάνδιας […] Τα Σφακιά διαθέτουν ένα ισχυρό φρούριο ή μικρό κάστρο, όπως και τα υπόλοιπα κύρια λιμάνια του νησιού, αλλά δεν πρόκειται παρά για ένα χωριό, το οποίο όμως ήταν ονομαστό κατά τη διάρκεια της επανάστασης λόγω της γενναιότητας των κατοίκων του και των δεινών που υπέμειναν. Η γύρω χώρα είναι όλο λόφους και περιλάμβανε είκοσι τέσσερα ελληνικά χωριά πριν τον πόλεμο, οι κάτοικοι των οποίων, που ανέρχονταν στις έξι χιλιάδες περίπου ψυχές, εμπόδιζαν με ασυνήθιστη αυστηρότητα τους Τούρκους να τους επισκέπτονται και δεν τους είχαν αφήσει ποτέ να καταπατήσουν την επικράτειά τους. Ήταν άνθρωποι με ασυνήθιστα μεγάλη κορμοστασιά και σωματική ρώμη και δε νομίζω να συνάντησα ποτέ άλλο γένος που να τους μοιάζει, αν και όλοι οι Κανδιώτες, τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Έλληνες, είναι ονομαστοί για το ύψος και τις καλές σωματικές τους αναλογίες […]» (σελ. 243)
«Οι άνθρωποι αυτοί είναι εξαιρετικά ικανοί στη χρήση των μουσκέτων τους. Τους έχω δει να κρεμούν ένα αβγό από ένα δέντρο ως στόχο και να το χτυπούν με μια σφαίρα από απόσταση οχτώ περίπου γιάρδες. Άλλες φορές έτυχε να δω να χρησιμοποιούν ως στόχο ένα ασημένιο νόμισμα, από την ίδια περίπου απόσταση, και να αποδεικνύουν με την ίδια επιτυχία τη δεξιότητά τους. Χρησιμοποιούν πολύ μακρύκαννα μουσκέτα, εφτά σπιθαμές στο μήκος, και τους αρέσει πάντα να κυκλοφορούν καλά εφοδιασμένοι με πυρομαχικά, κουβαλώντας συνήθως μαζί τους διακόσια με τριακόσια φυσίγγια. Περηφανεύονται για το σημάδι τους και τους άκουγε κανείς συχνά να λένε πως πυροβολούν τους Τούρκους μόνο στο μέτωπο. Ξεχώριζαν, επίσης, και σε άλλες ασχολίες στην ειρήνη, βγάζοντας άριστους βοσκούς και ψαράδες. Τα κύρια προϊόντα που παρήγαγαν ήταν το τυρί, το μέλι και το κερί. Χάρη στις επιτυχίες τους στην αρχή του πολέμου, οι Σφακιανοί πλούτισαν αρκετά, παίρνοντας όλα τα πρόβατα που άνηκαν στους Τούρκους που νικούσαν στη μάχη και, απ’ ό,τι μου είπαν, υπήρχαν ένα καιρό στα Σφακιά τρεις χιλιάδες πρόβατα και βοοειδή. […]» (245)
«Οι άνθρωποι της γύρω χώρας καταπιάνονταν, μεταξύ των άλλων κλάδων της προσοδοφόρας οικονομικής δραστηριότητας, με τη φροντίδα των μελισσών και την παραγωγή μελιού, μεγάλες ποσότητες του οποίου εξήγαγαν σε ετήσια βάση. Η ποιότητα, όπως είχα και προσωπικά την ευκαιρία να διαπιστώσω, ήταν άριστη· και μάζευαν το μέλι από τις κυψέλες χωρίς να μετέρχονται την τραχιά εκείνη μέθοδο που καταστρέφει τα άκακα έντομα στα οποία οφείλεται το μέλι, κάτι που συνηθίζεται πολύ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι κυψέλες είναι ένα είδος κυλινδρικών καλαθιών. Όταν γεμίζουν με μέλι, το μαζεύουν άνθρωποι που έχουν καλυμμένα τα χέρια τους με γάντια και φορούν μάσκες στα πρόσωπά τους.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που έφτασα εκεί ένιωσα μεγάλη συμπόνια για το φτωχό λαό των Σφακιών, αφού οι ελλείψεις τους ήταν αρκετά πιεστικές για να μην τις παρατηρήσει κανείς. Πολλοί από αυτούς, οι οποίοι είχαν συνηθίσει στη λιτή ζωή των ορεσίβιων καλλιεργητών και, μολονότι στερούνταν την ευχέρεια να βάζουν στην άκρη πόρους για τις δύσκολες μέρες, δεν είχαν γνωρίσει την έλλειψη στέγης ή φαγητού, τώρα είχαν χάσει τις κατοικίες τους και τις καλλιέργειές τους χωρίς να διαθέτουν τα μέσα ώστε να αντισταθμίσουν αυτήν την απώλεια και είχαν συρρεύσει κατά πλήθη στο λιμάνι, όπου πια ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται έξω στην ύπαιθρο και να εξαρτώνται ως προς την καθημερινή τους διατροφή από αβέβαιες προμήθειες. Συχνά ζητούσαν παπούτσια και δέρμα για τις οικογένειές τους. Και κάθε φορά που μου πρόσφεραν ένα μικρό ποσό χρημάτων και με ικέτευαν για ό,τι τους ήταν τόσο απαραίτητο, λέγοντας ότι δεν είχαν τίποτα άλλο να δώσουν για αντάλλαγμα, και με θερμοπαρακαλούσαν, “για το όνομα του Θεού”, να σπλαχνιστώ τη δυστυχία τους, δε μου ήταν διόλου εύκολο να τους αντισταθώ. […]» (247-248)
«Είδα πολλές συνταρακτικές περιπτώσεις ανθρώπων που υπέφεραν από ανέχεια. Η φτωχολογιά, που είχε πάρει είδηση ότι θα μοιραζόταν φαγητό, είχε κατέβει από τις ορεινές περιοχές και μαζευόταν από το χωριό σε μεγάλους αριθμούς, ενώ εγώ, με τη βοήθεια του συντρόφου μου, έδινα στον καθένα ένα μικρό μερίδιο αλεύρι το οποίο έφευγε προς όλες τις κατευθύνσεις στους φτωχούς και τους πεινασμένους.
Αντίκρισα ορισμένες από τις πιο απογοητευτικές εικόνες που μπορούν ποτέ να παρουσιαστούν σε ανθρώπινα μάτια – πλήθη συμπατριωτών μου να πεθαίνουν της πείνας. Ήταν τόσες πολλές αυτές οι περιπτώσεις που σιγά σιγά άρχισα να εξοικειώνομαι μαζί τους· τίποτα, όμως, δεν μπορεί να σκληρύνει την καρδιά ενός ανθρώπου τόσο ώστε να είναι μάρτυρας τέτοιων καταστάσεων χωρίς να συγκλονίζεται και να συγκινείται βαθιά. Εκείνοι γενικά δεν έδειχναν να βασανίζονται από μεγάλο πόνο· και η επιθυμία για φαγητό δεν ανέστελλε τη λογική τους, ούτε διέγειρε κανένα από αυτά τα βίαια πάθη που θα μπορούσαν να τους καταστήσουν αντικείμενα φόβου ή αποστροφής. Η πλήρης αποχή από το φαγητό δεν είχε αργήσει να τους προκαλέσει διάρροια ή κάτι σα δυσεντερία, η οποία ραγδαία τους εξουθένωνε σωματικά και τους έκανε να χάνουν πολύ από το βάρος τους, έτσι που μέσα σε λίγες μόλις μέρες είχαν αποσκελετωθεί κι είχαν αποκτήσει ένα κάτωχρο παρουσιαστικό δίνοντας την αίσθηση ότι είχαν μείνει κυριολεκτικά πετσί και κόκαλο. Οι τένοντες και οι μυς του σώματός τους φαίνονταν, επίσης, σαν να έχουν συσταλεί, ή, μάλλον, τα δύστυχα αυτά πλάσματα δεν είχαν πια λόγω της αδυναμίας την ικανότητα να τεντώνουν τα μέλη τους· γιατί καθώς περπατούσαν κρατούσαν τα γόνατά τους λυγισμένα κι έριχναν τα κεφάλια τους αρκετά προς τα πίσω, λες και ήταν παραμορφωμένα εκ φύσεως. Οι κινήσεις και οι χειρονομίες τους, με τα πεσμένα τους μάγουλα, τα βαθουλωμένα κι αγριωπά τους μάτια και τα ικετευτικά, μολονότι απελπισμένα, πρόσωπα, καθιστούσαν αυτά τα φασματικά όντα ένα συγκλονιστικό και οδυνηρό θέαμα που είναι πέρα από τις δυνάμεις μου να το περιγράψω. Κάποια από τα φτωχά αυτά πλάσματα είχαν επιβιώσει για ένα απίστευτα μεγάλο διάστημα χωρίς να τρέφονται. Μου είπαν μάλιστα για μια περίπτωση, κι έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι ήταν ακριβή όσα μου μεταφέρθηκαν, στην οποία ένα άτομο είχε επιζήσει μένοντας δέκα έξι ημέρες χωρίς μπουκιά φαγητού. […] (249-250)»