Της Κρήτης τα γεννήματα / τη χώρα μας κοσμούνε
μαθήματα δίνουνε παντού / στον τόπο απού ζούνε.
Την πατρίδα τους αγαπούν/ όπου υπηρετούνε
και τη ζωή τους δίνουνε / όταν θα πολεμούνε.
Και το μουστάκι σου Κρητικέ / δείχνει τον ανδρισμό σου
καμάρι είσαι όπου πας / για τον εγωισμό σου
Μικρά Ασία μάνα μου/ την προσευχή μου κάνω
για να γυρίσω στην αγκάλη σου / κοντά σου θέλω να πεθάνω.
Αυτά τα λόγια αποτελούν όρους για την πίστη του Κρητικού προς την πατρίδα μας από τα παλιά χρόνια μέχρι σήμερα και δεν θα σβήσουν ποτέ όσο υπάρχει Κρήτη.
Oι ρίζες του Κρητικού δεν πεθαίνουν ποτέ ακόμα και όταν ταξιδέψουν στον τόπο διαμονής τους θα ριζώσουν και θα φέρουν καρπούς χωρίς να επηρεάζονται από τις ανθρώπινες και τις καιρικές δυνάμεις. Όλα τα παραπάνω μας τα επιβεβαιώνει η οικογένεια του Γιάννη και της Μαρίας Δεληγιαννάκη που κατοικούσε πριν πολλά χρόνια στην περιοχή Σφακίων των Χανίων.
Η οικογένεια διατηρούσε μεγάλο κοπάδι από αίγες και από το εισόδημά τους μεγάλωσε τα έξι παιδιά της και δεν τους μάθανε γράμματα για να γίνουν καλοί κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Ο Στέλιος ήτανε το πρώτο τους παιδί και όταν έγινε 20 χρονών δημιούργησε οικογενειακά με οικογένεια του χωριού του και προτίμησε να φύγει μακριά για να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις με τον ίδιο και με την οικογένειά του. Είχε ακούσει ότι πολλοί ταξιδεύουν για τη Μ. Ασία που και εκεί κατοικούν Έλληνες και ότι εκεί είναι πλούσιος τόπος.
Έτσι ντυμένος με την κρητική φορεσιά του ταξίδεψε και αργότερα έφθασε στο χωριό Σκουμπεγλί κοντά στις Ν. Φώκαιες. Εκεί δέχθηκε φιλοξενία από τους κατοίκους και ενδιαφέρον να παραμείνει κοντά τους. Μετά πήρε την απόφαση να εργαστεί στο δικό του επάγγελμα κτηνοτρόφος, που είχε και στην Κρήτη.
-2-
Έτσι τον πήρε ο μεγάλος κτηνοτρόφος του χωριού να εργαστεί στο κοπάδι του με κατσίκες που τον είχε ανάγκη λόγω που ήτανε σε μεγάλη ηλικία. Ο Στέλιος ήτανε πολύ εργατικός και του είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Θα είχανε περάσει πέντε χρόνια και αποφάσισε να παντρευτεί την ανιψιά του αφεντικού του την Αθηνά. Στη συνέχεια απέκτησε τρία παιδιά, τον Νικόλαο, τον Κων/νο και την Γεωργία.
Αφού ο θείος του ήρθε σε μεγαλύτερη ηλικία του έδωσε το κοπάδι σιμισακό και αυτός αποσύρθηκε.
Ο Στυλιανός και η γυναίκα του καμαρώνανε για τη δημιουργία τους και γρήγορα αποκτήσανε δικό τους σπίτι και οι χωριανοί βλέπανε την εργατικότητά τους και λέγανε ότι ήρθε ο Κρητικός και έδωσε ομορφιά στον τόπο μας.
Ο Στέλιος ήτανε ψηλός με μεγάλο μουστάκι και διακρινότανε από την κρητική φορεσιά του (τη βράκα, το σφακιανό σαρίκι, το κρουσάτο μανδήλι και τα μαύρα στιβάνια του).
Αργότερα ήρθε από την Κρήτη και η φορεσιά της Αθηνάς που ήτανε από το ολόσωμο μακρύ σκούρο φόρεμα, τις μανδήλες άσπρη και μαύρη και η ποδιά από διάφορα κεντητά στολίδια και την φορούσε κοντά στον άνδρα της. Ο Στυλιανός έκανε συχνά παρέες με τους χωριανούς στους καφενέδες και τους έλεγε πάντα για την Κρήτη τους συγγενείς του για το κοπάδι τους και ότι αναζητά το χωριό του εκεί που μεγάλωσε. Τα παιδιά τους τον Νικόλα, τον Κώστα και την Γεωργία δεν τους μάθανε γράμματα. Τα παίρνανε κοντά τους να μάθουνε να γίνουν καλοί κτηνοτρόφοι που βγάζουν πολλά χρήματα για να δημιουργηθούν.
Μετά ο Νικόλας που έγινε 20 χρονών παντρεύτηκε την Βαγγελιώ Γκαλιούρη από το ίδιο χωριό και αποκτήσανε τον πρώτο τους γιο τον Γεώργιο.
Μετά από λίγα χρόνια εκεί που όλα πηγαίνανε καλύτερα τα πάντα αλλάξανε από την εμφάνιση του πολέμου με τους Τούρκους. Αμέσως πήρανε ειδοποίηση από την ελληνική κυβέρνηση όλοι να αναχωρήσουν για την Ελλάδα εκτός από τον στρατό που έμεινε να αντισταθεί για να υπερασπίσει τα δικαιώματά μας. Ο Κώστας ήτανε στρατιώτης και έμεινε εκεί.
Έτσι ο Νικόλας πήρε τη γυναίκα του, τον γιο του, την αδελφή του, τους γονείς του, και ότι πράγματα μπορούσανε και αναχωρήσανε με προορισμό την Μυτιλήνη αφήνοντας πίσω τους το σπίτι τους, το κοπάδι τους και όλα τα πλούσια αγαθά τους. Από εκεί μετά από πέντε ημέρες φύγανε με προορισμό την Κρήτη, στο Ρέθυμνο στο χωριό Καπεδιανά. Εκεί όταν φθάσανε τους δώσανε ένα μικρό σπίτι να στεγαστούν και λίγα αγροτεμάχια να εργάζονται για να παράγουν τα πιο απαραίτητα για τη διατροφή τους.
Ο Νικόλας για να διαβιώνει η οικογένειά του καλύτερα αναγκάστηκε να πάρει 30 αίγες σιμισακές από τον ντόπιο κάτοικο του χωριού Παπαδάκη Ν. και μαζί με την αδελφή του τις βόσκανε στον Βρύσινα. Έτσι τα κατάφερε να φύγουν από τις δυσκολίες που συναντούσανε.
Στη συνέχεια αποκτήσανε ακόμα τέσσερα παιδιά: τη Μαρία, το Στέλιο, τον Αντώνη και τη Σταματία. Επίσης και η αδελφή του η Γεωργία παντρεύτηκε
-3-
τον Τσαχπίνη Π. από το χωριό Ρουσσοσπίτι και πήρε από τον αδελφό της το μερίδιό της, 15 κατσίκες.
Στο διάστημα αυτό έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του ο Στυλιανός με πολλά παράπονα που δεν μπόρεσε να επισκεφτεί τα Σφακιά που είχε γεννηθεί και το Σκουμπεγλί που δημιουργήθηκε και εκεί ήθελε να πεθάνει. Αργότερα έφυγε και η γυναίκα του Αθηνά με παρόμοια παράπονα που δεν μπόρεσε να γυρίσει στο Σκουμπεγλί στο σπίτι τους για να μάθει που είναι θαμμένοι οι γονείς της και τα αδέλφια της. Μοιρολόγια και κατάρες συνέχεια έλεγε κλαίγοντας για τους φονιάδες Τούρκους. Στα Καπεδιανά του είχαν βγάλει παρατσούκλι ο Σκουμπελιανός επειδή ήρθε από το χωριό Σκουμπεγλί της Μ. Ασίας. Ακόμα και σήμερα τα εγγόνια και τα δισέγγονά του συνεχίζουν να το έχουν.
Ο Στυλιανός είχε την τύχη να μην γνωρίσει το Γερμανικό πόλεμο που γνώρισε η οικογένειά του. Χωρίς να το περιμένουν βρέθηκαν όλοι οι χωριανοί σε αναστάτωση. Μόλις αρχίσανε να πέφτουν οι πρώτες βόμβες στο χωριό περιμένανε ότι όλοι θα φύγουν από τη ζωή. Αμέσως φύγανε για τις σπηλιές μήπως και σωθούν. Ευτυχώς που δεν υπήρχανε θύματα και σύντομα γυρίσανε στα σπίτια τους να εργάζονται αλλά πάντα είχανε τον φόβο στο χειρότερο.
Ο Σκουμπελιανός εκείνη την εποχή είχε χωρίσει το κοπάδι του και τις μισές αίγες που πήρε τις αντικατέστησε με 45 πρόβατα. Αργότερα είχε το καλύτερο κοπάδι στην περιοχή και μπορούσε άνετα να μεγαλώσουν όλα τα παιδιά του, αφού είχανε φύγει οι Γερμανοί και αργότερα να δημιουργηθούν και να τακτοποιηθούν στα επαγγέλματά τους και στις οικογένειές τους.
Η μεγάλη ηλικία ανάγκασε τον Νικόλα και τη Βαγγελιώ να αποσυρθούν από το κοπάδι και από τις αγροτικές εργασίες τους στο σπίτι για να ζήσουν τα υπόλοιπά τους χρόνια ξεκούραστα.
Τα παιδιά τους ο Στέλιος και ο Αντώνης αναλάβανε με την ίδια τακτική του πατέρα τους να ενδιαφέρονται για όλα μέχρι να τακτοποιηθούν και αυτοί με οικογένειες.
Σήμερα μόνο ο γιος του Γιώργος που είχε γεννηθεί στη Μ. Ασία και η αδελφή του Γεωργία έχουν φύγει από τη ζωή. Όλες αυτές τις πληροφορίες για το οδοιπορικό της οικογένειας του Στυλιανού Δεληγιαννάκη από τα Σφακιά μας τις έδωσε πριν φύγει από τη ζωή προ ολίγων ετών ο Μάρκος Δεληγιαννάκης Αξιωματικός Στρατού, καταγόμενος από την ίδια περιοχή, στον συνάδελφό του Γιάννη Τσακπίνη.
Τα παιδιά του Νικόλα Δεληγιαννάκη και της αδελφής του Γεωργίας Τσαχπίνη τον ευχαριστούν έστω και αργά για τον εντοπισμό της συγγένειας που αγνοούσανε τόσα πολλά χρόνια και του εύχονται καλή ανάπαυση στους ουρανούς που κατοικεί.
Σήμερα τα παιδιά του Νικόλα και της Γεωργίας νιώθουν μέσα τους ότι έχουν ρίζες αληθινές των προγόνων τους και είναι υπερήφανα που είναι Σφακιανοί και Μικρασιάτες.