Περιορίστηκαν περαιτέρω πέρυσι οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών της χώρας, λόγω της οικονομικής κρίσης. Η µέση µηνιαία δαπάνη ανήλθε στα 1.419,57 ευρώ, καταγράφοντας µείωση 2,8% ή 40,95 ευρώ σε σύγκριση µε το 2014. Στον αντίποδα, ο κίνδυνος φτώχειας μειώθηκε στο 19,7% του πληθυσμού της χώρας (20,6% το 2014), όταν λαµβάνεται υπόψη µόνον η ισοδύναµη δαπάνη µε τρόπο κτήσης την αγορά. Ο σχετικός δείκτης πέφτει στο 13,2% του πληθυσµού (14% το 2014) όταν λαµβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκµαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόµενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόµενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, µη κερδοσκοπικούς οργανισµούς, κράτος κ.λπ.).
ΠΟΥ ΞΟΔΕΥΟΥΝ
Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, το µεγαλύτερο µερίδιο των δαπανών του µέσου προϋπολογισµού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,7%) και ακολουθούν η στέγαση (13,3%) και οι µεταφορές (12,8%), ενώ οι υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχούν στο µικρότερο µερίδιο των δαπανών (3,3%). Σε σχέση µε την προηγούµενη έρευνα (2014), η µεγαλύτερη µεταβολή δαπανών (µείωση 8,6%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για εκπαίδευση (µείωση 8,1%) και τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (µείωση 5,3%). Συνολικά, έντεκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν µείωση (µε τη µικρότερη της τάξης του 1,1% στην αναψυχή και τον πολιτισµό). Η µόνη κατηγορία για την οποία παρατηρείται αύξηση της µέσης µηνιαίας δαπάνης είναι η Υγεία (1,2%).
ΤΙ ΜΕΙΩΣΑΝ
Στις δαπάνες στα είδη διατροφής, σε σχέση µε την προηγούµενη έρευνα (2014) παρατηρείται µείωση (τρέχουσες τιµές), για καφέ, τσάι και κακάο (7%), µεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυµούς φρούτων και λαχανικών (5,3%), γαλακτοκοµικά προϊόντα και αυγά (5%), αλεύρι, ψωµί και δηµητριακά (4,6%), κρέας (3,7%), ψάρια (2%) και φρούτα (0,6%), ενώ παρατηρείται αύξηση για τα λοιπά είδη διατροφής (24%). Το µεγάλο ποσοστό της µεταβολής στην τελευταία κατηγορία έχει προκύψει από τη συµπερίληψη αγαθών από τις λοιπές κατηγορίες ειδών διατροφής, όπως ζάχαρη, µαρµελάδες, µέλι κ.λπ. (5,9%), λαχανικά (0,7%) και λίπη και έλαια (0,6%). Την περίοδο 2010 – 2015 το µεγαλύτερο µέρος των δαπανών επί του συνολικού οικογενειακού προϋπολογισµού αφορά σε είδη διατροφής και κυµαίνεται από 18% το 2010 έως 20,7% το 2015 (Πίνακας 3). Την ίδια περίοδο, συνεχής είναι η µείωση των δαπανών για διαρκή αγαθά, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισµού, από 6,7% το 2010 σε 4,7% το 2015, καθώς και των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών από 10,4% το 2010 σε 9% το 2015.
ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ
Τα νοικοκυριά που διαµένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά µέσο όρο 1.189,50 ευρώ µηνιαίως, ενώ αυτά που διαµένουν σε αστικές περιοχές 1.493,67 ευρώ. Το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιµές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσµού είναι 5,6 φορές µεγαλύτερο από το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσµού (ίδια τιµή και για το 2014). Το µερίδιο της µέσης ισοδύναµης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 31,3% των δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, ενώ το αντίστοιχο µερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 14,2%. Εξετάζοντας τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη, σε Ελλάδα, Ιταλία και Βουλγαρία το σχετικά µεγαλύτερο µερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιµές) του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα πρότυπα διαφέρουν για τη ∆ανία, Ισπανία και Νορβηγία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για τη Βρετανία οι δαπάνες στις µεταφορές. Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυµαίνονται από 0,2% του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Νορβηγία έως 3,3% στην Ελλάδα. Παράλληλα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη µεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,5% και 6,5 % του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
Με στοιχεία από ΕΛΣΤΑΤ