Ταξιδεύοντας στη Σίφνο συναντάς μία σπάνια, ατόφια ομορφιά ενός αιγαιοπελαγίτικου ελληνικού τοπίου, που εντυπωσιάζει με τα κάτασπρα σπίτια, τις πήλινες παραδοσιακές γλάστρες και τα λογής λουλούδια, με τους γαλάζιους τρούλους των πολλών εκκλησιών και μοναστηριών του νησιού, με τους αναστηλωμένους ανεμόμυλους, με τους μισοερειπωμένους περιστερώνες, με τα αρχοντικά των παλιών “καλών οικογενειών”, με τις γραφικές απόκρυφες ακρογιαλιές.
Πρώτος σταθμός, αναγκαστικός για τους επισκέπτες, οι Καμάρες, επίνειο του νησιού.
Ενας τόπος περιτριγυρισμένος από γυμνά ψηλά βουνά απ’ όπου όλο και κάποιο εκκλησάκι, στις κορυφές τους αγναντεύει το πέλαγος. Ευγενικοί, πρόσχαροι, καλοσυνάτοι, οι κάτοικοι της περιοχής, τεχνίτες άλλοτε περισσότερο, παρά σήμερα, της αγγειοπλαστικής σε καλωσορίζουν και προθυμοποιούνται να σε εξυπηρετήσουν.
Το νησί προδιαθέτει ευνοϊκά τους μη κοσμικούς τουρίστες και προλογίζει από την πρώτη στιγμή, για μία ομορφιά που κρύβεται περισσότερο, στην ενδοχώρα, στην Απολλωνία, στον Αρτεμώνα και σε κάποια νοτιοδυτική παραλία, όπως στο Φάρο, στον Πλατύ Γιαλό, στο Βαθύ, που θα σε οδηγήσουν οι φιδωτοί δρόμοι της περιοχής.
Φτάνοντας στο κέντρο του νησιού, στη σημερινή πρωτεύουσα, την Απολλώνια, θα διαπιστώσεις ότι ταυτόχρονα είσαι και στον Αρτεμώνα και στα Εξάμπελα, μία και τα τρία, με την ευάκουστη ονομασία, χωριά είναι ουσιαστικά ενωμένα μεταξύ τους σε διαφορετικά μονάχα τοποθετημένα υψομετρικά επίπεδα.
Απολλωνία σήμαινε πόλη με περίσσιο φως στην αρχαιότητα, αλλά και σήμερα, όμως, η αίσθηση της λάμψης της δεν έχει ξεθωριάσει. Οι δυνατές ακτίνες του ήλιου από τη μία και η παστρικότητα του χώρου από την άλλη, προσδίδουν στην περιοχή μία φωτεινότητα, που δικαιολογούν ακόμη και σήμερα την ονομασία της.
Οι κάτοικοι πράγματι με μεγάλη νοικοκυροσύνη φροντίζουν το νησί τους δεν το έχουν εγκαταλείψει, για να επιδοθούν στο κυνηγητό “του πάσα ένα τουρίστα”. Εχουν διατηρήσει το παραδοσιακό χρώμα του τόπου τους απηλλαγμένοι και απελευθερωμένοι από κιτς και φολκλόρ καταστάσεις, που τόσο συχνά συναντάς σε παρόμοιες περιπτώσεις. Οι περισσότεροι τουρίστες αδημονούν να φτάσουν στο Κάστρο, την παλιά πρωτεύουσα της Σίφνου, που βρίσκεται κτισμένη σ’ ένα απότομο βράχο που στέκει σαν ένα απόρθητο φρούριο, απομεινάρι του χτες, με πανοραμική θέα. Ανεβαίνοντας τα καλντερίμια και τα πλακόστρωτα σοκάκια του Κάστρου, διαπιστώνει τον υπέροχο συνδυασμό μεσαιωνικής και κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής και όταν φθάσεις “ασθμαίνων” κατά την Παπαδιαμάντειο ρήση στην κορυφή του Αιγαίου και κατανοείς, γιατί ο Λικ Μπεσόν διάλεξε αυτή την ελληνική γωνιά για το γύρισμα της ταινίας του “Απέραντο γαλάζιο”.
Κατηφορίζοντας προς τις νότιες περιοχές του νησιού συναντάς αμέτρητες ξερολιθιές στους λόφους, που έχουν κτισθεί με μόχθο μέσα στους αιώνες από ανάγκη να συγκρατηθεί το λιγοστό χώμα από τα νερά της βροχής. Είναι τα γνωστά “λουριά” που λένε οι ντόπιοι, τα χωραφάκια δηλαδή στις πλαγιές των βουνών, που αποτελούν σημαντική καλλιεργήσιμη έκταση για τα δεδομένα του τόπου μια και οι πεδινοί χώροι, είναι σπάνιοι.
Φθάνοντας στο ψαροχώρι Φάρο με τον απάγκιο ορμίσκο και τις λικνιστές βάρκες, ακόμη τους μικρούς αμπελώνες και ελαιώνες που ξετυλίγονται μέχρι τη θάλασσα προστατευόμενοι από λογής φράκτες, που περίτεχνα έχουν κατασκευαστεί από τους ιδιοκτήτες τους, νιώθεις μία απόκοσμη γαλήνη να σε κυριεύει και σίγουρα ξεκουράζεται η ψυχή σου αγναντεύοντας από κάποια βουνοπλαγιά τον θαλάσσιο ορίζοντα.
Εύκολα μπορείς να διακρίνεις από τον Φάρο στο βάθος, κρεμασμένο σ’ ένα θαλασσόβρεχτο βράχο το εκκλησάκι της Χρυσοπηγής που αποτελεί και το σήμα κατατεθέν του νησιού.
Παραπλήσια του Φάρου βρίσκεται και ο Πλατύς Γιαλός ή “Ωραία θάλασσα των Κυκλάδων”, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι και είναι αναμφίβολα ένα από τα ωραιότερα Αιγαιοπελαγίτικα μέρη για όσους αγαπούν το κολύμπι και τα θαλάσσια σπορ.
Οταν το σούρουπο δώσει μία νέα διάσταση χρωμάτων στη νησιωτική ατμόσφαιρα, είναι απαραίτητο το ανέβασμα στον αρχοντικό Αρτεμώνα, με τα νεοκλασικά, τους πανέμορφους κήπους, τους παραδοσιακούς καφενέδες και φούρνους, τα νυχτερινά του στέκια.
Μέσα στα ηχηρά καλντερίμια, η μυρωδιά των φρεσκοψημένων γλυκών, σωστός πειρασμός, σίγουρα μπορεί να σε σπρώξει σε κάποιο παλιό γραφικό φούρνο να γευθείς το παραδοσιακό σιφνέικο κουλούρι και τα ντόπια αμυγδαλωτά.
Εάν έχεις ακόμη σκοπό να δειπνήσεις στην πατρίδα του Ν. Τσελεμεντέ, καλύτερα να το επιχειρήσεις νωρίς, γιατί διαφορετικά θα ταλαιπωρηθείς να εξασφαλίσεις τραπέζι ή να βρεις την ποικιλία των φαγητών, μιας και θα έχουν εξαντληθεί σε κάποιο ονομαστό μαγαζί της περιοχής, για να επιδοθείς με την παρέα σου σε γαστριμαργικό πόλεμο με μοναδικό θύμα την ανορεξία.
Kι όταν η νύχτα “αγκαλιάσει” το νησί στο νυχτοπερπάτημά σου στα στενά σοκάκια, ίσως να ’χεις την τύχη ν’ ακούσεις BOB MARLEY ή Νέο Κύμα, νότες μιας άλλης εποχής, της νεανικής σου πιθανόν εποχής και να αναπολήσεις τις ξέγνοιαστες μέρες, που τόσο λιγόστεψαν στην αγχωτική εποχή, τη σημερινή.
Κι όπου και να ’σαι, να θυμάσαι ότι ο δρόμος για το κατάλυμά σου δεν θα ’ναι μακρύς. Μπορεί άλλωστε αν είσαι τυχερός, όπως συνέβη με μας, σου κρατά συντροφιά η πανσέληνος στην επιστροφή σου το Αυγουστιάτικο φεγγάρι και να σου γλυκοροδίζει τη νύχτα.
ΑΜΟΡΓΟΣ
Το νησί του απέραντου γαλάζιου, το νησί με τους ανοιχτούς ορίζοντες ανοίγει την αγκαλιά του στον κάθε επισκέπτη του και τον κρατά δυνατά, μαγευτικά μέσα του.
Το λιμάνι των Καταπόλων που αντικρίσαμε, είναι μέσα σ’ ένα πεταλόσχημο κόλπο και όπως υποστηρίζουν οι κάτοικοι του νησιού είναι το καλύτερο των Κυκλάδων μετά της Μήλου.
Τα Κατάπολα είναι ένα χαρακτηριστικό κυκλαδίτικο ψαροχώρι που το ομορφαίνουν τα άσπρα φρεσκοβαμμένα νησιώτικα παραδοσιακά σπιτάκια, οι ψαρόβαρκες που λικνίζονται αγκυροβολημένες, τα θαλασσοπούλια που κόβουν βόλτες σα να θέλουν να κρατήσουν συντροφιά στους παραδοσιακούς ψαράδες που ράβουν τα απλωμένα δίχτυα τους.
Στο εσωτερικό του χωριού υπάρχουν καλντερίμια, πλακόστρωτα στενά σοκάκια, μπαλκόνια και μικρές αυλές, στολισμένες με γλάστρες με ανθισμένα λουλούδια, γεράνια, μπουκαμβίλιες, γιασεμιά, ζουμπούλια, πικροδάφνες.
Η Αμοργός πήρε το όνομά της, όπως μας είπε ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, από τον Αμοργίνο, ένα φυτό από το οποίο παραγόταν τη βυζαντινή περίοδο η κόκκινη βαφή, που χρωμάτιζαν τους αυτοκρατορικούς χιτώνες.
Παλιότερες ονομασίες του νησιού είναι Παγκάλη, Καρκησία, Ψυχία.
Το πιο αξιοποιημένο τουριστικό θέρετρο του νησιού είναι η Αιγιάλη, το άλλο λιμάνι που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του, κάτι βέβαια που δύσκολα παραδέχονται οι κάτοικοι των Καταπόλων, μιας και υπάρχει, εν όψει του τουριστικού ανταγωνισμού, ένας άτυπος εμφύλιος μεταξύ βορείων και νοτίων.
Η Αιγιάλη, πράγματι δικαιώνει τη φήμη της, κάτι που διαπιστώσαμε τη δεύτερη μέρα της παραμονής μας, όταν την επισκεφθήκαμε.
Το χωριό ξεδιπλώνεται πάνω σε μία πανέμορφη αμμουδερή παραλία με αλμυρίκια και είναι αμφιθεατρικά χτισμένο σε μία βουνοπλαγιά, παρέχοντάς σου μοναδική θέα, όσο ριζώνεις από χαμηλά προς τα ψηλά. Είναι συντροφευμένο από δυο ακόμη συνοικισμούς, που αγναντεύουν το πέλαγος, τα Θολάρια και τη Λαγκαδά.
Τα Θολάρια, πέρα από την προνομιακή τους θέση, εντυπωσιάζουν με τους ρωμαϊκούς θολωτούς τάφους και την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, που δεσπόζει στο κεντρικό ύψωμα του χωριού.
Η Λαγκαδά, πολλοί επισκέπτες είπαν ότι είναι το ωραιότερο χωριό του νησιού, παστρικό σε καθαριότητα, με χαρακτηριστικό τον πλακόστρωτο δρόμο του, που ζωγραφίζουν οι νοικοκυρές με ασβέστη λουλούδια.
Στο κέντρο του νησιού βρίσκεται η χώρα, η πρωτεύουσα της Αμοργού. Φαντάζει σα μια καστροπολιτεία του χθες “σαρακοφαγωμένη” από τον χρόνο, αλλά είναι και ευδιάθετη να καλοδεχθεί τον επισκέπτη της και να τον σφιχταγκαλιάσει στα νέα σοκάκια της και τα λαβυρινθώδη καλντερίμια της.
Το ανεμοδαρμένο πρόσωπό της με το βενετσιάνικο κάστρο της, τους μισογκρεμισμένους ανεμόμυλους του Τρούλλου, τις σαράντα εκκλησιές της, δίνει την ευκαιρία στους κατοίκους της να υπερηφανεύονται ότι είναι η πιο χαρακτηριστική κυκλαδίτικη χώρα.
Στα πόδια της χώρας και ανατολικά, σε μια απόμερη γωνιά, βρίσκεται το κόσμημα του νησιού, η Παναγία η Χαζοβιώτισσα. Το όνομά του το μοναστήρι της Παναγίας από το Χοζοβό της Παλαιστίνης που μεταφέρθηκε την περίοδο της εικονομαχίας. Η λαϊκή παράδοση μάλιστα αναφέρει ότι, ενώ έσπασε η εικόνα, στην Κύπρο, στα δύο, στη συνέχεια παρασύρθηκε με θαυματουργό τρόπο από τα θαλάσσια ρεύματα στους βράχους της Αμοργού, που τα κομμάτια ενώθηκαν.
Το μοναστήρι βρίσκεται χτισμένο ή κολλημένο -μόνο ο αρχιτέκτονάς του το γνωρίζει- σ’ ένα πανύψηλο, απόκρημνο βράχο και αντικρίζει άλλοτε χαρωπό και άλλοτε αγριεμένο το πέλαγος.
Το μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας είναι ένα από τα ωραιότερα μοναστήρια της πατρίδας μας και αδελφικό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη της Πάτμου.
Χτίστηκε το 1077 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό. Ο προσκυνητής του για να το προσεγγίσει και να ασπαστεί ευλαβικά τη θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης είναι αναγκασμένος να ανεβεί 400 περίπου σκαλιά μέχρι τον εξώστη της τετραώροφης Μονής, αλλά αποζημιώνεται με τη μαγική θέα που ξετυλίγεται μπροστά του, όπου το ολόμπλαβο υγρό στοιχείο της θάλασσας έρχεται να δέσει με τον κακοτράχαλο καφεκόκκινο βράχο.
Φθάνοντας στην είσοδο του μοναστηριού, σε υποδέχονται καλογεροπαίδια και αφού σ’ οδηγήσουν αρχικά στον ιερό χώρο προσκύνησης, στη συνέχεια σε ξεναγούν στη βιβλιοθήκη, που υπάρχουν πολύτιμα χειρόγραφα, ανεκτίμητα κειμήλια, παμπάλαιες εικόνες. Τέλος, στο αρχονταρίκι, σε φιλεύουν με ρακόμελο και γλυκίσματα του μοναστηριού.
Ο δρόμος μετά το μοναστήρι που οδηγεί στη Ν.Α. πλευρά του νησιού στα χωριά Βούρτση, Αρκεσίνη και Κολοφάνα, πατώντας σε κορυφογραμμές, είναι πανοραμικός. Η θέαση του απέραντου γαλάζιου -μιας και στον ανοιχτό ορίζοντα έρχεται να κολλήσει ο ουρανός με τη θάλασσα- είναι μοναδική.
Το τοπίο, όσο προχωράς προς τον νότο αγριεύει· παρότι απολαύσαμε ένα καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα, αφού είχαμε την τύχη να το επισκεφθούμε σούρουπο, εν τούτοις νιώσαμε ένα αίσθημα μοναξιάς και απομονωτισμού.
Οι τεράστιες τεχνητές δεξαμενές που συναντάς στην πορεία, σου υπενθυμίζουν τη λειψυδρία που υπάρχει στο νησί, παράγοντας που το καθιστά ιδιαίτερα άγονο.
Φθάνοντας μέχρι την Αγία Τριάδα, συντομεύσαμε την επιστροφή μας, αφού η νύχτα είχε απλωθεί για τα καλά και η πανσέληνος φεγγοβολούσε στο διάβα μας.
Η επίσκεψή μας την τελευταία μέρα, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στον πύργο “η Σάλα του Γαβρά” όπου στεγάζεται, στη χώρα, μάς έδωσε την ευκαιρία να δούμε πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα του νησιού και να γνωρίσουμε την ιστορία του.
Η Αμοργός κατοικήθηκε από την περίοδο των προϊστορικών χρόνων. Ονομαστά είναι τα ειδώλια της περιόδου αυτής, με διασημότερο τη Γυναίκα της Αμοργού, εκμαγείο του οποίου είδαμε, μιας και το αυθεντικό υπάρχει στο Εθνικό Μουσείο.
Τα περισσότερα από τα ειδώλια ταξινομημένα από τη διαπρεπή αρχαιολόγο Λίλα Μαραγκού, βρέθηκαν στην αρχαία Μινώα, κατά πολλούς θερινή κατοικία του βασιλιά Μίνωα. Υποδηλώνουν μάλιστα τη μινωική επίδρασή τους και εκφράζουν την υψηλή θέση της γυναίκας, όπως συνέβαινε και στην Κρήτη.
Την περίοδο των ιστορικών χρόνων, θα κατοικηθεί από Ίωνες και το νησί θα περάσει στην κυριαρχία της Αθηναϊκής ηγεμονίας. Την ελληνιστική εποχή θα θεωρηθεί επικράτεια του Βασιλείου των Πτολεμαίων και η ρωμαϊκή περίοδος θα αποτελέσει τμήμα ρωμαϊκής επαρχίας.
Τα βυζαντινά χρόνια ανθεί η μοναστική ζωή, χτίζεται το μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας.
Το 1.300 μ.Χ. οι θαλασσοκράτορες Βενετοί το καταλαμβάνουν. Μετά από τρεις αιώνες ο Μεγάλος Πειρατής του Αιγαίου, Χαϊρεντίν Μπαρπαρόσα, με επιδρομές αναγκάζει το νησί να υποταχθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απελευθερώνεται το 1823.
Η ιστορία του νησιού στη συνέχεια ακολουθεί τη γραμμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Αξιόλογο τμήμα του Μουσείο ήταν και τα λαογραφικά εκθέματα, που μας έφεραν σε μια εποχή που ταιριάζει με την απλή φυσική και αβίαστη ζωή του ανθρώπου.
Στα γραφικά καφενεία της χώρας νιώσαμε με τους κατοίκους της να γινόμαστε μία παρέα. Όση ώρα δεν ρωτούσαμε εμείς για το νησί, μας ρωτούσαν αυτοί για την Κρήτη.
Ακόμη και για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μας είπαν και μας έδειξαν το μοναδικό τοπικό λεωφορείο, το περίφημο κρητικό εξπρές, όπως ακούγεται στο νησί, στολισμένο με φωτογραφίες του Εθνάρχη, αγκομαχώντας να ανεβαίνει τις κορυφές, στη διαδρομή του από τη μία άκρη του νησιού στην άλλη.
Στην επιστροφή μας, πολλές φορές ανοίξαμε τους τουριστικούς οδηγούς μας για να βεβαιωθούμε ότι φεύγοντας δεν υπήρχε μέρος στο νησί που δεν επισκεφθήκαμε.
Το μάτι μας έπεσε σε μία τετράστιχη μαντινάδα, ριμαδόρου ευρηματικού, που είχε καταγραφεί στα ενημερωτικά φυλλάδια για το νησί και βιωματικά την ενστερνιστήκαμε.
«Ήθελα να ’μουνα πουλί
χρυσές φτερούγες να ’χα,
να πέταγα στην Αμοργό
για μια φορά μονάχα».
* ο Eμμ. Θεοδωράκης είναι καθηγητής – συγγραφέας