Εκεί, στην πλατεία Κουμουνδούρου, σε ένα ημιυπόγειο δωμάτιο με μια λεκάνη στην άκρη του διαδρόμου, ζούσαμε τα τρία αδέρφια. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει όταν ήμουνα έξι μηνών.
Η χήρα μάνα μας που έμεινε με τα άλλα δυο παιδιά της στο χωριό, μας έστειλε Αθήνα να σπουδάσουμε.
Ήτανε αποκριές, θαρρώ, όταν ένα βράδυ αϋπνίας, καθόμουνα σε ένα ξύλινο κιβώτιο που χρησίμευε για σκαμπό με μια φωτογραφία του πατέρα μου που την κρατούσα για φυλαχτό. Άξαφνα, άνοιξε η ξυλόπορτα κι όρμηξε τρικλίζοντας ο Φάνης.
Μια σπιρτάδα από εμετά, αλκοόλ και τσιγάρα με έπνιξε.
Παραξενεύτηκα σαν τον είδα έτσι, δεν τον λυπήθηκα, ούτε τον φοβήθηκα, τι του συνέβηκε, σκέφτηκα, αλλά μεγάλος ήτανε, αφεντικό ήτανε, πατέρας ή αδερφός, δεν ήξερα τι ήτανε, σώπασα και περίμενα, μια κι ήμουνα, εντεκάχρονος τότε, κάτι σαν υπηρέτης, μάγειρας και λαντζιέρης, με αμοιβή μισή μερίδα φαγητό και εντολές που έπρεπε οπωσδήποτε να τις εφαρμόσω, μια και ήτανε, λέει, για το καλό μου. Οι εντολές δυσβάσταχτες, δοσμένες από τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου που διεκδίκησε και χρίστηκε, χωρίς να το πιστεύω, πατέρας. Δηλαδή, αφέντης μου. Και δεχόμουν στην αδυναμία μου εντολές σκληρές και ψυχοφθόρες, που σφαλνούσανε κάθε χαραμάδα με αντιφέγγισμα ελευτερίας.
– Είσαι μικρός και πρέπει να με υπακούς, έλεγε αγριεμένος και χτύπαγε πόρτες, παράθυρα, ό,τι εύρισκε μπροστά του. Για το καλό μου. Κι εγώ έχανα τον ύπνο μου.
Ναι. Στην αμοιβή μου ήτανε κι ο ύπνος. Επιτρεπόταν να κοιμάμαι. Το χειμώνα στο διάδρομο, που έπρεπε να σηκωθώ για να περάσει κάποιος για κατούρημα, αφού τα πόδια μου, αν και μικροσκοπικός, φτάνανε ως τη λεκάνη. Με τον ερχομό της Άνοιξης, έστρωνα στην αυλή ένα πράγματι ωραίο διπλό χαρτόνι που βρήκα μια μέρα όξω από το σπίτι του γείτονα, από πάνω μια εφημερίδα και για προσκεφάλι το κοντό πανταλονάκι μου πάνω σε ένα χοντρό ξύλο. Καμιά φορά έβαζα και τη μπλούζα μου. Πουκάμισο, δεν είχα.
Όμως έκλαψα σαν τον είδα να σωριάζεται μ’ ένα υπόκωφο πάταγο στο μωσαϊκό. Έβγαλε ένα μουγκρητό σαν πληγωμένο μοσχάρι, σήκωσε όπως το καγκουρό τη ραχοκοκαλιά του, ξαναμούγκρισε, πέταξε όξω καμπουριαστό το λαιμό του, γούρλωσε τα άχρωμα μάτια του, έκανε προβοσκίδα τα χείλια του και εκσφενδόνισε μέχρι μια κανάτα απόβλητα.
Τρόμαξα τότε, κι έβαλα τις φωνές. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ούτε να τον σηκώσω, τρεις φορές βαρύτερό μου, ούτε να τον πλύνω, ούτε καν να τον σφουγγαρίσω. Έμπηξα δεύτερη φωνή, να ο Σωτηράκης. Με πρησμένα μάτια και χωρίς γυαλιά, ξετρύπωσε πίσω απ’ τη ντουλάπα όπου κοιμότανε του καλού καιρού και θύμιζε βάτραχο. Έσυρε προς τα πάνω το βρακί του π’ άφηνε ακάλυπτο το μισό αδύνατο κι αδύναμο ασπρουλό κι άτριχο οργανάκι του, κούνησε τρεμουλιαστά τα γροθάκια του χωρίς να καταλάβω αν ήτανε θυμωμένο ή ονειροπαρμένο το ένα χρόνο μεγαλύτερο αδερφάκι μου, σοβάρεψε, άρχισε να κλαψουρίζει και ρώτησε.
– Πέθανε ο πατέρας μας;
Ποτέ δεν έμαθα, αν το πίστευε ή όχι, αυτό που έλεγε. Έτσι είχανε προστάξει να τον αποκαλώ κι εγώ, και θέλανε σώνει και καλά να το βιδώσουνε στο μυαλουδάκι μου, αυτός κι η μάνα μου, μα, γέλαγα σαν το άκουγα, γιατί χωρίς να ξέρω ακόμα καλά-καλά πώς είναι αυτός ο παράξενος πελαργός, δε χώραγε στο νου μου να με ξεπερνάει πέντε μονάχα χρόνια.
Πολλές φορές είχα φάει ξύλο γι αυτή μου την περιέργεια κι όπως λέγανε, ανυπακοή, στραβοκεφαλιά και σχεδόν, πώς το λέγανε να δεις, αμ.., αμφι…, αμφισβήτηση της οικογενειακής ισορροπίας ή αρμονίας· ένα από τα δύο· μπορεί και τα δυο. Τίποτα δε καταλάβαινα απ’ αυτές τις λέξεις που ίσως επίτηδες χρησιμοποιούσανε για να επικρατήσουν στην άγνοιά μου.
Αλλά ούτε κι ο Φάνης νοιαζότανε, που ήθελα κι εγώ να παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς, αντί να με μαλώνει συνέχεια και να μου χαλάει τα σπιτάκια πού ‘κανα με τη βρεμένη άμμο.
– Να μην κάνεις σκανταλιές. Να είσαι καλό παιδί, έλεγε.
Δηλαδή, μοναχά τα κακά παιδιά παίζανε; Κι αυτός πού ’παιζε ήτανε κι αυτός κακό παιδί; Θα μου πεις δεν ήτανε παιδί. Ήτανε ένας μικρός πατέρας κι έπρεπε όλα να τα ξέρει. Και σίγουρα θα τα ‘ξερε, γιατί το βεβαίωνε κι η μαμά.
Γι’ αυτό, μπερδευόμουνα.
Τι είναι επί τέλους αλήθεια, και τί ψέμα; Μπας και άλλα μου έλεγε κι άλλα έκανε; Όχι. Δε γίνεται Η μαμά είχε πει ότι ο Φάνης τα ξέρει όλα και ποτέ δε λέει ψέματα.
*gkamvysellis@yahoo.gr Σκόρπιες σκέψεις και προβληματισμοί…