Το βιβλίο που παρουσιάζεται αποτελεί συλλογικό έργο και περιλαμβάνει άρθρα που συγγράφηκαν τα τελευταία τέσσερα έτη. Ο τόμος φιλοδοξεί, μέσα από την παράθεση στοιχείων και την ανάλυση ευρημάτων ερευνών, να αποτυπώσει σύγχρονες τάσεις και προσεγγίσεις στο Μάνατζμεντ, την Οικονομική διοίκηση και τη “Χρηματοοικονομική Μηχανική”.
Iδιαίτερα, ο όρος της “Χρηματοοικονομικής Μηχανικής” (Financial Engineering, βλ. άρθρο Κ. Ζοπουνίδη, Μ. Δούμπου, “Financial Engineering: Μία νέα προσέγγιση για τη διαχείριση χρηματοοικονομικής κινδύνων, προέρχεται από τη χρήση σύνθετων ποσοτικών και μαθηματικών μοντέλων, με εφαρμογή στη χρηματοοικονομική, την τραπεζική, τις διεθνείς χρηματαγορές, κα.
Το σύγγραμα αποτελείται από επτά μέρη και απευθύνεται σε αναλυτές, μάνατζερ, φοιτητές αλλά και “ενεργούς” πολίτες, που επιθυμούν να κατανοήσουν τις εξελίξεις στο χώρο των επιχειρήσεων και του μάνατζμεντ, σε συνδυασμό με τις μεταβολές που επιτελούνται στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Διαβάζοντας τα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου γίνεται σύνδεση των χαρακτηριστικών των εθνικών οικονομιών με τις γεωπολιτικές και τεχνολογικές εξελίξεις που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο αναλύονται θέματα που σχετίζονται με τις ανισότητες, το δημόσιο χρέος και την πραγματική οικονομία σε χώρες υπό καθεστώς κρίσης. Γίνεται αναφορά στην απαίτηση για μείωση των οικονομικών ανισοτήτων, οι οποίες τείνουν να επηρεάζουν την ίδια τη δημοκρατία μιας χώρας. Επιπλέον, στο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας και την αντίστοιχη εμπειρία του Καναδά τη δεκαετία του ‘90. Αναφέρεται ότι η κυβέρνηση του Καναδά ακολούθησε μια συνειδητή αντι-κεϊνσιανή πολιτική με έμφαση στο μικρότερο αλλά “ευφυέστερο” κράτος. Οι μεγαλύτερες περικοπές έγιναν στις μεταφορές, την εθνική άμυνα και τις δαπάνες υγείας και παιδείας. Αντιθέτως, έγιναν μηδαμινές μειώσεις στις συντάξεις και τα προγράμματα ενίσχυσης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μειώθηκαν σε ποσοστό 16,2% του συνόλου του δημόσιου τομέα και παράλληλα η καναδική κυβέρνηση αγνόησε συστηματικά τις ομάδες συμφερόντων που αντιστέκονταν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η εμπειρία αυτή καταδεικνύει τη μη βασιμότητα της θεώρησης ότι τα προγράμματα λιτότητας ευθύνονται για την κατάρρευση της ζήτησης και την “έκρηξη” της ανεργίας.
Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου παρουσιάζει το δρόμο του μεταξιού και τις παγκόσμιες στρατηγικές που αναπτύσσονται για να καταστεί αυτός εργαλείο ανάπτυξης. Η Ελλάδα αποτελεί κόμβο του θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού, που διέρχεται από το λιμάνι του Πειραιά και καταλήγει στη Βενετία. Μέσα από τα άρθρα που παρατίθενται στο κεφάλαιο καταδεικνύεται, μεταξύ των άλλων, το σημαντικό έργο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων, για τη μεταφορά εμπορευμάτων και υπηρεσιών μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Αναφέρεται ότι η Ευρώπη έχει να κερδίσει από τη δημιουργία των μεταφορικών υποδομών αυτών, καθώς η ίδια μπορεί να χρησιμοποιεί τις υποδομές αυτές για εξαγωγές προϊόντων της ενώ το κόστος κατασκευής τους επωμίζονται οι χώρες του δρόμου του μεταξιού. Παράλληλα, τονίζεται η δυναμική που αναπτύσσεται για την Ελλάδα, η οποία βελτιώνει την οικονομική και τη στρατηγική θέση της χώρας στο μέλλον.
Το βιβλίο συνεχίζει με το τρίτο κεφάλαιο, που αφιερώνεται στις ομάδες συμφερόντων που αναπτύσσονται σε κάθε χώρα και τη διασύνδεσή τους με την ανάπτυξη και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Στο κεφάλαιο τονίζεται ο ρόλος των ομάδων ιδιωτικών ειδικών συμφερόντων όπως: οι κοινοπραξίες ομοειδών επιχειρήσεων (καρτέλ), τα λόμπι, οι συντεχνίες, οι επαγγελματικές ενώσεις, κα, που διεκδικούν να επιτύχουν ευνοϊκές αλλαγές, προστατευτική νομοθεσία ή και να αποτρέπουν νομοθεσία που περιορίζει τα προνόμια τους. Η σύναψη κάθε είδους “καρτέλ” μειώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθώς αποτρέπει νέες επιχειρήσεις να εισέλθουν στην αγορά, αυξάνοντας τις τιμές για τους καταναλωτές. Η άρση των εμποδίων της ελεύθερης εισόδου επιχειρήσεων στην αγορά αποτελεί μονόδρομο για να μειωθεί η ισχύς των καρτέλ.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση του βιβλίου, το τέταρτο κεφάλαιο στοχεύει στην ανάδειξη των ποικίλων θεμάτων κινδύνου σε επίπεδο επιχειρήσεων, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους κινδύνους διαχείρισης και προστασίας προσωπικών δεδομένων, που διατηρούν οι επιχειρήσεις για τους πελάτες τους ή και για τρίτα μέρη και μπορούν να επιφέρουν οικονομικές και άλλες επιπτώσεις στις ίδιες από την μη εγκεκριμένη χρήση τους. Μια άλλη προσέγγιση σχετίζεται με την ανάπτυξη των νευρο-επιστημών, οι οποίες φανερώνουν μια νέα θεώρηση του κόσμου των επιχειρήσεων, που ανατρέπει τις βεβαιότητες που ίσχυαν μέχρι σήμερα. Ο ρόλος του νευρο-μάνατζερ συνδράμει τόσο στην επιλογή χρήσιμων στοιχείων που λαμβάνουν ως ενημέρωση τα στελέχη των επιχειρήσεων, “εξοικονομώντας” πολύτιμο χρόνο και αποφεύγοντας «περιττή» πληροφόρηση, π.χ. ορθή διαχείριση των e-mails που λαμβάνονται καθημερινά σε μια εταιρεία, όσο και στην απλοποίηση λειτουργιών και διαδικασιών, ενισχύοντας τους μάνατζερ στη λήψη αποφάσεων.
Το πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζει άρθρα με αναλύσεις βιβλίων στο Μάνατζμεντ και την Οικονομία, προτάσσοντας την επανεξέταση της οικονομίας στη βάση των αξιών της κοινωνίας και του επιχειρηματικού ενδιαφέροντος και λιγότερο στην οικονομική θεώρηση των “αγορών”. Επιπλέον, στο κεφάλαιο αναδεικνύεται και ο εξελισσόμενος ρόλος της Κίνας, η οποία επενδύει στον κόσμο, από αυτοκινητοβιομηχανίες, αεροδρόμια, λιμάνια, γεωργική γη, ακόμη και σε χρέος των ΗΠΑ, κερδίζοντας συνεχώς έδαφος σε σχέση με άλλα κράτη.
Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται θέματα καινοτομικής συμπεριφοράς και επιχειρηματικότητας, στοχεύοντας στην κοινωνία και οικονομική ευημερία. Αναδεικνύεται η ανάγκη για επίτευξη θετικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, ικανού να ενισχύσει την επιχειρηματικότητα, εξαλείφοντας εμπόδια στην εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών. Η ανάπτυξη κινήτρων καινοτομίας, η απουσία “βλαπτικής συμπεριφοράς” από τις ομάδες συμφερόντων, οι συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, οι ίσες ευκαιρίες, οι πολιτικές ενθάρρυνσης της τεχνολογικής προσαρμογής, οι φορολογικές απαλλαγές, καθώς και η δημιουργία επικρατούσας κουλτούρας που να ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα, αποτελούν κρίσιμες συνιστώσες για το μέλλον της χώρας.
Το τελευταίο κεφάλαιο του τόμου αναφέρεται σε θέματα χρηματοοικονομικής διοίκησης και μαθηματικών. Τονίζεται, μεταξύ των άλλων, η ανάγκη χρήσης σύγχρονων μοντέλων καταγραφής, διαχείρισης και επεξεργασίας δεδομένων για τη λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων. Επιπλέον, γίνεται ανάλυση της χρησιμότητας των μαθηματικών ως εργαλείων για επενδυτικές, τραπεζικές, πιστωτικές, και άλλες αποφάσεις, που οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη οι σύγχρονοι οργανισμοί και επιχειρήσεις. Τέλος, δίδεται έμφαση σε πολυκριτήριες προσεγγίσεις στη λήψη χρηματοοικονομικών αποφάσεων, οι οποίες αποτελούν σημαντική εναλλακτική έναντι των “παραδοσιακών” μοντέλων.
Συνοψίζοντας, το βιβλίο καταφέρνει να αναδείξει με μεθοδικό τρόπο σύγχρονα θέματα διαλόγου και συλλογιστικής στους τομείς της οικονομίας, της καινοτομικής συμπεριφοράς και της τεχνολογίας, με στόχο την κατανόηση των απαιτήσεων της επόμενης ημέρας στον ευρύτερο χώρο του μάνατζμεντ επιχειρήσεων.
*Ο Χρήστος Λεμονάκης είναι επίκουρος καθηγητής ΤΕΙ Κρήτης