Γαλάζια γάζα ο ορίζοντας τυλίγει το γκαζόν Μια σαύρα, αθέατη μες στου φωτός τον γάμο Έρπει προς τη γαλήνη μιας σκιάς… …που όσο άργησε, τόσο πιο δυνατή, Τόσο πιο καθαρτήρια μας σαρώνει. Σαν τη βροχή του Αυγούστου. Σαν το χιόνι Το πρώτο του χειμώνα στα βουνά. Τότε που οι αισθήσεις συλλαβίζουνε ξανά Κάτι απ της φύσης την κρυμμένη μετρική. Από τη συλλογή «Αέρας Αύγουστος» του Κ. Κουτσουρέλη ΠΟΙΗΤΙΚΑ TOY ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ Παρατηρούσα τις φωτογραφίες του Νίκου Καμπιανάκη στη Γαία, ποτιζόμουνα όλο και περισσότερο από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της απλότητας που αναδεικνύουν την ανεπιτήδευτη ομορφιά στη φύση, όταν διάβασα στις 21 του μήνα ότι ο Χανιώτης στην καταγωγή, γεννημένος στην Αθήνα, Κώστας Κουτσουρέλης, πήρε το βραβείο Λάμπρου Πορφύρα, για τη βράβευση Έλληνα λυρικού ποιητή, για την ποιητική συλλογή «Αέρας Αύγουστος». Ξαναμελέτησα την έμμετρη συλλογή που απλόχερα μου είχε προσφέρει μετά την ομιλία του στο Πνευματικό Κέντρο στις 21/3/12, παγκόσμια ημέρα ποίησης, και μετά το δρώμενό μου «Καφενείο Η ωραία σελήνη». Νομίζω πως ό,τι και να γράψεις για τις φωτογραφίες του Νίκου Καμπιανάκη μπορούν να συνοψιστούν στους στίχους του Κουτσουρέλη «Τότε που οι αισθήσεις συλλαβίζουνε ξανά/ κάτι απ’ της φύσης την κρυμμένη μετρική». Είναι πασιφανές πως όλα τα στοιχεία της τέχνης ο άνθρωπος τα έχει μεταγράψει μελετώντας τη φύση. Δομή, ιεράρχηση, μέτρο, αρμονία, ρυθμός, χρώμα, αντιθέσεις κ.λπ. σε παράθεση ομοιομορφίας, αλλά και διαφοροποιήσεων. Σε μια εποχή που σχεδόν όλα τρέχουν άναρχα στην κοινωνία, διαρθρωμένα με το τίμημα: να χάνει την ποιότητα μέσα από την με όποιον τρόπο αναρρίχηση, ο άνθρωπος. «Γιατί είναι πάντα η κορυφή ερεβώδης, γιατί ο κίνδυνος φαντάζει ελκυστικός, ποιος ίλιγγος βαθύς, ποιος λευκοπόδης…». Κι έρχεται ο Ν. Καμπιανάκης μέσα από τη φωτογραφία κυριολεκτικά να πει: «Όλα όσα κάνεις, βγαίνουν λάθος/ σαν μια χειρονομία μετέωρη, μισή,/ που ξαφνικά κόπηκε εκεί στην κίνηση» άνθρωπε φιλόδοξε, σκύψε και δες την ομορφιά, άφησε τις αισθήσεις σου να συλλαβίζουν την προβολή του ακινητοποιημένου μικρόκοσμου. Ιεραρχημένος, «μετρημένος ο προφανής κόσμος των εντόμων, των λουλουδιών, των χυμών των σταγόνων τα άλλα πίσω, φλουταρισμένα μέσα στην παστέλ αφαιρετικότητα της επιλογής. Αυτός ο δυισμός, αν και πολυχρησιμοποιημένος, παίρνει διαστάσεις ουσιαστικά ποιητικές κι όχι στεγνά εικαστικές, όταν υπάρχει εσωτερική αναγκαιότητα που υποβάλλει τον δημιουργό, πέρα από τη γνώση του. Θυμήθηκα τον Γάλλο φιλόσοφο Henri Bergson (1859-1941) που υποστήριζε στο «εισαγωγή στη μεταφυσική»… «υπάρχουν δυο θεμελιακά διαφορετικοί τρόποι γνώσης, ο ένας, που φτάνει στη μεγαλύτερη ανάπτυξη του στην επιστήμη, είναι αναλυτικός, χωροποιητικός και εννοιοποιητικός και έχει την τάση να βλέπει τα πράγματα ως στέρεα και ασυνεχή. Ο άλλος, είναι ενόραση που είναι σφαιρική, άμεση και φτάνει στην καρδιά ενός πράγματος μέσω της εκλεκτικής συγκινησιακής ή πνευματικής έλξης που από το πράγμα ασκείται στη νόηση και την υποχρεώνει να ανταποκριθεί σε αυτό προκειμένου να το προσεγγίσει και να το συλλάβει…» αυτό κάνει ο Νίκος. Με τόσο απλό τρόπο, χρησιμοποιεί το επιστημονικό εργαλείο, για να φιλοσοφήσει χωρίς λόγια με εικόνες –έντεχνη στατική ζωή- που δείχνουν τη διάρκεια (διαχρονικής ομορφιάς) μέσα από την αέναη ροή, η οποία είναι πέρα πάσης περιγραφής, αυταπόδεικτη νοηματικά, χωρίς διανοητικές επεξεργασίες και συμβολισμούς, δε χρειάζεται καμιά μετάφραση, αλλά ταυτόχρονα αν και τόσο ρεαλιστικά φυσικές οι φωτογραφίες του, μεταπλάθονται μέσω του χειρισμού του φωτός σε μορφή ποιητικής, με στοιχεία μεταφυσικής, ονειρικής, ενορατικής διάστασης, κυριαρχεί αυτό που ονόμαζε ο Μπερξον «θεωρία του ψυχοφυσιολογικού παραλληλισμού», κατά την οποία κάθε ψυχολογικό γεγονός υπάρχει ένα αντίστοιχο φυσιολογικό γεγονός που το καθορίζει. Ο Καμπιανάκης, φορτισμένος με την αναγκαιότητα ως ψυχολογικό έναυσμα και μεράκι που γίνεται πάθος, αναζητά θέματα του έξω από το αστικό περιβάλλον, ίσως τα παιδικά βιώματα του στα Ζυμβραγού να δημιούργησαν αυτές τις πρωτογενείς δημιουργικές προϋποθέσεις. «η υλη και Μνήμη» του Μπερξον στο …χωρίς λόγια μνήμη και φωτογραφία, του Νίκου, ο ίδιος μου διηγήθηκε πόσο του άρεσε να περπατά ξυπόλυτος στη γη των προγόνων του…, κοιτάζοντας με θαυμασμό τη φωτογόνο φύση. «στα γόνατα μου ο ήλιος μετανιώνει/ κεντάει στο δέρμα μου σκιές/ χάδια’ γυμνά και υποσχέσεις, Θεέ μου πόσες/ χίλιες μικρές αδιόρατες κλωστές/ οι ακτίνες του με καιν, χιλιάδες γλώσσες/ από μετάξι κόκκινο σατέν». ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ: Ο’ ΚΙΦ H ΜΕΓΑΛH Γνωρίζοντας αρκετά τις φωτογραφίες του Ν.Κ., βρήκα αναμενόμενη την ενότητα που δείχνει στη «Γαία», όχι όμως και τον τίτλο. Ήταν φανερό ότι δεν κυριολεκτούσε λέγοντας «πορτραίτα της φύσης», αφού πορτραίτο είναι η σχεδιαστική, ζωγραφική φωτογραφική, ακόμα και στη γλυπτική απεικόνιση του προσώπου, όμως, ο Νίκος φαινόταν σαν να κυριολεκτεί «ναι, μου είναι τόσο οικείο Γιάννη το θέμα, όπως ένα πρόσωπο που αγαπάς, μέσα στην άγρια φύση, υπάρχει ένας χώρος που νιώθεις πραγματικά ελεύθερος, λέγοντας πορτραίτο, εννοούμε μια καλή, μια πλήρη περιγραφή του τι συμβαίνει εκεί, έξω, στο «μικρόκοσμο». Όταν μετά από μια ώρα τελειώσαμε τη συζήτηση για τη συγκεκριμένη ενότητα, θέλησα να υποστηρίξω τις φωτογραφίες του Καμπιανάκη με απόψεις δημιουργών σαν συγκοινωνούντα δοχεία, στο γραπτό κριτικό εγχείρημα μου. Πρώτη, η μεγάλη Αμερικανίδα ζωγράφος Τζόρτζια Ο’ Κιφ (1887-1986), άνοιξα το εξαιρετικό άλμπουμ της TASCHEN, “O’KEEFFE” της Britta Benke, κι είδα τα εξαιρετικά λουλούδια της, πόσο μου θύμισαν τα λουλούδια του Νίκου Καμπιανάκη! Σε ένα μεταφρασμένο κείμενο από το γιο μου Πέτρο, διαβάζω: ήταν ο John Ruskin (1819-1900) ο Άγγλος θεωρητικός του Ρομαντισμού, ο οποίος περιέγραφε την τάση στην Τέχνη να ανθρωπομορφίζει τη φύση για να αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε μη ανθρώπινα φαινόμενα, όπως η «αξιολύπητη πλάνη». Πηγαίνοντας πέρα, μακριά όλη τη Φροϋδική, σεξουαλική περιορισμένη ερμηνεία, τα πορτραίτα λουλουδιών της O’ Keeffe, προσφέρουν ένα παράδειγμα όπου η καλλιτέχνης συνδυάζει ρομαντική αίσθηση με ανανεωτική ματιά, να δανείσει τα έργα της στο πάθος και στο δράμα». Σκέφτομαι, έχει ρομαντικές ρίζες το έργο του Καμπιανάκη; «μια χρυσαλίδα απορημένη που στεγνώνει/ στην κόλλα μέσα του καιρού Πρόσωπο γέρου, ετοιμοθάνατου, νεκρού». Μόνο η αγάπη για τη φύση και η έλλειψη της ανθρώπινης οντότητας… όχι δεν είναι ρομαντικό, είναι μεταϊμπρεσιονιστική, ορφική έγχρωμη υμνολογία, γεμάτη φως και αισιοδοξία, με τόσο συναίσθημα αποδομένο. Ξανά γυρίζω στη μονογραφία της Ο’Keeffe, «ό,τι είναι σωστό καλλιτεχνικά, μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από το συναίσθημα. Το αληθινό πνεύμα της δημιουργίας που ποτέ δεν μπορεί να δημιουργηθεί ή για να ανακαλυφθεί μέσω θεωρίας, παρα μόνο μ’ έμπνευση και συναίσθημα». Ήταν ο Αlon Bement αυτός που πρότεινε στην O’ Keeffe να διαβάσει “για το πνευματικό στην τέχνη” λίγο μετά που μεταφράστηκε στα Αγγλικά το 1914. Τα λόγια του Καντίνσκι πρέπει να άγγιξαν τη νέα τότε καλλιτέχνη, η οποία αναζήτησε να εκφράσει στη δική της ζωγραφική τη αισθητική εμπειρία ενός αντικειμένου. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ Αναζητώ αυτό το μικρο ασπριδερό βιβλίο, το βρίσκω στραπατσαρισμένο τόσο από τη χρήση, «Νεφέλη» 1981, ένα δοκιμιακό αριστούργημα με πρόλογο του Δημήτρη Δεληγιάννη. Διαβάζω από το κεφάλαιο «η κίνηση»: χιλιάδες και χιλιάδες τέτοιων καλλιτεχνών, η πλειοψηφία των οποίων αναζητεί μόνο μια καινούρια μανιέρα και δημιουργεί δίχως έμπνευση με κρύα καρδιά, κοιμωμένη ψυχή, εκατομμύρια έργα τέχνης. Ο συναγωνισμός, αυξάνεται. Το άγριο κυνηγητό για επιτυχία κάνει την αναζήτηση, ολοένα και πιο εξωτερική». Αυτά, τα έγραψε στο «για το πνευματικό στην Τέχνη» ο Καντίνσκι, το 1911 στο Μόναχο, έχοντας περισσότερο τη ζωγραφική κατά νου, παραθέτω ένα παραλληλισμό του κορυφαίου διανοητή της φωτογραφίας τον Henry Cartier Bresson και το μικρό γραπτό του «η αποφασιστική στιγμή» σειρά «ο Άτακτος λαγός» εκδ. Άγρα. «Φωτογραφία και σχέδιο» Η φωτογραφία είναι για μένα η αυθόρμητη παρόρμηση μιας αέναης οπτικής εγρήγορσης που συλλαμβάνει τη στιγμή και την αιωνιότητα της. Το σχέδιο, μέσω της γραφολογίας του μορφοποιεί αυτό που συνέλαβε η συνείδηση μας, εκείνη τη στιγμή. Η φωτογραφία είναι μια άμεση πράξη, το σχέδιο είναι στοχασμος. 27/04/92». Ο μεγάλος Μπρεσον, παραθέτει την αγάπη του για τη ζωγραφική (όταν έγινε πασίγνωστος ως φωτογράφος, την άφησε τη φωτογραφία για να αφοσιωθεί στην τέχνη του χρωστήρα), τον κινηματογράφο, τους Γκριφιθ, Αϊζενστάιν, την τεχνική, μιλάει για το επάγγελμα του ρεπόρτερ) θυμήθηκα το ομότιτλο αριστούργημα του Αντονιόνι 1975 με τους Τζακ Νικολσον, Μαρία Σνάιντερ…). Μιλάει για τη διαδικασία των όμορφων εκτυπώσεων. «η μεγέθυνση οφείλει να σέβεται τις αξίες της λήψης ή να προβαίνει σε τροποποιήσεις με σκοπό την επαναφορά του πνεύματος της στιγμής που τραβήχτηκε η φωτογραφία. Οφείλει να επαναφέρει το διαρκές παιχνίδισμα του ματιού ανάμεσα στο φως και τη σκιά, εξ ου και οι τελευταίες στιγμές της φωτογραφικής δημιουργίας εκτυλίσσονται στον σκοτεινό θάλαμο» (άποψη και του Μιχάλη Πολυχρονάκη, θα αναφερθώ σε άλλο κείμενο). Άραγε, εάν έλειπε «ο σκοτεινός θάλαμος» σαν ενδοσκοπικό πρίσμα της εσω-αναζήτησης με τον εξίσου μυστηριακό έξω κόσμο, στην τέχνη το «τι αφ’ εαυτού» που λέει ο Καντισνκι στο πνευματικό του, δε θα είχαμε το “blow-up” 1966 (μεγέθυνση) του Αντονιονι, το αριστούργημα του κατά πολλούς, πάνω σε ένα ένα διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ με τους Ντέιβιντ Χεμινγκς και Βανέσα Ρεντγκρέηβ. Δείγματα του πολιτισμού μέσω της ιστορίας των τεχνών. Αλλά, όπως λεει ο μεγάλος στοχαστής Βαλερυ, «τι υπάρχει στη φύση ως αρχέτυπο που υπερβαίνει τον πολιτισμό;». Τις απαντήσεις τις δίνει ο ίδιος στα βιβλία του που υμνούν την ομορφιά, Σήμερα; Ποιητικά εύστοχοι οι στίχοι του Κ. Κουτσουρέλη …Ναι έχεις όνομα ομορφιά. Σε λένε τιμωρία/ φέρνεις το ρίγος των ανθών μες στην καλοκαιριά, των φύλλων το τρικύμισμα στου δάσους την αιθρία». Και αλλού «αχρείαστες λέξεις – λέξεις ναρκωμένες/ πάνω στα χείλη: η κρίση η κάμψη (η καμπή;), η Ευρώπη. Πεπρωμένες». *τα βιογραφικά αναπόφευκτα λείπουν, προτίμησα τρεις εικόνες, άλλωστε στην εποχή του διαδικτύου ζούμε.