Οι συνθήκες τόσο στην Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και στο διεθνές περιβάλλον είναι ευνοϊκές για εξεύρεση βιώσιμης λύσης στο ζήτημα του δημόσιου χρέους της χώρας. Οσο και αν δίνουν διαφορετική εικόνα οι πρώτες αντιδράσεις των εταίρων μας. Εξάλλου δεν είναι ασυνήθιστο πριν από την έναρξη μιας διαπραγμάτευσης ο ισχυρός να τρίζει τα δόντια.
Ο δε ωμός εκβιασμός της Ε.Κ.Τ. προδίδει μάλλον έλλειψη πειστικών επιχειρημάτων. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι ευνοϊκές υπό την προϋπόθεση ότι το επίκεντρο της διαπραγμάτευσης θα μεταφερθεί από την τήρηση των συμβατικών όρων στην πολιτική που διέπει τη δανειακή σύμβαση. Δηλαδή, αν η πολιτική αυτή προάγει την ευρωπαϊκή ενοποίηση και υπηρετεί τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών είτε αντιστρατεύεται ή ακόμα και παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με άλλα λόγια να μεταφερθεί το επίκεντρο της διαπραγμάτευσης από τους όρους στα προαπαιτούμενα της σύμβασης, τα οποία και αποτελούν τη δικαιοπρακτική της βάση, δοθέντος ότι οι όροι της όποιας μιας σύμβασης ισχύουν, εφόσον και ενόσω δεν τα αντιστρατεύονται ή παραβιάζουν. Στη βάση αυτή οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται με πολιτικούς όρους και το ελληνικό χρέος θα μετατραπεί από πρόβλημα Ελλάδας και ΟΝΕ, σε πολιτικό πρόβλημα της Ε.Ε. Διαφορετικά ο περιορισμός της διαπραγμάτευσης στην τήρηση των δανειακών υποχρεώσεων από τη χώρα μας, ως επιμένει το Βερολίνο και τη μετατρέπει σε μπρα ντε φερ που κερδίζει ο ισχυρότερος και σημαίνει σιωπηρή αποδοχή, ότι η σύμβαση προάγει την Ευρωπαϊκή Ενωση και τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών. Γεγονός που καταφανώς δεν συμφέρει τη χώρα μας, όπως επίσης δεν τη συμφέρει να προβεί σε μονομερείς ενέργειες. Επειδή η απόρριψη της σύμβασης και απαλλάσσει τους εταίρους μας από τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει με τη συνομολόγησή της και μεταφέρει αυτομάτως την αναζήτηση λύσης από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις στην καλή τους θέληση.
Η διαμόρφωση αυτής της ευνοϊκής συγκυρίας πηγάζει από μια σειρά από συμπτώσεις και αποκλίσεις συμφερόντων, οι οποίες, μεταξύ άλλων, αποδυναμώνουν τη θέση του Βερολίνου, να εμμένει πεισματικά στην αδιέξοδη και επαχθή πολιτική λιτότητας, σε βάρος των ευρωπαϊκών λαών και της ίδιας της Ε.Ε.
ΕΝΤΑΣΗ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους της συμπίπτει με τη σημειούμενη ένταση στις σχέσεις της Γερμανίας με τις Η.Π.Α. Η προσπάθεια του Βερολίνου να απεργαστεί τη χαλάρωση των μέτρων κατά της Ρωσίας προκάλεσε δυσαρέσκεια στην Ουάσιγκτον. Η αντίδρασή της εκδηλώθηκε από τον πρόεδρο Ομπάμα, οποίος ζήτησε τη λήψη πρόσθετων και αυστηρότερων μέτρων κατά της Μόσχας. Συνάμα αποδοκίμασε την εμμονή του Βερολίνου στην πολιτική λιτότητας και ζήτησε τη λήψη αναπτυξιακών μέτρων, στηρίζοντας καταφανώς τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης. Τη σκυτάλη πήρε ο Τζ. Μακέιν, ρεπουμπλικανός γερουσιαστής και πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, κατηγορώντας τη Μέρκελ ότι στην Ουκρανία ακολουθεί πολιτική κατευνασμού (Appeasement Policy), όπως η Αγγλία, το 1938, κατά του Χίτλερ.
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ
Ενάντια στην πολιτική της λιτότητας, του δίδυμου Μέρκελ – Σόιμπλε αναδεικνύεται ο αποπληθωρισμός που κτυπά την πόρτα της Ευρωζώνης, την οποία η ύφεση πάει να ανοίξει ή έχει μισανοίξει. Όπως προειδοποιεί ο πρόεδρος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, Jens Weidmann, «ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού είναι υπαρκτός». Αυτό καταδεικνύεται και από τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat. Τις αποπληθωριστικές τάσεις τροφοδοτεί και η πολιτική λιτότητας, αλλά και η εξ αυτής προκαλούμενη ύφεση. Πράγμα που κάνει πολλούς να βλέπουν να πλανάται πάνω από την Ευρώπη ένα σενάριο α-λα-ιαπωνικά. Κατά τον Γάλλο οικονομολόγο Σαρλ Ιπλοζ: «Δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί, αλλά αν συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό, σε έξι μήνες ή έναν χρόνο, θα γνωρίσουμε ακριβώς αυτή την κατάσταση». Τονίζει ακόμη, «ότι το νομισματικό εργαλείο δεν μπορεί πλέον να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό». Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού μεταφέρει την αναζήτηση λύσεων από τη χρηματοοικονομική σφαίρα και τις τράπεζες στην πραγματική οικονομία. Και τέλος, η απειλή του αποπληθωρισμού από τη μια τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια της Μέρκελ, ενώ από την άλλη ενισχύει τις ελληνικές θέσεις.
ΔΙΑΧΥΤΗ ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ
Στην τρέχουσα συγκυρία, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι διάχυτη η δυσαρέσκεια που προκαλεί η πολιτική του Βερολίνου. Αρκεί ένα γεγονός για να για να εκδηλωθεί, δημιουργώντας ένα κλίμα ή και συμμαχίες εναντίον του, που μπορεί να κλονίσουν τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει στα ευρωπαϊκά δρώμενα. Όπως για παράδειγμα η χρεοκοπία μιας μεγάλης τράπεζας της Ευρωζώνης, η ραγδαία αύξηση του αποπληθωρισμού ή η ευρωπαϊκή διάσκεψη για το δημόσιο χρέος που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση. Είναι εύλογο, λοιπόν, η κατάσταση αυτή να δημιουργεί ανησυχίες στη γερμανική κυβέρνηση. Την οποία έδειξε λ.χ. με τα τηλεφωνήματα που έκανε η Μέρκελ στον Ιταλό πρωθυπουργό, τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών κατά τις επαφές που είχαν με Έλληνες αξιωματούχους.
ΗΓΕΜΟΝΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ
Η δυσαρέσκεια κατά του Βερολίνου πηγάζει και τροφοδοτείται ακόμη και από την προώθηση των γερμανικών οικονομικών συμφερόντων και ηγεμονικών σχεδίων υπό το σχήμα της Ε.Ε. και με το πρόσχημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιμονή με την οποία η Γερμανία στήριξε και επέβαλε τη διεύρυνση αντί της εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και τούτο επειδή η διεύρυνση συνεπάγεται μεγέθυνση των αγορών και των θεσμικών πλαισίων δράσης του Βερολίνου, αλλά και διαμορφώνει συσχετισμό δυνάμεων που ενισχύει τον ρόλο του στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Πράγμα που πέτυχε με την ένταξη 11 νέων μελών, πρώην σοσιαλιστικών χωρών που ανήκουν στον χώρο της Μέσης Ευρώπης.
Στις χώρες αυτές δεν περιλαμβάνεται η δυτική Ουκρανία με την Κριμαία, επί της οποίας οι Σοβιετικοί παραιτήθηκαν των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων υπέρ της Γερμανίας, το 1918, με βάση τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ. Εξ ου και το σημερινό ενδιαφέρον της για την ένταξη της Ουκρανίας στην Ε.Ε. Με τη διεύρυνση λοιπόν πέτυχαν την υλοποίηση της ιδέας της «Μέσης Ευρώπης». Μια ιδέα, του προπερασμένου αιώνα και αφορούσε την επέκταση της γερμανικής ηγεμονίας στα κράτη της Μέσης Ευρώπης. Η οποία είχε εγκαταλειφθεί μέχρι τη γερμανική επανένωση, επειδή, μεταξύ άλλων, βαρύνεται με δύο παγκόσμιους πολέμους. Σήμερα όμως η Γερμανία φαίνεται να επιδιώκει την υλοποίησή της. Ισως ακόμη, γιατί θέλει να πάρει τη ρεβάνς από την ήττα που υπέστη στους δύο παγκόσμιους πολέμους, που προκάλεσε. Όποιος όμως και να είναι ο λόγος, είναι εμφανές ότι χρησιμοποιεί το θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε. σαν όχημα και το ευρώ σαν μπουλντόζα που ανοίγει τον δρόμο προώθησης των ηγεμονικών σχεδίων και τη δε ΟΝΕ σαν προκρούστεια κλίνη για να φέρει τις ευρωπαϊκούς λαούς στα μέτρα της, αρχής γενομένης, λ.χ. από την Ελλάδα.
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΞΟΔΟΥ
Στους παράγοντες που ενισχύουν την ελληνική διαπραγματευτική θέση είναι και η ανυπαρξία ενός νομικού πλαισίου για την αντιμετώπιση της εξόδου ή αποκλεισμού κράτους μέλους από την Ευρωζώνη. Τη διαπίστωση αυτή κάνει το Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας, σε μελέτη που δημοσιεύτηκε, την επόμενη μέρα των ελληνικών εκλογών. Κατά την οποία, «οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα αποκάλυψαν πως η ΟΝΕ δεν έχει καμία σαφή διαδικασία για τη μεταχείριση των κρατών, τα οποία στα πλαίσια ενός προγράμματος στήριξης δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις».
ΠΥΡΟΔΟΤΗΣΗ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ
Στα διεθνή πράγματα είναι εμφανές το τεράστιο χάσμα που χωρίζει το σημερινό de facto status quo από το ισχύον de jure status quo που επέβαλαν, το 1945, οι πανίσχυρες Η.Π.Α. στις ηττημένες και στις καθημαγμένες από τον πόλεμο νικήτριες χώρες. Ήτοι η έννομη τάξη πραγμάτων δεν ανταποκρίνεται στην τωρινή κατάσταση πραγμάτων. Και ακόμα οι ταχύτατα αναπτυσσόμενες τεχνολογίες μαζί με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις συνεπαγόμενες ανακατατάξεις και αλληλεξαρτήσεις έχουν αφαιρέσει το κονίαμα που συνδέει μεταξύ τους τα δομικά στοιχεία του θεσμικού οικοδομήματος της παγκόσμιας οικονομίας. Ώστε δεν αφίσταται πολύ της πραγματικότητας η παρομοίωση, ότι αυτό είναι σαν ένας τρόχαλος, όπου μπορεί η αφαίρεση ενός χαλικιού σφήνας, λ.χ. η χρεοκοπία της Ελλάδας, να οδηγήσει σε κατάρρευση έναν πυλώνα του, την ΟΝΕ και διαμέσου αυτής να απειληθεί η παγκόσμια οικονομία και το μετέωρο de jure status quo στα διεθνή πράγματα.
Από αυτή την οπτική είναι κατανοητές οι ανησυχίες που δείχνουν, λ.χ. ο Ομπάμα με τις προαναφερθείσες δηλώσεις του. Του Τζορτζ Όσμπορν, ότι η «αντιπαράθεση για το ελληνικό χρέος, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη, καθίσταται ταχέως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία». Ή του Dennis Gartman, «ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα είχε τόσο μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο στη γερμανική οικονομία, που η Γερμανία θα έκανε τα πάντα για να αποφύγει κάτι τέτοιο».
ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ Ε.Ε.
Ενας από τους λόγους που κάνουν το Βερολίνο να παραμένει αμετακίνητο στη θέση του είναι μεταξύ άλλων, ότι η συζήτηση πάνω στη συμβατότητα των όρων της δανειακής σύμβασης με τις Συνθήκες της Ε.Ε., θα αποτελέσει το έναυσμα για το άνοιγμα δημόσιου διαλόγου με αντικείμενο τον επαναπροσδιορισμό των πολιτικών και δράσεων της Ε.Ε. και την επαναφοράς τους στα πλαίσια που προδιαγράφονται από τις αρχές, τις αξίες και τις συνθήκες της. Μέσα από τον οποίο θα διατυπωθούν απόψεις και θα αναδειχθούν δυνάμεις που θα θέσουν την Ε.Ε. στην τροχιά υλοποίησης του ευρωπαϊκού οράματος, απαλλάσσοντάς την από τη γερμανική ηγεμονία. Ο άλλος είναι ότι μια τυχόν υποχώρηση του Βερολίνου θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο που θα μπορούσαν να επικαλεστούν και άλλες χώρες της Ευρωζώνης με δημόσιο χρέος πολλαπλάσιο του ελληνικού. Ωστόσο, αυτές οι χώρες είναι οι εν δυνάμει σύμμαχοι της χώρας μας. Η δε σύγκληση της διάσκεψης για το δημόσιο χρέος, που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται και στον ευρωπαϊκό χώρο. Αρκεί η σύγκλησή της να προετοιμαστεί καταλλήλως και να γίνει στον κατάλληλο χρόνο.
Εν κατακλείδι, η συγκυρία είναι αρκετά ευνοϊκή για να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση στη με τον ένα ή άλλο τρόπο απομείωση και ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο. Για παράδειγμα, η εξυπηρέτησή του θα μπορούσε να συνδεθεί με την υλοποίηση ενός μακρόπνοου σχεδίου, με ανάλογες ρήτρες, για τη θεσμική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, ώστε και να ενισχυθεί τη θέση της κυβέρνησης για τις διαρθρωτικές αλλαγές απέναντι στα συμφέροντα που αντιδρούν στις διαρθρωτικές αλλαγές και να δεσμεύσει και τις επόμενες κυβερνήσεις για την ολοκλήρωση της υλοποίησης του. Τουλάχιστον έτσι θα πιάσουν τόπο οι θυσίες του ελληνικού λαού