Ο Ανδρέας Δημητρίου, ο πυροσβέστης που την ώρα που επιχειρούσε για την κατάσβεση της φονικής φωτιάς στο Μάτι Αττικής, έχασε τη σύζυγό του, Μαργαρίτα, και τον μόλις έξι μηνών γιο του, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει για όλα όσα διαδραματίστηκαν τη Δευτέρα της 23ης Ιουλίου.
Σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Μετά τα Μεσάνυχτα» του Αlpha, ο Ανδρέας Δημητρίου εξιστόρησε τις δραματικές στιγμές που έζησε την ώρα που μαινόταν η ολέθρια πυρκαγιά, την επικοινωνία που είχε με τη γυναίκα του, τη μεταφορά αυτής και του γιου τους στο νοσοκομείο καθώς και το γράμμα που τού άφησε η Μαργαρίτα.
«Ήμουν σε επιφυλακή εκείνη την ημέρα ώσπου ήρθε μήνυμα από την υπηρεσία μου, όπου έπρεπε να πάω να συντονίσω τη φωτιά. Η Μαργαρίτα ετοίμαζε τα ρούχα μου για να μπορέσω να φύγω πιο γρήγορα για τη δουλειά κι αφού με βοήθησε την αποχαιρέτησα κι έφυγα. Ήταν 17.30 περίπου το απόγευμα όταν ενημερώθηκα από κάποιον συνάδελφο ότι η φωτιά πλησιάζει τον οικισμό όπου βρισκόταν το σπίτι μου. Αμέσως ενημέρωσα τη Μαργαρίτα για τη φωτιά γιατί η γυναίκα μου ήταν στο κρεβάτι με τον μπέμπη εκείνη την ώρα κι εγώ την ενημέρωσα ότι κινδυνεύει. Της είπα: “Μαργαρίτα πάρε το μικρό και φύγε αμέσως από το σπίτι”. Προσπάθησε να πάρει κάποια πράγματα και έφυγε.
Όταν προσπαθούσα να τους ξανά καλέσω και δεν μπορούσα να τους βρω, υποψιάστηκα ότι κάτι κακό συμβαίνει. Όλα τα οχήματα της υπηρεσίας μου ήταν στο μέτωπο της φωτιάς κι έτσι πήρα το δικό μου όχημα για να πάω να τη βρω. Πάνω στον πανικό μου και στην αγωνία μου να φτάσω κοντά στη Μαργαρίτα και το παιδί, οδηγούσα ριψοκίνδυνα. Θα μπορούσα κι εγώ να είχα εγκλωβιστεί μέσα στη φωτιά. Εν τω μεταξύ είχε έρθει κι ένας συνάδερφος μαζί μου, ο οποίος δεν ήταν υποχρεωμένος να έρθει αλλά ήταν ένας πραγματικός φίλος».
“Δεν μπορούσα να φτάσω κοντά τους ούτε με το αυτοκίνητο ούτε πεζός”
«Στη δεύτερη επικοινωνία μας, κατάλαβα ότι είναι κοντά στην παραλία και ο θόρυβος ήταν πάρα πολύ έντονος από τον αέρα. Το γνώριζε πολύ καλά η Μαργαρίτα το Μάτι και γνώριζε πολύ καλά τους δρόμους της περιοχής. Στην πρώτη προσπάθεια να φτάσω κοντά στη γυναίκα μου, πήγα από τον παραλιακό δρόμο της λεωφόρου Ποσειδώνος και έφτασα μέχρι κάποιο ξενοδοχείο. Από κει και πέρα δεν μπορούσα να πλησιάσω λόγω του θερμικού φορτίου, του καπνού και των αυτοκινήτων που είχαν κλείσει το δρόμο. Η κατάσταση ήταν τραγική. Δεν μπορούσα να φτάσω κοντά στη γυναίκα μου και το γιο μου ούτε με το αυτοκίνητο ούτε πεζός. Επειδή ένιωθα ότι μας κλείνει η φωτιά, δεν μπορούσα να ρισκάρω και τη ζωή του συναδέλφου μου και γυρίσαμε πίσω. Ταυτόχρονα ενημερώναμε τον κόσμο για την κατάσταση της φωτιάς. Μέχρι να φτάσουμε στην υπηρεσία προσπαθούσαμε να δώσουμε το στίγμα της επικινδυνότητας που υπήρχε στην περιοχή.»
Επικοινωνούσα και με τον πεθερό μου γιατί κι αυτός έψαχνε τη Μαργαρίτα με το μωρό. Δεν μπορώ να ξέρω αν η Μαργαρίτα πήρε κάποιο αμάξι ή αν πήγε με τα πόδια στην Αργυρά Ακτή. Ήλπιζα κάπου μέσα μου ότι η Μαργαρίτα και το μωρό θα ήταν ζωντανοί.
Ο πεθερός μου, έφτασε πρώτος στο σημείο που ήταν η Μαργαρίτα και μου είπε: “Είμαι εδώ μαζί με τη Μαργαρίτα αλλά θέλω να είσαι ψύχραιμος όταν θα φτάσεις”. Εκεί κατάλαβα ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Ο πεθερός μου βρήκε τη Μαργαρίτα μέσα στη θάλασσα μαζί με το μωρό και ο πεθερός μου την έβγαλε έξω. Εγώ τη βρήκα στην παραλία να κάθεται και ο μπέμπης ήταν στα χέρια δυο ανθρώπων όπου προσπαθούσαν να του δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Εγώ πήρα στην αγκαλιά τη Μαργαρίτα, προσπάθησα να ακολουθήσω το δρομολόγιο που είχα κάνει λίγες ώρες νωρίτερα και πραγματικά δεν περίμενα να βρω κάποιο ασθενοφόρο.
Η Μαργαρίτα ήταν σε κατάσταση σοκ αλλά παρόλα αυτά είχε τις αισθήσεις της. Της είπα: “Μαργαρίτα, εγώ φταίω” κι εκείνη μου είπε: “Μην το ξαναπείς αυτό. Ο Θεός είναι μεγάλος και θα μας βοηθήσει”. Της είπα ότι φταίω γιατί εκείνη την ημέρα πριν φύγω για να πάω στην υπηρεσία, θα πηγαίναμε να δούμε τα ρούχα που θα φορούσε ο μικρός στη βάφτιση, όπου είχαμε προγραμματίσει να τον βαφτίσουμε τον μήνα Σεπτέμβριο. Και τότε θυμάμαι που μου είχε πει η γυναίκα μου: “Αντρέα, πάμε πρώτα να δούμε τα ρούχα του παιδιού και μετά πήγαινε στην υπηρεσία”. Εγώ τότε της αρνήθηκα. Αν όμως την είχα ακούσει, ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα».
Οι άνθρωποι που είχαν το μωρό, είχαν το σθένος να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες στο μπέμπη και ενώ με ακολουθούσαν, όσο εγώ κρατούσα αγκαλιά τη Μαργαρίτα κατάφεραν και βρήκαν ένα πυροσβεστικό εθελοντικό όχημα και έφυγαν για το Παίδων. Το παιδί μου ήταν ακόμα ζωντανό. Στη συνέχεια βρήκαμε ασθενοφόρο για τη Μαργαρίτα όπου την έδιωξα κατευθείαν για τον Ευαγγελισμό.
Εγώ πήγα αμέσως στο Παίδων για να δω από κοντά τον μπέμπη. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο κατάλαβα ότι το μωρό μας ήταν νεκρό.
Όταν αποχαιρέτησα το γιο μας προσπάθησα να “κρατηθώ” για τη Μαργαρίτα. Βλέποντας την εικόνα της Μαργαρίτας στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας κατάλαβα ότι αυτή η γυναίκα έδωσε μάχη για να προστατέψει το παιδί μας. Δυστυχώς η Μαργαρίτα “έφυγε” 12 μέρες μετά τον θάνατο του μωρού μας. Έχασα τα πάντα μέσα σε μια στιγμή. Ήμασταν μαζί 18 ολόκληρα χρόνια και την έχασα πολύ γρήγορα.
Κάθε βράδυ ψάχνω τα “αν”, αλλά δεν καταλήγω πουθενά. Εξακολουθώ να μένω στο σπίτι που έζησα με τη Μαργαρίτα και το μωρό μας.»
Το γράμμα της Μαργαρίτας
«Μέρες μετά όταν πήγα στο νοσοκομείο, αφού είχε “φύγει” η Μαργαρίτα, μαζί με τα άλλα τα χαρτιά που μου έδωσαν που ήταν απαραίτητα για να γίνει η ταφή της, μου έδωσαν κι ένα γράμμα που είχε αφήσει χωρίς να το ξέρω. Μου έδωσαν ένα γράμμα, το οποίο το είχε υπαγορεύσει στον διασώστη. Και το οποίο ήταν ένα γράμμα αποχαιρετισμού με κάποιο τρόπο. Μέσα αναφέρει εμένα και τους γονείς της, δεν αναφέρει πουθενά τον μπέμπη. Δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι αυτό, δεν ξέρω αν μπορεί να ερμηνευτεί κάπως αυτό. Το υπαγόρευσε όσο ήταν στο ασθενοφόρο γιατί μετά την διασωληνώσανε και την βάλανε σε καταστολή. Το γράμμα ήταν τα τελευταία της λόγια προς εμένα» είπε ο Ανδρέας Δημητρίου.
Ο δικηγόρος του πυροσβέστη, Κωνσταντίνος Κουτσουλέλος δήλωσε ότι σε λίγο καιρό πρόκειται να καταθέσουν μήνυση και αγωγή κατά του κράτους.
ΠΗΓΗ: news247.gr