Τα υπέρ και τα κατά τους έχουν τα συλλαλητήρια. Τις περισσότερες φορές εμφορούνται από αντικυβερνητικά χαρακτηριστικά όμως είναι αδύνατον να μην λαμβάνονται υπ’ όψιν απ’ την κυβερνώσα παράταξη, η οποία συνήθως προσπαθεί να υποβαθμίσει τα αποτελέσματά τους.
Στην Πλατεία Συντάγματος ο ςλληνικός λαός εξέφρασε τα πατριωτικά του αισθήματα παρά τις διαφοροποιήσεις και τις τυχόν πολιτικές του τοποθετήσεις. Εδωσε το “παρών”, όπως είναι θεμελιώδης υποχρέωση όλων των Ελλήνων να σέβονται το Σύνταγμαμα και αναγκαίο να είναι αφοσιωμένοι στην πατρίδα (άρθρο 120 παρ. 2) Και τούτο λέγεται πατριωτισμός και όχι εθνικισμός.
Οι Ελληνες έδειξαν μια εικόνα προς την κυβέρνηση, ότι πρέπειε να τηρήσει κόκκινες γραμμές στο Σκοπιανό, αλλά και προς τον εξωγενή παράγοντα, ότι παράλληλα με τη φωνή για το “όνομα”, ανεξάρτητα αν είναι δεξιόστροφη, αριστερόστροφη, ή εθνικολαϊκιστές βρήκαν την ευκαιρία να ξεσπάσουν για την ενδοτικότητα των κυβερνήσεων τους. Ηταν ένας ενδιάμεσος τρόπος να εκτονωθεί για τις δανειακές συμβάσεις, τα μνημόνια και τις πιέσεις των έξω. Και να στείλει μήνυμα στους 300 της Βουλής, ότι πρέπει, να συνειδητοποιήσουν, όταν θα ‘ρθει η ώρα, να υπογράψουν αυτή τη συμφωνία, τι είναι αυτό που ψηφίζουν και γιατί το ψηφίζουν.
Το συλλαλητήριο δημιούργησε συνθήκες στους κυβερνήτες, που πρέπει να σκεφθούν πολύ για να μην τις λάβουν υπ’ όψιν τους, αναλογιζόμενοι, ότι πριν γίνουν εξουσία, όταν ήσαν υποκινητές λαϊκών αντιδράσεων, άλλα έλεγαν. Αν αγνοήσουν τα μηνύματα του συλλαλητηρίου της Θεσ/κης και των Αθηνών, ενδεχομένως να μην μπορέσουν αργότερα, να ανταπεξέλθουν στις καταστάσεις που θα προκύψουν.
Οι σύμβουλοι του Μαξίμου δεν ελέγχουν τις εκφράσεις τους, όταν διαδίδουν, ότι τα συλλαλητήρια δεν έχουν επίδραση στις βουλές της κυβέρνησης, γιατί προσομοιάζουν με εθνικιστική προπαγάνδα, που δεν μπορεί ν’ αλλάξει τις αποφάσεις της. Κι όμως υπήρξαν καλοθελητές, που προθυμοποιήθηκαν, να εκφοβίσουν τον κόσμο, να μην συμμετάσχει ή να ελαχιστοποιήσουν την επιτυχία της συγκέντρωσης, αντί να αξιοποιήσουν την πανελλήνια συμμετοχή και να την έχουν ως ατού στις διαπραγματεύσεις. Επενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, πιθανόν, επειδή διαισθάνεται ότι ο κόσμος αίρει την εντολή, που εδόθη στην κυβέρνηση, την οποίαν χειρίζεται εν λευκώ.
Το μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ξεκάθαρο. Μπορεί οι περισσότερες χώρες να έχουν αναγνωρίσει τους Σκοπιανούς με το κλεμμένο όνομα, όμως χωρίς την ελληνική σφραγίδα δεν μπορούν αν μπουν σε κανένα Διεθνή Οργανισμό και στον ΟΗΕ θα παραμένουν χωρίς σημαία. Ο παγκοσμίου φήμης μουσικοσυνθέτης ήταν σαφής. «Μόνο εμείς οι Ελληνες μπορούμε να δώσουμε ή να μην δώσουμε στους Σκοπιανούς το δικαίωμα να οικειοποιούνται ένα τμήμα του Ελληνισμού». Η ομιλία του συμπυκνώνεται ως δίδαγμα προς πάσαν κατεύθυνσιν. Συνίσταται στα τελευταία λόγια του ως εξής. «Μπροστά στην πιθανότητα να οδηγηθούμε σε κατάσταση εθνικής τραγωδίας, θεωρώ, ότι την απόφαση δεν πρέπει να την επωμισθεί μόνο η οποιαδήποτε κυβέρνηση. Όχι μόνο μια κυβέρνηση μειοψηφίας, όπως αυτή, που έχουμε σήμερα. Ποια είναι η λύση; Το δημοψήφισμα; Εάν όμως κάποια κυβέρνηση διανοηθεί, να βάλει την υπογραφή της χώρας μας για οποιαδήποτε ονομασία, που θα περιέχει τον όρο Μακεδονία, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι είναι υποχρεωμένη να ρωτήσει πρώτα τον ελληνικό λαό.
Και προσέξτε! Στο συλλαλητήριο δεν πήγε μόνο 140.000 κόσμος. Τα “αδέλφια” φασίστες, τρομοκράτες, ναζιστές, αναρχικοί, τραμπούκοι”, στους οποίους μίλησε ο Μίκης διέφεραν στο πλήθος κατά ένα “μηδενικό +” (1.400.000!!!).