Στις 21-12-2017 έγινε στην αίθουσα του Δημοτικού συμβουλίου Χανίων η παρουσίαση του ημερολογίου του έτους 2018, που εξέδωσε ο εκπολιτιστικός σύλλογος των απανταχού Ανατολικοσελινιωτών το «Ψηλάφι».
Κατά την εκδήλωση αυτή ένας εκ των ομιλητών ήταν ο γράφων:
Μόλις χθες το απόγευμα είχα τη χαρά να πάρω στα χέρια μου το ημερολόγιο του 2018, που εξέδωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος των Απανταχού Ανατολικοσελινιωτών «Το Ψηλάφι». Μόλις γύρισα το πρώτο φύλλο του ημερολογίου ένιωσα μια ευχάριστη έκπληξη γιατί αντίκρισα μια εξαιρετική φωτογραφία της ομάδας του ριζίτικου τραγουδιού του Συλλόγου.
Πρόσωπα σοβαρά και στεγνά, μορφές με δωρική αυστηρότητα και σοβαρότητα, που δένουν αρμονικά με το αυστηρό τοπίο της σελινιώτικης Μαδάρας. Μου φάνηκε πως από στιγμή σε στιγμή θα αρχίσουν να τραγουδάνε «Τα Αγρίμια» ή κάποιο άλλο ριζίτικο και ετοιμάστηκα και εγώ να συνοδέψω το τραγούδι.
Η ευχάριστη έκπληξή μου συνεχίστηκε και στα επόμενα φύλλα, όπου απεικονίζονται τα κυριότερα Μνημεία του Ανατολικού Σελίνου στα οποία είναι συμπυκνωμένη όλη η ιστορία της περιοχής. Τέσσερα Μνημεία που μιλούν με τη σιωπή και την αυστηρότητά τους για τους αγώνες και τις θυσίες των κατοίκων της περιοχής για ελευθερία και δικαιοσύνη.
Τέλος, στα δύο τελευταία φύλλα είδα με πολλή χαρά δύο καταπληκτικές φωτογραφίες της Μαδάρας: Η μία από την κορυφή «Ψηλάφι» και η άλλη από το «Σελί της Πέτρας» Σε αυτές απεικονίζεται όλη η ομορφιά και το μεγαλείο της Μαδάρας, με τα γκρεμνά και τα ρουμάνια της, με τις νεροσυρμές και τα φαράγγια, με τους πρίνους και τα κυπαρίσσια, με τα αγρίμια και τα φουριάρικα, με τα χιόνια και την κατσιφάρα της.
Στις κακοτράχαλες πλαγιές αυτής της Μαδάρας είναι χτισμένα τα χωριά του Ανατολικού Σελίνου, ορεινά και απροσπέλαστα, αληθινές αετοφωλιές και από τη φύση τους ορεινά και δυσπρόσιτα. Σε αυτήν λοιπόν, την κακοτράχαλη γωνιά της Μαδάρας μια φούχτα ανθρώπων ζει, δουλεύει και προ πάντων πολεμά, γράφοντας αιώνες τώρα τη δική τους ιστορία. Και δεν είναι υπερβολή να πω πως αυτό το αυστηρό τοπίο, αυτή η φύση η άγρια και απροσπέλαστη, επέδρασε καταλυτικά πάνω στο χαραχτήρα των κατοίκων της περιοχής και δημιούργησε έναν ξεχωριστό, θα έλεγα, τύπο ανθρώπου, τον τύπο του Ορεινού Σελινιώτη, που είναι ένα ιδιότυπο μείγμα άγριου επαναστάτη και πολεμιστή μα και πρωτοπόρου στα έργα του φωτός και του πολιτισμού. Έναν τύπο που πολλές φορές έβαλε «τον Μπέτη του Σημάδι», όπως λέμε, ενάντια στους κάθε λογής επιδρομείς, που θέλησαν να πατήσουν τούτο «Το Αλωνάκι», όπως έλεγε και το Μεσολόγγι ο Διονύσιος Σολωμός.
Μια σελίδα από τους αγώνες τούτου του τόπου, ένα συγκλονιστικό περιστατικό της σύγχρονης ιστορίας του, στο οποίο υπήρξα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας, παρά τη μικρή ηλικία μου, θα ήθελα να σας διηγηθώ με πολλή συντομία, αν έχω την ανοχή και την υπομονή σας.
Στο χωριό μου, το Λιβαδά του Ανατολικού Σελίνου, πάνω από την κεντρική πλατεία του χωριού και το δρόμο που οδηγεί προς Κουστογέρακο, υπάρχει και σήμερα ακόμη ένα ερειπωμένο κτίσμα, γνωστό με το όνομα «Το Τηλέφωνο». Ονομάστηκε έτσι γιατί σε αυτό ήταν εγκαταστημένο προπολεμικά το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού. Το Τηλέφωνο απόχτησε μια ιδιαίτερη ιστορική και τραγική διάσταση γιατί μέσα σ’ αυτό στις 29 και 30/9/1943 οι Γερμανοί φυλάκισαν, χωρίς νερό και τροφή, τα γυναικόπαιδα του Λιβαδά και τα απειλούσαν με ομαδική εκτέλεση δι’ αεροπορικού βομβαρδισμού, ενώ πυρπολούσαν και ξεθεμέλιωναν το χωριό. Έλεγαν λοιπόν στα γυναικόπαιδα: «Εδώ θα σας εκτελέσουμε όλες μαζί. Θα καλέσουμε ένα αεροπλάνο να ρίξει μια βόμβα στο σπίτι να πεθάνετε όλες μαζί».
Στον ουρανό των Τριών Χωριών περιπολούσαν συνεχώς σμήνος γερμανικών αεροπλάνων κάθετης εφόρμησης, τα περίφημα Στούκας, τα οποία, σαν δαίμονες της κόλασης, ορμούσαν σαν γεράκια προς τα κάτω και σκορπούσαν τον τρόμο και το θανατικό. Κάποια στιγμή ο δαιμονικός θόρυβος των Στούκας, συνοδευόμενος μάλιστα και από τα εφιαλτικά σφυρίγματα των σειρήνων τους, έγινε εντονότερος και ολοένα πλησίαζε προς το «Τηλέφωνο».
Οι γυναίκες, φοβούμενες ότι από στιγμή σε στιγμή έφθανε το τέλος τους, άρχισαν να ασπάζονται η μία την άλλη και κινούμενες ίσως από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, όρμησαν όλες μαζί προς την «λεμπάρτα» που οδηγούσε στο ισόγειο του τηλεφωνείου, παρασύροντας μαζί και τα παιδιά τους. Ο Γερμανός φρουρός που φρουρούσε το βορινό παράθυρο του ισογείου είδε αυτήν την απεγνωσμένη κίνηση των γυναικόπαιδων και είναι άγνωστο τι σκέφτηκε.
Είναι πιθανόν να την θεώρησε ως απόπειρα ομαδικής απόδρασης και έριξε «στο ψαχνό». Από τα πυρά του σκοτώθηκε επί τόπου η 14χρονη Αμαλία Νικ. Τσουρή και τραυματίστηκε θανάσιμα η 16χρονη Μαίρη Χαρ. Σειραδάκη, την οποία στη συνέχεια οι Γερμανοί εξετέλεσαν πυροβολώντας την εξ επαφής στην πλατεία της Κείθε Βρύσης.
Πανικόβλητα τα γυναικόπαιδα, μπροστά στη νέα αυτή απειλή γύρισαν πάλι πίσω και από την ίδια «λεμπάρτα» ανέβηκαν πάλι στον 1ο όροφο του τηλεφωνείου, όπου μέτρησαν τις πληγές τους.
Θέλω να επισημάνω πως το όπλο με το οποίο πυροβολούσε τα γυναικόπαιδα ο Γερμανός φρουρός ήταν επαναληπτικό και όχι αυτόματο. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τι θα γινόταν αν έριχνε στο σωρό με αυτόματο όπλο. Και δεν ξέρω, αλήθεια, τι σκέφτηκε και αν τον έπιασε «το πονόψυχό του» και δεν πυροβολούσε ταχύτατα γιατί οι Γερμανοί δεν μας είχαν συνηθίσει σε τέτοιες ευαισθησίες. Το αντίθετο μάλιστα…
Παρεμπιπτόντως θα ήθελα να αναφέρω ότι παρόμοια απειλή ξαναχρησιμοποίησαν οι Γερμανοί και την επομένη, όταν οδηγούσαν τα γυναικόπαιδα του Λιβαδά στη Σούγια και από εκεί στις φυλακές της Αγιάς, με τελικό προορισμό το κολαστήριο του Νταχάου. Στη θέση λοιπόν «Κουτρουλού Κερατές» απείλησαν πάλι τα γυναικόπαιδα ότι αν δουν το παραμικρό θα τα βάλουν μέσα στο δάσος «Μαχιά» και θα τα κάψουν ζωντανά.
Συνεπεία όλων αυτών των τραγικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο κτήριο αυτό, «Το Τηλέφωνο» απόχτησε μια ιδιαίτερη ιστορική και δραματική σημασία και διάσταση και έμεινε στη μνήμη των ντόπιων και όχι μόνον, ως εμβληματικό τοπωνύμιο, σύμβολο θυσίας και μαρτυρίου των κατοίκων της περιοχής.
Η συνέχεια του παραπάνω περιστατικού είναι, όπως θα διαπιστώσετε, χαρακτηριστική και διαδραματίζεται στο χωριό μου, το Λιβαδά μετά την απελευθέρωση.
Το σπίτι αυτό «το Τηλέφωνο» ήταν και είναι δικό μας. Πριν από 25 περίπου χρόνια ήλθε στο Λιβαδά ένας Γερμανός τουρίστας ο οποίος ήθελε να αγοράσει ένα σπίτι στο χωριό μας. Η προτίμησή του μάλιστα ήταν να αγοράσει ένα σπίτι ερείπιο από τον πόλεμο, για να το διαμορφώσει, λέει, στη συνέχεια όπως εκείνος ήθελε. Περνώντας λοιπόν, κάτω από το πατρικό μου σπίτι είδε το μισογκρεμισμένο ιστορικό «Τηλέφωνο». Ψάχνοντας και ρωτώντας έμαθε πως ιδιοκτήτες του ερείπιου ήμασταν εγώ και τα αδέλφια μου. Απευθύνθηκε σε έναν, ας πούμε μεσίτη, από τον οποίο ζήτησε να βρει εμένα και να μου ζητήσει να του πουλήσω το ερείπιο.
Πράγματι ήλθε σε μένα ο κατά τα άλλα φίλος και περιχαρής μου ανακοίνωσε ότι ένας Γερμανός θέλει να αγοράσει το ερειπωμένο «Τηλέφωνο». Μάλιστα μου ανακοίνωσε ότι ο αγοραστής ήταν διατεθειμένος να πληρώσει έξι και ενδεχομένως επτά εκατομμύρια δραχμές (τότε ήταν οι δραχμές) Ήταν μάλιστα χαρούμενος γιατί προφανώς θεωρούσε σίγουρη την πώληση και πιθανόν να ανέμενε ότι κάποιο όφελος θα έβγαινε και γι’ αυτόν. Βλέπετε, ήταν η εποχή του εύκολου και γρήγορου κέρδους στο βωμό του οποίου όλα γίνονταν θυσία.
Παρά την ομολογουμένως δελεαστική πρόταση εγώ χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό απάντησα με ένα ξερό «όχι». Εμβρόντητος ο συνομιλητής μου με ρωτά «γιατί» Η απάντησή μου ήταν: «Πες στον φίλο σου πως στα χαλάσματα αυτού του ερειπίου κρύβεται πολύ αίμα, πολύς πόνος και πολλά δάκρυα. Και ανάμεσα σ’ αυτά είναι και τα δικά μου δάκρυα και δεν τα πουλάω».
Ο συνομιλητής μου έμεινε για λίγο βουβός και με θυμωμένο ύφος μου απαντά: «Συγγνώμη, Δάσκαλε, αλλά είσαι μεγάλο κορόιδο».
Αυτή η τελευταία φράση συμπυκνώνει μέσα της μια νοσηρή αντίληψη ότι στο βωμό του γρήγορου και εύκολου κέρδους όλα πωλούνται, όλα εξωνούνται, όλα στο σφυρί, ακόμη και τα Ιερά και τα Όσιά μας.