Σημαντικά αποτελέσματα είχε η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα της Ακρόπολης της αρχαίας πόλης της Κύθνου (σημερινό «Βρυόκαστρο»), συνεργατικό πρόγραμμα του Τομέα Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Η πόλη της Κύθνου κατοικήθηκε αδιάκοπα από τον 12ο αιώνα π.Χ. έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. Όπως ενημερώνει ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, οι εργασίες της τελευταίας περιόδου εστίασαν στην ανασκαφή των κτηρίων της Ακρόπολης που είχαν έρθει στο φως κατά το 2021. Το Νότιο τμήμα της ακρόπολης προοριζόταν για εγκαταστάσεις στρατιωτικού χαρακτήρα, αναμφίβολα και της Μακεδονικής φρουράς που εγκατάστησε στην Κύθνο το 201 π.Χ. ο Φίλιππος Ε’. Πραγματοποιήθηκαν μόνον ορισμένοι καθαρισμοί στον τομέα αυτό, που έφεραν στο φως μια σειρά από δεξαμενές, οι οποίες προφανώς εξασφάλιζαν αποθέματα νερού σε καιρό πολιορκίας. Το Βόρειο τμήμα του πλατώματος καταλαμβάνει ιερό, το οποίο ταυτίστηκε το 2021 με βεβαιότητα με ιερό της Δήμητρας και της Κόρης. Εδώ συνεχίστηκαν οι έρευνες σε τρία κτήρια (αρ. 3, 4 και 6) καθώς και σε υπαίθριους χώρους.
Αρχικά ολοκληρώθηκε η έρευνα του διμερούς Κτηρίου 4, διαστάσεων 7,50 Χ 5,70 μ., που αναμφίβολα ταυτίζεται με ναό, των κλασικών χρόνων. Στο Δυτικό χώρο, το 2021 είχαν βρεθεί τρεις θήκες από όρθια τοποθετημένες λίθινες πλάκες, τοποθετημένες εν μέρει μέσα σε στρώμα στάχτης που περιείχε πολλά καμένα οστά ζώων. Από το πίσω (Ανατολικό) δωμάτιο («άδυτο»), προέρχονται επίσης πολλά οστά μικρών ζώων, κυρίως όμως γνάθοι από χοιρίδια, θυμιατήρια πολύμυξα φωτιστικά σκεύη, καθώς και πήλινα γυναικεία ειδώλια.
Ανάμεσα στο ναό αυτό και το επίμηκες Κτήριο 3 νοτιότερα, παρεμβάλλονται δύο σχεδόν τετράγωνα μικρά οικοδομήματα, 5 και 6, με αντικρυστές εισόδους. Κατά την τελευταία περίοδο ολοκληρώθηκε η έρευνα του Δυτικού Κτηρίου 6 (διαστ. 4,85 Χ 4,25 μ.). Το εσωτερικό του διαμορφώνεται εσωτερικά σε τουλάχιστον τρία επίπεδα. Φαίνεται ότι εδώ βρισκόταν αρχικά η κύρια βαθμιδωτή πρόσβαση στο τέμενος, η οποία καταργήθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και ενσωματώθηκε στο Κτήριο 6, πιθανώς για την εξυπηρέτηση λατρευτικών αναγκών (ίσως ως μια προσομοίωση της καθόδου στον ‘Αδη;).
Επίσης ολοκληρώθηκε η έρευνα περιμετρικά από το αντικρυστό πρωιμότερο Κτήριο 5 που μάλλον ταυτίζεται και αυτό με δεύτερο μικρότερο ναό (διαστ. 3,80 Χ 3,30 μ.) καθώς, όπως φάνηκε το 2021, περιείχε κάτω από το τελευταίο δάπεδό του ποικίλα αναθήματα. Αποκαλύφθηκε ένα φροντισμένο πλακόστρωτο δάπεδο στο στενό διάδρομο ανάμεσα στα Κτίρια 4 και 5, ο οποίος υποδηλώνει ότι τα δύο αυτά οικοδομήματα ήταν ταυτόχρονα σε χρήση.
Οι ανασκαφικές εργασίες επικεντρώθηκαν ωστόσο στο Κτήριο 3, μήκους 21 και πλάτους 8,50 μέτρων. Χαρακτηρίζεται από τραπεζιόσχημη τοιχοποιία και διαθέτει μνημειώδη είσοδο στο μέσον του επιμήκη Βόρειου τοίχου. Ανασκάφτηκαν δύο ζώνες τετραγώνων εσωτερικά του κτηρίου που επέτρεψαν να αποσαφηνιστεί ως ένα βαθμό η διαρρύθμισή του. Είναι αξιοσημείωτο ότι το μεγαλύτερο μέρος των αναθημάτων του ιερού προέρχεται από τις επιχώσεις εγκατάλειψης του εν λόγω οικοδομήματος. Στο Ανατολικό τμήμα του κτηρίου αποκαλύφθηκαν μια σειρά από οδοντωτές εσοχές του φυσικού βράχου, που ορίζονται από τοιχάρια, που φαίνεται ότι διαμόρφωναν χώρους και «θήκες» για την φύλαξη και απόθεση αναθημάτων, καθώς στις περιοχές αυτές υπήρχε έντονη συγκέντρωση ευρημάτων όλων των κατηγοριών. Στο τμήμα αυτό του κτηρίου αποκαλύφθηκε και λίθινη πεταλόσχημη εσχάρα, διαστ. περ. 2,50 Χ 2 μ., πλήρης με στάχτη και διάσπαρτες πυρακτωμένες πλίθρες και με αρκετά καμένα οστά ζώων, καθώς και σημαντική συγκέντρωση αναθημάτων. Η όλη διαμόρφωση εδώ δημιουργεί αμφιβολίες για το αν το τμήμα αυτό του οικοδομήματος ήταν στεγασμένο. Μεγάλη συγκέντρωση αναθημάτων παρατηρήθηκε και σε λωρίδα κατά μήκος του πίσω (Νότιου) τοίχου του Δυτικού μισού του κτηρίου. Από τον τοίχο αυτό προβάλλουν εσωτερικά σε τακτά διαστήματα και στο ίδιο χαμηλό ύψος διάτονοι επίπεδοι λίθοι, υποδηλώνοντας την παρουσία εδώ ενός ξύλινου ραφιού πάνω στο οποίο θα πρέπει να ήταν τοποθετημένα αναθήματα.
Ανάμεσα στους δύο ναούς (αρ. 4 και 5) και το επίμηκες Κτήριο 3, διαμορφώνεται ένα ανάλημμα με είσοδο από τα Ανατολικά, που οριοθέτησε κάποια στιγμή, κατά την μακρόχρονη πορεία χρήσης του ιερού (7ο αιώνα π.Χ. έως 3ο – 4ο αιώνα μ.Χ.) έναν εκτεταμένο «αποθέτη» ο οποίος περιείχε αναρίθμητα αναθήματα. Η έρευνα εδώ ολοκληρώθηκε φέρνοντας στο φως πολλές εκατοντάδες ακέραια ή σχεδόν ακέραια ευρήματα, κυρίως πήλινα ειδώλια και πολύμυξα φωτιστικά σκεύη.
Η ακριβής χρήση και η χρονολόγηση όλων των αποκαλυφθέντων οικοδομημάτων θα προσδιοριστεί όταν θα ολοκληρωθεί η μελέτη των ευρημάτων και των ανασκαφικών δεδομένων. Εν γένει, η έρευνα του εσωτερικού των κτηρίων οδήγησε στην εύρεση πολυάριθμων αναθημάτων. Ο κύριος όγκος προέρχεται ωστόσο από το Κτήριο 3 και από τον «αποθέτη». Συλλέχτηκαν πολλές εκατοντάδες πήλινα αρχαϊκά-ελληνιστικά ειδώλια (τα ακέραια ή σχεδόν ακέραια ξεπέρασαν τα 2000), γυναικεία, και παιδικά. λιγότερα ανδρικά, ιδιαίτερα ηθοποιών και συμποσιαστών, ερμαϊκές στήλες, χοιρίδια, χελώνες, λέοντες, κριοί, πτηνά κ.ά.. Συλλέχθηκαν επίσης εξίσου πολλοί λύχνοι αρχαϊκών-ρωμαϊκών χρόνων και πολύμυξα τελετουργικά φωτιστικά σκεύη, δακτυλιόσχημοι «κέρνοι» με επίθετα μικρογραφικά αγγεία, πλήθος επίθετων μικρογραφικών υδριών που έχουν αποκολληθεί από τελετουργικά σκεύη, εξαιρετικής ποιότητας κεραμεική, κυρίως Αττική μελανόμορφη και ερυθρόμορφη (υδρίες, κάλπεις κλπ.,), αλλά και άλλων εργαστηριακών κέντρων (Κορινθιακά, Κυκλαδικά και Ανατολικού Αιγαίου). Στα αναθήματα συγκαταλέγονται και ορισμένα χάλκινα, αργυρά, οστέινα, και υάλινα κοσμήματα, μαρμάρινα και αλαβάστρινα αγγεία (φιάλες, πυξίδες), κ.ά. Βρέθηκαν και ορισμένα χάλκινα ρωμαϊκά νομίσματα (π.χ. sestertius του Τραϊανού, μετά το 106 μ.Χ., και νόμισμα Διοκλητιανού του 285 μ.Χ.). Ωστόσο, ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα αργυρό νόμισμα Κύθνου με κεφαλή Απόλλωνα στον εμπροσθότυπο και λύρα στον οπισθότυπο, καθώς τα έως σήμερα γνωστά Κυθνιακά νομίσματα των Ελληνιστικών χρόνων είναι όλα χάλκινα.
Αρκετά αγγεία πόσεως, κυρίως ρωμαϊκών χρόνων, προερχόμενα τόσο από το εσωτερικό του ναού (Κτιρίου 4), όσο και από τις διάφορες επιχώσεις εντός του Κτηρίου 3 και από τον «αποθέτη», ταυτίζονται ως τελετουργικά καθώς έχουν επιγραφές που χαράχθηκαν πριν την όπτηση και αποτελούν αφιερώματα γυναικών, ενώ επιβεβαιώνουν ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο στη λατρεία τόσο της Δήμητρας όσο και της Κόρης. Προσωρινά, θα μπορούσαμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι το Κτήριο 4 ήταν ο ναός της Δήμητρας, ενώ το παρακείμενο μικρότερο Κτήριο 5 αυτός της Κόρης.
Εσωτερικά της θύρας του Κτιρίου 3 βρέθηκε, μετακινημένο από την αρχική θέση του, ενεπίγραφο μνημειώδες βάθρο διαστ. 1,43 Χ 0,47 Χ 0,21 (πάχ.), που σώζει την επιγραφή των ύστερων ελληνιστικών χρόνων «Νηρηίς δαμιουργός», το οποίο πιθανώς αναφέρεται σε κάποια αξιωματούχο του ιερού. Η χρήση της δωρικής διαλέκτου επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά την παράλληλη χρήση της με την Ιωνική στην Κύθνο. Πολλά από τα προαναφερθέντα αναθήματα παραπέμπουν και αυτά έμμεσα ή άμεσα στη λατρεία των δύο θεοτήτων, όπως άλλωστε και διάφορα μεμονωμένα ευρήματα, λ.χ. ένα ακόμη ειδώλιο κιστοφόρου ή αρκετά θραύσματα εισαγμένων Ελευσινιακών κέρνων.
Το πενταετές ανασκαφικό πρόγραμμα στο Βρυόκαστρο Κύθνου (2021-2025) διενεργείται υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Αλεξάνδρου Μαζαράκη Αινιάνος και του Εφόρου Αρχαιοτήτων Δρος Δημήτρη Αθανασούλη. Οι έρευνες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και της ΕΦΑ Κυκλάδων, στηρίζονται επίσης από τη ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, το Δήμο Κύθνου, το Σύλλογο Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Κύθνου, τον καπετάνιο του πλοίου «ΜΑΡΜΑΡΙ», και κυρίως τον γενναιόδωρο χορηγό του ανασκαφικού προγράμματος, κ. Θανάση Μαρτίνο. Την διεπιστημονική ερευνητική ομάδα αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, συντηρητών, ζωοαρχαιολόγου, αρχαιομέτρη, κ.ά. πλαισίωσαν 33 φοιτητές και φοιτήτριες της αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, καθώς και δύο φοιτήτριες από τη Γαλλία.