Είναι στο DNA του Ελληνα, να μην τον κάμπτουν η κρίση, η λιτότητα και οι οικονομικές δυσπραγίες. Θα βρει τρόπο, να ξεφύγει απ τις κακουχίες διασκεδάζοντας. Οχι όπως οι αρχαίοι με τα συμπόσια και τις γιορτές, που έτρωγαν κρέας και λαχανικά κι έπιναν κουβεντιάζοντας ξαπλωμένοι σε καναπέδες ακούγοντας μουσικές και βλέποντας χορευτές και ακροβάτες. Ούτε και με τον τρόπο του περασμένου αιώνα, που η διασκέδαση συνίστατο σ’ ένα καλό εστιατόριο ύστερα από μια θεατρική παράσταση.
Σήμερα οι συνεστιάσεις με το πρόσχημα την κοπή της πίτας διαφόρων συλλόγων οργανώσεων και σωματείων κρατάνε μέχρι τις απόκριες, όπου ο κόσμος γλεντάει, τρόπος του λέγειν, στα κέντρα διασκέδασης. Εκεί σε μεγάλες αίθουσες όπου τα καθίσματα είναι το ένα δίπλα στο άλλο σε στενόμακρα τραπέζια, βρίσκεται κανείς στριμωγμένος να συνδιασκεδάζει και με αγνώστους απέναντί του.
Την οχλαγωγία δεν τη σταματά η ορχήστρα, αλλά την επιτείνει. Απουσιάζει ο παρουσιαστής να δώσει κέφι με ατάκες. Με τους ηλεκτρονικούς ήχους εκμηδενίζεται η μελωδία της φωνής. Τα τραγούδια, αρέσουν ή όχι, απαξιώνονται απ’ την ένταση των μεγαφώνων και την συνεχή οχλοβοή από συζητήσεις, που μπερδεύονται μεταξύ τους και δεν μπορείς ν’ ακούσεις τι λέει ούτε ο διπλανός σου.
Υποτίθεται ότι πάμε για διασκέδαση, στην ουσία όμως ευχαριστιόμαστε υποφέροντας. Σε τέτοιες περιπτώσεις συγκεντρώσεων για τη βασιλόπιτα με το φλουρί πολλοί υποχρεούνται να παραστούν κι ας γνωρίζουν, ότι θα υποστούν κάποιου είδους δυσάρεστη εμπειρία, που προσομοιάζει με ηθική μείωση.
Έτσι όπως καταντήσαμε το μόνο που μας έμεινε είναι η προσπάθειά μας, να γελάσουμε. Δεν θέλουμε να πιστέψουμε, ότι έχουμε αλλοτριωθεί. Η ζωή μας χρειάζεται την ξενοιασιά, που δεν τη βρίσκουμε στις πολύβουες αίθουσες δεξιώσεων με συγγενείς και φίλους και μοναδικό θέαμα τους λικνιστικούς παραδοσιακούς χορούς και τα ζεϊμπέκικα. Οι προσκλήσεις για συγκέντρωση μελών μιας κοινωνικής ομάδας, ή μιας εταιρείας γίνονται ενίοτε για τον προσπορισμό οικονομικών οφελών. Και οι χοροί συνεχίζονται οι αποκριάτικοι μετά το άνοιγμα του Τριωδίου. Παθός και μαθός ο γράφων παρέστη σε έξι πίττες και μένουν ακόμη δύο!