Μάνα: Της Αυγής, παιδί μου, ο ερχομός χαμόγελο στα χείλη να σου χαρίζει… Κι όσο η μέρα θα φεύγει και τα λεπτά της σαν κόκκοι άμμου από τις φούχτες φεύγουν ανεξέλεγκτα των ανθρώπων, ο θησαυρός ετούτος στην καρδιά σου να φωλιάζει…
Kαι κάθε βράδυ, στης ζυγαριάς την ώρα, υπέρ σου έτσι θα την βλέπεις πάντα να γέρνει… Θάρρος και φως να παίρνεις για τις πιο σκοτεινές από τις κατοπινές μέρες σε όσους αγαπάς και σ’ αγαπούν κοντά, αλύγιστα κι ασυμβίβαστα, άφοβα ν’ αγωνίζεσαι…
Κόρη: Της Αυγής, μάνα, ο ερχομός αγάπη στα σώψυχα να σου χαρίζει… Κι όσο η μέρα θα φεύγει και τα λεπτά της σαν κόκκοι άμμου από τις φούχτες φεύγουν ανεξέλεγκτα των ανθρώπων, το χρυσάφι ετούτο βαθύτερα εντός σου να κατοικοεδρεύει… Και κάθε βράδυ, στης κρίσης την ώρα, υπέρ σου έτσι θα την αντικρίζεις πάντα να κλίνει… Θάρρος και φως να παίρνεις για τα πιο μαύρα απ’ τα κατοπινά μερόνυχτα με όσους μ’ αγάπη έχετε σφιχτοδεθεί, αλύγιστα κι ασυμβίβαστα, άφοβα ν’ αγωνίζεσαι…
Μάνα: Δαβίδ και Προμηθέας γενού, παιδί μου, το φως και τη λεβεντιά ψυχής στους ανθρώπους φέρνε, τ’ αντίδωρο αψηφώντας…
Κόρη: Μάνα, φάρος κι αγκυροβόλι γενού για της ζωής τους ακούραστους ποντοπόρους ταξιδιώτες!
Μάνα: Σαν δροσερό όασης νερό, τους διψασμένους, παιδί μου, ο δικός σου λόγος να τους δροσίζει και να τους ξεδιψά…
Κόρη: Σαν ένα καρβέλι ψωμί, τους πεινασμένους, μάνα, η αγκάλη σου να τους χορταίνει…
Μάνα: Σαν τον Κλέοβη και τον Βίτωνα τους γονιούς σου πάντα ν’ αγαπάς και να προσέχεις, παιδί μου…
Κόρη: Σαν την Αλκμήνη για τον θεογέννητο μοναχογιό της, τον Ηρακλή, να καμαρώνεις πάντα, μάνα, κάθε παιδί σου και κρυφά σαν την Παναγιά στα πόδια του σταυρωμένου Ιησού να δακρύζεις…
Μάνα: Τον ήλιο βλέπου, θυγατέρα μου, που ψηλότερα απ’ τα σώματα και μυαλά των γήινων ανθρώπων κατοικεί, της αλαζονίας της άμετρης και της αστοχασιάς της ψυχοφάγας τις φτερούγες πώς κατακαίει…
Κόρη: Τα πόδια μου να πατώ, μανούλα, μού ‘μαθες στέρεα στη γης, να μην αεροβατώ, να μην περιφρονώ μα να υπολογίζω ακόμα και το πιο μικρό απ’ τα γεννήματά της και να σωφρονίζομαι απ’ τα διδάγματά της …
Μάνα: Τα εύκολα σαν κατορθώνεις, παιδί μου, πριν πας στα δύσκολα, δόξα στο θεό να λες πάντα…
Κόρη: Το νεραύλακο σαν, ποτίζοντας τον αγρό σου, δίνει ζωή στους σπόρους, δόξα στο θεό να λες, μάνα, πάντα…
Μάνα: Σαν καλογραμμένο βιβλίο, παιδί μου, της γνώσης τη λάμψη σε κανέναν μην αρνιέσαι!
Κόρη: Σαν χιλιοειπωμένο τραγούδι, μάνα, της ζωής τραγούδα τις χαρές και τους πόνους, για όλα που ολοζώντανους μάς κρατάνε…
Μάνα: Τα θεριά των άγριων δασών, μη φοβάσαι, παιδί μου, την ψυχή τους βρες τρόπο να προσεγγίσεις!
Κόρη: Τα αγρίμια των πόλεων να προσέχεις, μάνα, την ψυχή τους έχουν πουλήσει, για μια στιγμή δόξας, για μια δραχμή, για ένα αξίωμα…
Μάνα: Σαν ανοιξιάτικο λουλούδι, παιδί μου, άνθισε, μυροβόλησε ολάκερο τον κόσμο…
Κόρη: Σαν χειμωνιάτικη βροχή και σαν ήλιος καλοκαιριού, μάνα, το σύμπαν όλο με τη θαλπωρή σου αγκάλιασε…
Μάνα: Σαν τους γονείς σου, παιδί μου, αγάπα, τίμα, σέβου όλους τους ανθρώπους και τις συμβουλές τους…
Κόρη: Σαν τα παιδιά σου, μάνα, την αγκάλη σου ορθάνοιγε για τον καθένα…