Γιορτάστηκε και φέτος τον περασμένο Ιούνιο, η καθιερωμένη από την Ορθόδοξη Εκκλησία μεγάλη εορτή του Αγίου Πνεύματος.
Eνα από τα πολλά εξωκκλήσια γιόρτασε και στα Περβόλια έξω από τα Χανιά. Ένα πρόσωπο δικό μου με ενημέρωσε τηλεφωνικώς ότι πηγαίνουν να προσκυνήσουν και να παραστούν στην ακολουθία του Εσπερινού. Ευχήθηκα και έκλεισα το τηλέφωνο συγκινημένη. Τα επόμενα λεπτά ήταν σαν να έστριψα ένα διακόπτη. Γύρισα αρκετές δεκαετίες πίσω. Στα μεγάλα παιδικά χρόνια. Τα χρόνια της κατοχής. Ολόκληρη κινηματογραφική ταινία μπροστά στα μάτια μου. Χωρίς δυσκολία. Το πλέον αξιόλογο δώρο του Θεού στον άνθρωπο είναι η μνήμη. Ο Ηρακλειώτης αρχιμανδρίτης Του μοναστηριού ήταν απεσταλμένος κατευθείαν από το Σινά όπου ανήκει και η Μονή. Ήταν υπεύθυνος για όλα τα θέματα της καλής λειτουργίας για ότι αφορούσε τη Μονή. Κατοχή πείνα και ανασφάλεια. Όμως, γιατί πηγαίναμε εκεί τόσο τακτικά και μάλιστα ποδαρόδρομο από το Γαλατά το χωριό μας, που βρίσκεται σε αρκετή απόσταση από τα Περιβόλια ; Ο Μακαριστός Αρχιμανδρίτης ήταν πρώτος εξάδελφος της μητέρας μου από την ίδια οικογένεια του Ηρακλείου. Πηγαίναμε με τους γονείς μου και την αδελφή μου τη Βέρα και τους επισκεπτόμαστε τακτικά. Μας δεχόταν πάντα γελαστός με ανοιχτή αγκαλιά. Χαμηλόφωνα μας εξηγούσε την ιστορία του Μοναστηριού τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πολλά άλλα νεότερα. Μας ανέβαζε από τη μία ξύλινη σκάλα στο δεύτερο πάτωμα του Παλαιού κτιρίου που υπήρχε και το αξιόλογο μουσείο της μονής. Τεράστιες κορνίζες κρεμόταν στους τοίχους με γνωστά ονόματα Μητροπολιτών, Μοναχών αλλά και Ιερέων που οι περισσότεροι μαρτύρησαν για του Χριστού την πίστη και την Ελευθερία της υποδουλωμένης Κρήτης. Πολύ παλιά έπιπλα. Καναπέδες πολυθρόνες και τραπεζάκια. Όλα σκαλισμένα με πολλή τέχνη από παλαιούς Χανιώτες τεχνίτες. Σε όλα αυτά τα μνημεία ο χρόνος είχε βάλει τη σφραγίδα του θεαματικά και ανεξίτηλα. Ο καιρός περνούσε με φόβο και τρόμο. Οι εκτελέσεις των Γερμανών ήταν σε καθημερινό πρόγραμμα. Οι κατακτητές μετά την αναχώρηση του πορθητή Student που κατέλαβε την Κρήτη σε άνισο αγώνα δέκα ημερών, ανέλαβε τη γενική διοίκηση του Φρουρίου Κρήτης ένας αντάξιος αντικαταστάτης του. Ο αλήστου μνήμης Αndre. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους πέντε στρατηγούς που είχαν υπό το πέλμα τους τέσσερα ολόκληρα χρόνια την Ελευθερία της υποδουλωμένης Κρήτης. Αυτός αιματοκύλισε όλη την ορεινή Κυδωνία αλλά και τα χαμηλότερα χωριά του κάμπου. Άφησε κλειδιά στις πόρτες και ορφανά ζητιανάκια και στους δρόμους. Τώρα στο μοναστήρι τα πράγματα είχαν αλλάξει εντελώς. Τα μπλόκα των Γερμανών ήταν καθημερινά που είχαν πληροφορίες ότι το μοναστήρι συνεργάζεται και τροφοδοτεί αντάρτες και καταζητούμενους. Τρομοκρατήθηκε όλη η περιοχή με αποτέλεσμα να φύγουν όλοι οι εργαζόμενοι από το μοναστήρι και να μείνει χωρίς εργατικά χέρια η Μονή. Έτσι υποχρεώθηκε ό Αρχιμανδρίτης να φέρει εργάτες από το Ηράκλειο. Ηταν γνωστοί και συγγενείς του που τους γνώριζε από παιδιά. Επομένως ήταν και δικοί μας συγγενείς που γνωριστήκαμε καλύτερα και μάλιστα έρχονταν πολλές φορές για επίσκεψη στο Γαλατά. Ένας από αυτούς ο θείος μας, μπάρμπα-Μανώλης που είχε δύο γιους του λεβέντες και που θεώρησαν λογικό να ακολουθήσουν τους γονείς τους για περισσότερη ασφάλεια. Ξενύχτια, διασκεδάσεις και νυχτερινές παρέες δεν υπήρχαν. ‘’Μετά του ήλιου τη δύση επιβάλλεται κάθε άνθρωπος να είναι στο σπίτι του’’. Αυτό ήταν καθημερινή ανακοίνωση των Γερμανών που την κρεμούσαν παντού. Η οικογένεια αυτή δεν είχε σχέση με ανθρώπους εκτός από μία κοπέλα που περνούσε και τους χαιρετούσε απλά και τυπικά. Ο πατέρας την έβλεπε που περνούσε και καμάρωνε με αποτέλεσμα να βάλει στη σκέψη του να την κάνει νύφη του. Έπρεπε όμως πριν την τελική απόφαση να μιλήσει με το μεγάλο του γιο και συμφώνησαν απόλυτα. Τώρα έπρεπε να μάθουν και για την οικογένειά της κοπέλας. Τον διαβεβαίωσαν ότι είναι από πάρα πολύ καλή οικογένεια και ότι ποτέ δεν έδωσαν αφορμή για το παραμικρό σχόλιο σε βάρος τους. Ήταν όμως πάρα πολύ πτωχοί. Δεν είχαν παρά μόνο το σπιτάκι που καθότανε. Όταν το άκουσε ο πατέρας του γαμπρού κόντεψε να λιποθυμήσει. Ο μπαρμπα-Μανώλης ήταν άνθρωπος που λάτρευε το χρήμα. Εκείνη την εποχή μιλούσαν πρώτα για την προίκα και ύστερα για τη νύφη. Δεν ξαναμίλησε ποτέ κανείς για αυτό το θέμα και ο καθένας ήταν στηνεργασία του. Ένα πρωί σηκώθηκε ο μπαρμπα-Μανώλης αμίλητος και έφυγε. Πήγε να ποτίσει τις πατάτες του λίγο πιο έξω από το χωριό. Ξαφνικά ακούει κραυγές, φωνές και μεγάλη φασαρία από το χωριό. Δεν γνώριζε τι συμβαίνει. Και να ξαφνικά μπροστά του ένας σίφουνας. Η ωραία κοπελιά αρχίζει να φωνάζει : Κύριε Μανώλη τρέξε. Φύγε γρήγορα, κρύψου. Οι Γερμανοί έχουν μαζέψει όλους τους άντρες στην πλατεία του χωριού και έρχονται προς τα εδώ. Αυτά είπε και εξαφανίστηκε σαν σύννεφο μπροστά του. Ο μπαρμπα-Μανώλης με μία απότομη κίνηση ρίχνει το σκαπέτι του μέσα σε ένα αυλάκι και ξαπλώνει αυτός στο δεύτερο. Οι πατάτες ήταν τόσο ανεπτυγμένες που τον έκρυβαν εντελώς. Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά και έφτασαν οι Γερμανοί πυροβολώντας άσκοπα στον αέρα για εκφοβισμό. Πέρασε κάμποση ώρα. Τώρα επικρατούσε ησυχία. Σηκώθηκε προσεκτικά και έφτασε με πολλή προσοχή και φόβο στο σπίτι του. Όταν τον είδαν οι δικοί του, έκαναν το σταυρό τους. Μετά την εκτέλεση των Περβολιανών Μαρτύρων επικράτησε ηρεμία και οδύνη. Επισκέφτηκα το μέρος που αναπαύονταν οι Περβολιανοί Μάρτυρες στον ιερό ναό του Ιωάννου του Θεολόγου. Η εκκλησία τους μνημονεύει πάντοτε ως Μάρτυρες. Ένα από τα επόμενα βράδια ο μπαρμπα- Μανώλης πήγε με την οικογένειά του να ευχαριστήσει την κοπέλα που τον έσωσε αλλά και να περάσουν στο δάχτυλό της ένα ακριβό δαχτυλίδι αρραβώνων. Η λογική είχε πρυτανεύσει. Τα χρήματα δεν κάνουν τον άνθρωπο. Παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά και εγγόνια. Και οι απόγονοί τους ζουν στο Ηράκλειο. Ευχαριστώ θερμά πρώτα το Θεό που στην ηλικία των 96 χρονών κατάφερα να σας παρουσιάσω μία αληθινή ιστορία της κατοχής. Τέλος ευχαριστώ εσάς την έγκυρη και έγκριτη εφημερίδα των Χανιώτικων Νέων που τακτικά με φιλοξενείτε.
πρεσβυτέρα Άννα Λουπασάκη Πλάτανος Κισάμου