Στην «Αγέλαστη Άνοιξη» του Μενάλου Λουντέμη, ο Μέλιος Καδράς δεν είναι πια παιδί ούτε μετράει τ’ άστρα… Έχει πλέον αποβληθεί από όλα τα γυμνάσια της χώρας, επειδή πολύ αγάπησε ή, επισήμως, για «τας ερωτικάς επιστολάς» του. Περιπλανιέται, λοιπόν, για άλλη μια φορά στην επαρχία της Βόρειας Ελλάδας· γνωρίζει μικρασιάτες πρόσφυγες, ξεχασμένους σε ξερά και άνυδρα χωριά, γύφτους πονηρούς μα φιλοσοφημένους, αγρότες και κτηνοτρόφους φτωχούς κι αγράμματους. Συναντά και πάλι, την αδικία αλλά και την καλοσύνη. Θα καταφέρει ωστόσο να γίνει δάσκαλος σε ένα ορεινό χωριό και να βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις τους ανθρώπους που βρίσκονται στα διάβα του, θα εναντιωθεί σε κάθε λογής προκατάληψη και αδικία. Πάντοτε ευαίσθητος, αισιόδοξος μα και αποφασιστικός, θα επιστρέψει έπειτα, καβαλάρης, στην πόλη του για να ξαναβγεί τους σχολικούς του φίλους και, κυρίως, τη μεγάλη του αγάπη, την Αγράμπελη – ένα ταξίδι επώδυνο στην «αγέλαστη Άνοιξη…
Ο Λουντέμης εμπνεύστηκε το έργο γύρω στο 1930. Ουσιαστικά περιγράφει γεγονότα που τα έζησε στην περιοχή Γουμένισσα – Αξιούπολη – Πολύκαστρο. Μιλά για την αποξήρανση της λίμνης Αματόβου Αξιούπολης που βρίσκονταν στην κοιλάδα του Αξιού και προειδοποιεί για την οικολογική καταστροφή. Εκεί κοντά στη λίμνη, υπάρχει ένα χωριό, Το «Ξεχασμένο» όπως το ονομάζει, Αξιοχώρι ή «Αξιοκώμη», χωριό όπου ο Μενάλαος Λουντέμης έγινε δάσκαλος. Ο Σαρακατσάνος τσέλιγκας Μήτρο-Κεχαγιάς, αφού προσπάθησε πολύ, τον έπεισε τελικά να αναλάβει τα καθήκοντα του δασκάλου.
Ο Λουντέμης κάνει «θαύματα» στο σχολειό. Καταργεί τις τιμωρίες με τη βέργα, κερδίζει την εμπιστοσύνη των μαθητών του, δημιουργεί βιβλιοθήκη. Το σχολείο γίνεται εργαστήρι χαράς. Κάποιοι τσελιγκάδες, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις μεθόδους του, πήγαν στη Θεσσαλονίκη στον επιθεωρητή εκπαίδευσης, στον «δασκαλοδάσκαλο», όπως λέει, και ζήτησαν να τον διώξουν από το σχολείο.
Οι άνθρωποι που στάλθηκαν για την επιθεώρηση ήταν οι παιδαγωγοί Αλέξανδρος Δελμούζος και Μίλτος Κουντουράς. Μόλις ο Λουντέμης (ο Μέλιος Καδράς της «Αγέλαστης Άνοιξης») μαθαίνει τα νέα, γράφει:
«Ήταν όμως περίεργος. Ποιος να ήταν ο «δασκαλοδάσκαλος»; Μα όποιος κι αν ήταν ας κόπιαζε! Το βέβαιο ήταν πως θα ερχόταν «επίσημα». Μα με ποιο δικαίωμα; Το σχολείο τους ήταν «αυτοκέφαλο». Η Αξιοκώμη ήταν επικράτεια αγνοημένη κι ανεξάρτητη. Το «Δημοτικόν Σχολείον» της ζούσε τη ζωή του χωρίς βοήθεια, χωρίς έγκριση από κανέναν… τσαλαπατούσε τους κανονισμούς και τους νόμους «οίτινες διέπουσιν την λειτουργίαν των εκπαιδευτηρίων απάσης της επικρατείας»…
Από την αρχή ακόμη, ο Μέλιος πήρε την απόφαση να κρατήσει προληπτική άμυνα. «Περάστε κύριε Δασκαλοδάσκαλε… εσύ που απ’ το ύψος της θέσης σου, ποδοπατάς την αξιοπρέπεια των ταπεινών ανθρώπων. Ο τσομπάνης είναι έτοιμος να σου δείξει πως οι τσομπάνηδες έχουν τιμή και δεν επιτρέπουν να την πατήσουν, προπάντων τα γυαλιστερά παπούτσια. Προπάντων αυτά!».
Ο Μενέλαος Λουντέμης περιγράφει τον εσωτερικό του διάλογο πριν συναντήσει τους επιθεωρητές. Δεν ξέρει ποιοι είναι και πιστεύει πως θα τον κρίνουν σίγουρα αρνητικά. Όταν τους συναντά, τους λέει:
-Καλωσορίσατε στο κωμικό σχολειό. Δεν έχω την τιμή να σας γνωρίζω. Έχω όμως την κακοτυχία να γνωρίζω τις προθέσεις σας…
Πριν προλάβουν εκείνοι να του μιλήσουν, ο Μέλιος καβάλησε το άλογό του, «βρέθηκε στη σέλα και χάθηκε πίσω απ’ τις λοφοσειρές». Περιπλανήθηκε μακριά όλη την μέρα και τη νύχτα που επέστρεψε κάποιος τον περίμενε στο σκαλοπάτι του σπιτιού του και του έδωσε ένα γράμμα.
-Τι ‘ν’ αυτό;
-Γραφή. Την άφησαν για σένα οι δασκαλοδάσκαλοι…
Ο Μέλιος άναψε τη λάμπα και ρίχτηκε στο γράμμα.
«Αγαπητέ μας συνάδελφε…» άρχιζαν.
«Κρίμα να μην έχουμε τη δική σου νιότη και το δικό σου άλογο, για να σε κυνηγήσουμε, να σε φτάσουμε και να σε σφίξουμε στην αγκαλιά μας. Όταν καταλάβαμε σε ποιο σχολείο μπήκαμε, ο δάσκαλός του ήταν πια μακριά. Αγαπητέ μας, σ’ αυτόν τον κόσμο χάσ’ τα όλα και τη νιότη και τ’ άλογο… Πρόσεξε μόνο μη χάσεις το δρόμο που πήρες. Ακολούθα τον και φώτιζέ τον με τη φωτιά που μας μετάδωσαν σήμερα τα παιδιά σου. Μην σε απελπίζει η αγραμματοσύνη των χωρικών, ούτε – πολύ περισσότερο – η πτυχιούχος αγραμματοσύνη των λογίων. Μένουν άστεγοι κάτου απ’ την σκεπή των περγαμηνών τους. Πίστεψέ μας πως αν ξαναρχίζαμε σήμερα το στάδιό μας, θα το αρχίζαμε σαν «οικοδιδάσκαλοι Αξιοκώμης». Θα το είδες, πιστεύουμε. Η ζωή διαφεντεύεται απ’ τους μισότρελους ή τους μισομορφωμένους. Όλα μισά. Γι’ αυτό, εσύ μείνε ακέραιος. Μείνε καβαλάρης. Κι ας το χάσεις το ωραίο σου άλογο. Εσύ, χωρίς να το ξέρεις, είσαι από καιρό καβάλα σ’ ένα άλλο άλογο. Μείνε γαντζωμένος σφιχτά, στη ράχη αυτού του αλόγου, κι ας σε ρίξει μαζί του στον γκρεμό!
Αληθινοί σου φίλοι,
γκαρδιακά κι αγαπημένα,
Αλέξανδρος Δελμούζος
Μίλτος Κουντουράς
Υ.Γ. Διαβάσαμε την «επιστολιμιαίαν διατριβήν» του «ελλογίμου» συναδέλφου σου, του γειτονικού σκολειού… Αλλά, προπάντων, διαβάσαμε την πληρωμένη απάντηση τη δική σου. Είχε την αφελή έμπνευση να μας στείλει εδώ για να σε συντρίψει. Ο δυστυχής…
Φίλε! Γράψε. Μα… δεν ξέρεις; Έχεις τάλαντο!
Οι ίδιοι».1
1. Μενέλαος Λουντέμης, (2000), «Αγέλαστη Άνοιξη», Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.