Μερικοί κύριοι νομίζουν ότι είμαστε συνάδελφοι
Μάνος Χατζιδάκις
23 Οκτωβρίου 1925 – 15 Ιουνίου 1994
«Η ώρα του λύκου» μου λέει. Κι αφήνει το βλέμμα του να προσπεράσει το δικό μου που ακροβατεί, το απόγευμα που ταλαντεύεται αναποφάσιστο, τον Ιούνη που προσπαθεί να αποδείξει ότι ακόμα και τις νύχτες διαθέτει ψυχολογία θέρους. «Αν ξυπνήσεις τώρα, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, μετά από ύπνο βαθύ και κοιτάξεις τα χρώματα στον ουρανό, δεν μπορείς να πεις με σιγουριά, αν βραδιάζει ή αν ξημερώνει».
Κοιτάζω. Γνωρίζω πως βραδιάζει. Επιλέγω όμως να γίνω συμμέτοχος στο παιχνίδι της αβεβαιότητας. Είναι το γλυκό αίσθημα της αβεβαιότητας που κάποιες φορές μας οδηγεί στις πιο ακριβείς παρατηρήσεις και στα μεγαλύτερα λάθη κι έρωτες που μας σημαδεύουν.
«Είναι σημάδια οι νότες» σημειώνει με τον ήχο των λέξεών του να ταλαντεύεται μπροστά από το στόμα σαν μεγάλο μυστικό. «Είναι στην ανάγνωσή τους, που εντοπίζεις τους οιωνούς που διαφορετικά το μυαλό δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει. Είναι τα όρια του πενταγράμμου που χαρτογραφούν εκ νέου την προσωπικότητά σου. Που σου θυμίζουν το βαθύτερο “Εγώ”. Στη σύνθεση είναι η στιγμή που αρχίζεις να βάζεις στη σειρά τα κομμάτια της ψυχής. Στο άκουσμά της είναι που παίρνεις την απόφαση να στήσεις εμπρός σου τον ένα και μοναδικό αληθινό καθρέφτη της ζωής σου. Αυτόν της μοναξιάς. Όταν είσαι μόνος δεν μπορείς να κρυφτείς από τον εαυτό σου. Αν είσαι τέρας, παύεις να σε φοβάσαι. Αν είσαι καλός, αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν οι άλλοι το γνωρίζουν.
Είναι σημάδι η μουσική, που θέλει τρία πράγματα: τέχνη, τεχνική και βιώματα. Χωρίς αυτά δεν γίνεται να γράψεις. Να βιώνεις τη βαρύτητα της κάθε νότας. Και μετά να την αφήνεις ελεύθερη να εξηγηθεί από τον καθένα κατά πως θέλει. Πολλές φορές άκουγα σχόλια για το πόσο είναι ελληνική η μουσική μου. Αστοχες αναζητήσεις. Δεν έχουμε πατρίδα. Εμείς οι ίδιοι είμαστε η παγκόσμια πατρίδα. Είμαστε η δωρικότητα του ουρανού πάνω απ’ την θάλασσα. Ντο. Η αγένεια της πόλης όταν τα στενά πεζοδρόμια αχνίζουν εκνευρισμό. Ρε. Το κράτημα της καρδιάς, όταν μπροστά της ανοίγεται αναπάντεχα ο κάμπος. Μι. Οι ξένοι τόποι όπου κι εκεί ανοίξαμε το ίδιο πάντα βήμα κι αυτοί που πάντα φανταζόμασταν ότι υπάρχουν. Φα. Το πρώτο φως του ήλιου καθώς μας ξεπλένει από εφιάλτες κι αγνά όνειρα μιας ολόκληρης νύχτας. Σολ. Είμαστε το μπαλκόνι με την άπλετη θέα και το υπόγειο που ζει τον μεγάλο του έρωτα στον ακάλυπτο της εφηβείας. Λα. Η αμηχανία των χεριών, ο δισταγμός στο συμφραζόμενο, η κατάφαση του βλέμματος που δεν χρειάζεται λόγια. Σι. Ενας μικρός ή μεγάλος κύκλος που ολοκληρώνεται με τον ίδιο πάντα τρόπο, την ολοκληρωτική ακύρωση του βλέμματος. Ντο. Είκοσι χρόνια, τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθιά κι απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιος υπήρξα, τι σκέφτηκα, πώς έζησα και τι είναι αυτό που συνθέτει την μελλοντική μου απουσία».
Βραδιάζει. Το μυαλό δεν αντέχει την ακροβασία της αβεβαιότητας και εντοπίζει αστέρια, μωβ λωρίδες ορίζοντα και χελιδόνια που ψάχνουν ύπνο. Σημάδια νύχτας. Εχει σηκωθεί απ’ την καρέκλα και το σώμα του φτιάχνει μια τέτοια απόσταση από μένα, που νομίζεις ότι ποτέ δεν βρέθηκε κοντά μου. Αναγνωρίζει ότι τον θυμάμαι. Αναγνωρίζω ότι μισεί κάτι τέτοιο. «Δε μ’ αρέσει η αναμνησιολογία, την απεχθάνομαι. Είναι χειρότερη κι από μνημόσυνο. Τι πάει να πει “μνημόσυνο”; Κάποιον που δεν θυμάμαι και μια δεδομένη στιγμή, καθορισμένη, οφείλω να τον θυμηθώ».
«Δεν οφείλω» του δηλώνω. «Απλά πολλές φορές συμβαίνει να ακούω τον ήχο του πιάνου και πάνω εκεί συνθέτω την τωρινή σου απουσία. Αυτός είναι ο εγωισμός της επιβίωσης. Που σου δίνει μολύβι και χαρτί και σε μετατρέπει σε αυτόκλητο απουσιολόγο. Και τώρα που θα πάρω τον δρόμο του γυρισμού, τον ίδιο δρόμο που επιλέγω σχεδόν πάντα για να μην ταράξω την συνήθεια των βημάτων μου, στους τοίχους θα βρω τις νότες και στις κουβέντες των αγνώστων εκείνους τους στίχους με τους οποίους πάντα διαφωνούσα. Γιαυτό και ακόμα λατρεύω. Καληνύχτα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα.»
Βραδιάζει. Καλοκαιρινά, γλυκά, αβέβαια.